φορτίζω: Difference between revisions

m
Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος"
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ [[φορτίς]], -[[ίδος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με [[μπαταρία]]) [[ενισχύω]] το ηλεκτρικό [[φορτίο]], [[γεμίζω]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[προσδίδω]] ιδιαίτερο [[βάρος]], [[ένταση]], [[σημασία]] (α. «η [[αναφορά]] στο [[θέμα]] τών αγνοουμένων φόρτισε την [[ατμόσφαιρα]]» β. «φορτίζει τις φράσεις με έντονο [[πάθος]]»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[φορτώνω]], [[τοποθετώ]] [[φορτίο]] [[επάνω]] σε κάποιον ή σε [[κάτι]] (α. «φορτίσας τὸν ὄvov», Βάβρ.<br />β. «ὅτι φορτίζετε τοὺς ἀνθρώπους φορτία δυσβάστακτα», ΚΔ<br />γ. «οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι», ΚΔ).
|mltxt=ΝΜΑ [[φορτίς]], -ίδος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με [[μπαταρία]]) [[ενισχύω]] το ηλεκτρικό [[φορτίο]], [[γεμίζω]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[προσδίδω]] ιδιαίτερο [[βάρος]], [[ένταση]], [[σημασία]] (α. «η [[αναφορά]] στο [[θέμα]] τών αγνοουμένων φόρτισε την [[ατμόσφαιρα]]» β. «φορτίζει τις φράσεις με έντονο [[πάθος]]»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[φορτώνω]], [[τοποθετώ]] [[φορτίο]] [[επάνω]] σε κάποιον ή σε [[κάτι]] (α. «φορτίσας τὸν ὄvov», Βάβρ.<br />β. «ὅτι φορτίζετε τοὺς ἀνθρώπους φορτία δυσβάστακτα», ΚΔ<br />γ. «οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι», ΚΔ).
}}
}}
{{lsm
{{lsm