μελέτημα: Difference between revisions
ἀγωνίζεσθαι, ἐπιζητεῖν, εὑρίσκειν καί μή εἴκειν → to strive, to seek, to find, and not to yield (Tennyson, Ulysses)
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=meletima | |Transliteration C=meletima | ||
|Beta Code=mele/thma | |Beta Code=mele/thma | ||
|Definition=ατος, τό, < | |Definition=-ατος, τό,<br><span class="bld">A</span> [[practice]], [[exercise]], [[Plato|Pl.]]''[[Phaedo|Phd.]]'' 67d, [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''8.1.43 (pl.), Critias 6.1; αἰσχρῶν ἔργων μ. E.''Fr.''910 (anap., [[nisi legendum|nisi leg.]] [[μελέδημα]]) <b class="b3">; τὰ πρὸς πόλεμον μ.</b> [[practice for]]... X.''Eq.''11.13.<br><span class="bld">2</span> <b class="b3">μελετήματα φωνῆς</b> grammatical [[examples]], A.D.''Synt.''277.26. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:30, 25 August 2023
English (LSJ)
-ατος, τό,
A practice, exercise, Pl.Phd. 67d, X.Cyr.8.1.43 (pl.), Critias 6.1; αἰσχρῶν ἔργων μ. E.Fr.910 (anap., nisi leg. μελέδημα) ; τὰ πρὸς πόλεμον μ. practice for... X.Eq.11.13.
2 μελετήματα φωνῆς grammatical examples, A.D.Synt.277.26.
German (Pape)
[Seite 122] τό, Uebung; αἰσχρῶν ἔργων, Eur. fr. inc. 101; τὰ πρὸς πόλεμον μ., Xen. re equ. 11, 13; τὰ ἐλευθέρια μ., Studien, Cyr. 8, 1, 43; Plat. Phaed. 67 d.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
étude, exercice pratique.
Étymologie: μελετάω.
Russian (Dvoretsky)
μελέτημα: ατος τό занятие, упражнение (τῶν φιλοσόφων Plat.; τὰ πρὸς πόλεμον μελετήματα Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
μελέτημα: τό, σπουδή, μελέτη, ἐξάσκησις, Πλάτ. Φαίδ. 67D, Ξεν. Κύρ. 8. 1, 43, Κριτίας 2. 1· αἰσχρῶν ἔργων Εὐρ. ἐν Ἀδήλ. 101· μ. πρός τι, ἄσκησις εἴς τι, Ξεν. Ἱππ. 11, 13.
Greek Monolingual
το (ΑM μελέτημα) μελετώ
νεοελλ.
1. το προϊόν της μελέτης, της σπουδής, η πραγματεία, η διατριβή («ιστορικά μελετήματα»)
2. το να αναφέρει κανείς κάποιον ή κάτι με το όνομά του, η αναφορά, η μνεία κάποιου («και το μελέτημά του, απλώς, μέ ενοχλεί»)
μσν.
σκέψη, στοχασμός
αρχ.
1. άσκηση, εξάσκηση, γύμνασμα
2. φρ. «μελετήματα φωνής» — γραμματικά παραδείγματα.
Middle Liddell
μελέτημα, ατος, τό, μελετάω
a practice, exercise, study, Plat., Xen.