περικρατής: Difference between revisions

From LSJ

τὰ σῦκα σῦκα, τὴν σκάφην δὲ σκάφην ὀνομάζειν → call a spade a spade | speak the truth | speak straight from the shoulder | give it straight from the shoulder | give the straight goods | not to mince matters | not to mince words | not mince words | call things by their right names | call a spade a spade and a shovel a shovel | call a shovel a shovel | call a spade a spade, not a big spoon

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=perikratis
|Transliteration C=perikratis
|Beta Code=perikrath/s
|Beta Code=perikrath/s
|Definition=ές, [[grasping]], [[tenacious]], γαμφηλαί Simm.1.11; [[having full command over]], π. γενέσθαι τῆς σκάφης <span class="bibl"><span class="title">Act.Ap.</span>27.16</span>, cf. Thd.<span class="title">Su.</span>39 ([[varia lectio|v.l.]]); cf. [[περικρεμής]].
|Definition=περικρατές, [[grasping]], [[tenacious]], γαμφηλαί Simm.1.11; [[having full command over]], π. γενέσθαι τῆς σκάφης ''Act.Ap.''27.16, cf. Thd.''Su.''39 ([[varia lectio|v.l.]]); cf. [[περικρεμής]].
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=περικρατής -ές &#91;[[περί]], [[κράτος]]] [[beheersend]], [[met gen]].
|elnltext=περικρατής -ές &#91;[[περί]], [[κράτος]]] [[beheersend]], [[met gen]].
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, Α·1. [[συνεκτικός]] («περικρατεῖς [[γαμφηλαί]]», Σιμμ.)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει απόλυτη [[εξουσία]] σε κάποιον, [[κυρίαρχος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>περικρατῶς</i> Α<br />με περικρατή τρόπο, με απόλυτη [[εξουσία]] σε κάποιον ή, κατ' άλλους, με [[εγκράτεια]], με [[σύνεση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κρατής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κράτος]]), [[πρβλ]]. [[εγκρατής]]].
|mltxt=-ές, Α·1. [[συνεκτικός]] («περικρατεῖς [[γαμφηλαί]]», Σιμμ.)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει απόλυτη [[εξουσία]] σε κάποιον, [[κυρίαρχος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>περικρατῶς</i> Α<br />με περικρατή τρόπο, με απόλυτη [[εξουσία]] σε κάποιον ή, κατ' άλλους, με [[εγκράτεια]], με [[σύνεση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κρατής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κράτος]]), [[πρβλ]]. [[εγκρατής]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 10:55, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περικρᾰτής Medium diacritics: περικρατής Low diacritics: περικρατής Capitals: ΠΕΡΙΚΡΑΤΗΣ
Transliteration A: perikratḗs Transliteration B: perikratēs Transliteration C: perikratis Beta Code: perikrath/s

English (LSJ)

περικρατές, grasping, tenacious, γαμφηλαί Simm.1.11; having full command over, π. γενέσθαι τῆς σκάφης Act.Ap.27.16, cf. Thd.Su.39 (v.l.); cf. περικρεμής.

German (Pape)

[Seite 581] ές, obsiegend, gewaltig, stark, Opp. Hal. 4, 540.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 qui commande souverainement à, gén.;
2 qui maîtrise gén..
Étymologie: περικρατέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περικρατής -ές [περί, κράτος] beheersend, met gen.

Russian (Dvoretsky)

περικρᾰτής: владеющий: π. γενέσθαι τῆς σκάφης NT удержать лодку.

English (Strong)

from περί and κράτος; strong all around, i.e. a master (manager): + come by.

English (Thayer)

περικρατες (κράτος), τίνος, having full power over a thing: (περικρατής γενέσθαι τῆς σκάφης, to secure), Susanna, 39; the Alex. manuscript; ecclesiastical writings.)

Greek Monolingual

-ές, Α·1. συνεκτικός («περικρατεῖς γαμφηλαί», Σιμμ.)
2. αυτός που έχει απόλυτη εξουσία σε κάποιον, κυρίαρχος.
επίρρ...
περικρατῶς Α
με περικρατή τρόπο, με απόλυτη εξουσία σε κάποιον ή, κατ' άλλους, με εγκράτεια, με σύνεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -κρατής (< κράτος), πρβλ. εγκρατής].

Greek Monotonic

περικρᾰτής: -ές (κράτος), αυτός που έχει πλήρη εξουσία πάνω σε κάτι, με γεν., σε Καινή Διαθήκη

Greek (Liddell-Scott)

περικρᾰτής: -ές, ὁ ἔχων πλήρη ἐξουσίαν ἢ κράτος ἐπί τινος, ἰσχύσαμεν μόλις ἐπικρατεῖς γενέσθαι τῆς σκάφης Πράξ. Ἀποστ. κζ΄, 16· τῶν ἡνίων, τῶν πονηρῶν βουλευμάτων Ἰω. Χρυσ. τ. 2, σ. 349, κτλ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρήσ. σ. 121.

Middle Liddell

περι-κρᾰτής, ές κράτος
having full command over a thing, c. gen., NTest.

Chinese

原文音譯:perikrat»j 胚里-克拉帖士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:四圍-握住
字義溯源:掌握著,控制,安全的,收住;由(περί / περαιτέρω)=周圍,關於)與(κράτος)*=權力)組成;其中 (περί / περαιτέρω)出自(πέραν)=那邊), (πέραν)又出自(πειράω)X*=穿過)
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編
1) 控制(1) 徒27:16