κωμικός: Difference between revisions
ὁ δὲ παράκλητος, τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον ὃ πέμψει ὁ πατὴρ ἐν τῷ ὀνόματί μου, ἐκεῖνος ὑμᾶς διδάξει πάντα καὶ ὑπομνήσει ὑμᾶς πάντα ἃ εἶπον ὑμῖν → but the Comforter, which is the Holy Ghost, whom the Father will send in my name, he shall teach you all things, and bring all things to your remembrance, whatsoever I have said unto you
m (LSJ1 replacement) |
lsj>Spiros mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=komikos | |Transliteration C=komikos | ||
|Beta Code=kwmiko/s | |Beta Code=kwmiko/s | ||
|Definition=κωμική, κωμικόν, ([[κῶμος]])<br><span class="bld">A</span> of or | |Definition=κωμική, κωμικόν, ([[κῶμος]])<br><span class="bld">A</span> [[of comedy]] or [[for comedy]], [[comic]], later form for [[κωμῳδικός]], κωμικὸς [[ὑποκριτής]] Aeschin.1.157; ποητάς ''SIG''711''L'' 15 (Delph., ii B.C.); κωμικὸς [[χορός]], κωμικὴ [[ὄρχησις]], Arist.''Pol.''1276b5, Demetr.Lac.''Herc.''1012.21; προσωπεῖον Luc.Bis Acc.33; ἱλαρῷ καὶ κ. προσώπῳ Id.''Cal.''24, cf. Plu.''Ant.''29.<br><span class="bld">II</span> Subst. [[κωμικός]], ὁ, [[comedian]], i.e. either [[comic actor]], Alex.98.13; or [[comic poet]], Plb.12.13.3, Phld.''Mus.''p.16 K. (pl.), Plu.2.62e, etc.; <b class="b3">ὁ κωμικὸς, κατ' ἐξοχήν</b>, = [[Aristophanes]], Luc.''Prom.Es''2, etc. Adv. [[κωμικῶς]] Ph.1.473, D.L.5.88. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1544.png Seite 1544]] komisch, die komische Dichtkunst betreffend, nach Art der komischen Dichter, witzig, spöttisch; [[δρᾶμα]], [[χορός]], [[ὄρχησις]], Poll. u. a. Sp.; [[ὑποκριτής]], Schauspieler der Comödie, Aesch. 1, 157, wie οἱ κωμικοί Alexis bei Ath. XIII, 568 b; [[χάρις]] Luc. musc. encom. 11; ἱλαρῷ καὶ κωμικῷ προσώπῳ Luc. calumn. 24; Plut. Anton. 29; ὁ [[κωμικός]], der komische Dichter, Pol. 12, 13, 3 u. Sp.; bei den Gramm. vorzugsweise Aristophanes. – Adv. κωμικῶς, komisch, Schol. Ar. Ach. 253, D. L. 5, 88. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1544.png Seite 1544]] [[komisch]], die komische Dichtkunst betreffend, nach Art der komischen Dichter, witzig, spöttisch; [[δρᾶμα]], [[χορός]], [[ὄρχησις]], Poll. u. a. Sp.; [[ὑποκριτής]], Schauspieler der Comödie, Aesch. 1, 157, wie οἱ κωμικοί Alexis bei Ath. XIII, 568 b; [[χάρις]] Luc. musc. encom. 11; ἱλαρῷ καὶ κωμικῷ προσώπῳ Luc. calumn. 24; Plut. Anton. 29; ὁ [[κωμικός]], der komische Dichter, Pol. 12, 13, 3 u. Sp.; bei den Gramm. vorzugsweise Aristophanes. – Adv. [[κωμικῶς]], [[komisch]], Schol. Ar. Ach. 253, D. L. 5, 88. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=κωμικός -ή -όν [κῶμος] komedie-:; ὑποκριτὴς κ. komediespeler Dem. 19.193; χορὸν... κωμικόν komediekoor Aristot. Pol. 1276b5; subst. ὁ κωμικός komediedichter; ὁ Κωμικός de comicus (Aristophanes); Luc. 71.2; τὸ κωμικόν de komische uitspraak. Plut. Pomp. 53.6. | |elnltext=κωμικός -ή -όν [κῶμος] [[komedie-]]:; ὑποκριτὴς κ. [[komediespeler]] Dem. 19.193; χορὸν... κωμικόν [[komediekoor]] Aristot. Pol. 1276b5; subst. ὁ κωμικός [[komediedichter]]; ὁ Κωμικός de [[comicus]] (Aristophanes); Luc. 71.2; [[τὸ κωμικόν]] = [[de komische uitspraak]]. Plut. Pomp. 53.6. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 11:01, 6 October 2024
English (LSJ)
κωμική, κωμικόν, (κῶμος)
A of comedy or for comedy, comic, later form for κωμῳδικός, κωμικὸς ὑποκριτής Aeschin.1.157; ποητάς SIG711L 15 (Delph., ii B.C.); κωμικὸς χορός, κωμικὴ ὄρχησις, Arist.Pol.1276b5, Demetr.Lac.Herc.1012.21; προσωπεῖον Luc.Bis Acc.33; ἱλαρῷ καὶ κ. προσώπῳ Id.Cal.24, cf. Plu.Ant.29.
II Subst. κωμικός, ὁ, comedian, i.e. either comic actor, Alex.98.13; or comic poet, Plb.12.13.3, Phld.Mus.p.16 K. (pl.), Plu.2.62e, etc.; ὁ κωμικὸς, κατ' ἐξοχήν, = Aristophanes, Luc.Prom.Es2, etc. Adv. κωμικῶς Ph.1.473, D.L.5.88.
German (Pape)
[Seite 1544] komisch, die komische Dichtkunst betreffend, nach Art der komischen Dichter, witzig, spöttisch; δρᾶμα, χορός, ὄρχησις, Poll. u. a. Sp.; ὑποκριτής, Schauspieler der Comödie, Aesch. 1, 157, wie οἱ κωμικοί Alexis bei Ath. XIII, 568 b; χάρις Luc. musc. encom. 11; ἱλαρῷ καὶ κωμικῷ προσώπῳ Luc. calumn. 24; Plut. Anton. 29; ὁ κωμικός, der komische Dichter, Pol. 12, 13, 3 u. Sp.; bei den Gramm. vorzugsweise Aristophanes. – Adv. κωμικῶς, komisch, Schol. Ar. Ach. 253, D. L. 5, 88.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui concerne la poésie comique ou les poètes comiques.
Étymologie: κῶμος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κωμικός -ή -όν [κῶμος] komedie-:; ὑποκριτὴς κ. komediespeler Dem. 19.193; χορὸν... κωμικόν komediekoor Aristot. Pol. 1276b5; subst. ὁ κωμικός komediedichter; ὁ Κωμικός de comicus (Aristophanes); Luc. 71.2; τὸ κωμικόν = de komische uitspraak. Plut. Pomp. 53.6.
Russian (Dvoretsky)
κωμικός: II ὁ
1 комический актер, комик Polyb.;
2 комедийный поэт, комедиограф Plut.;
3 Luc. = Ἀριστοφάνης.
комический, комедийный (χορός Arst.; προσωπεῖον Luc.).
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM κωμικός, -ή, -όν)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή προσιδιάζει σε κωμωδία ή σε ποιητή που έχει γράψει κωμωδίες (α. «χορόν... κωμικόν», Αριστοτ.
β. «Παρμένοντος τοῦ κωμικοῦ ὑποκριτοῦ», Αισχίν.)
2. ως ουσ. α) αυτός που υποδύεται σε θεατρικό έργο αστείο ρόλο
β) αυτός που γράφει κωμωδίες
νεοελλ.
1. αυτός που προκαλεί το γέλιο, αστείος, φαιδρός (α. «κωμικό πρόσωπο» β. «κωμικός ρόλος»)
2. το ουδ. ως ουσ. το κωμικό
παράσταση στην τέχνη ή κατάσταση στη ζωή που προκαλεί το γέλιο
3. φρ. «κωμική όπερα» — κατηγορία μουσικών-θεατρικών έργων με ανάλαφρο χαρακτήρα και ευτυχές τέλος, στην οποία εντάσσονται συνήθως η οπερέτα, η μουσική κωμωδία, η όπερα-μπούφα, η όπερα-μπαλάντα, η θαρθουέλα και η τοναδίγια
αρχ.
(το αρχ. ως ουσ.) ὁ κωμικός
ο Αριστοφάνης («ὡς ὁ κωμικὸς τὸν Κλέωνα», Λουκιαν.).
επίρρ...
κωμικώς και -ά (Α κωμικῶς)
με κωμικό τρόπο, αστεία
αρχ.
κατά τον τρόπο της κωμωδίας («τούτων τὰ μὲν κωμικῶς πέπλακε, τὰ δὲ τραγικῶς», Διογ. Α.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κώμος. Ο τ. χρησιμοποιήθηκε υστερογενώς αντί του τ. κωμῳδικός.
Greek Monotonic
κωμῐκός: -ή, -όν, Λατ. comicus = κωμῳδικός, σε Αισχίν.
Greek (Liddell-Scott)
κωμῐκός: -ή, -όν, (κῶμος), ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς κωμῳδίαν, Λατ. comicus, μεταγεν. τύπος ἀντὶ τοῦ κωμῳδικός, κωμ. ὑποκριτὴς Αἰσχίν. 22. 27· κ. χορὸς Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 3, 7· προσωπεῖον Λουκ. Δὶς Κατηγ. 33· ἱλαρῷ καὶ κ. προσώπῳ ὁ αὐτ. π. Διαβολ. 24, πρβλ. Πλουτ. Ἀντών. 29· ― ὡς οὐσιαστ. κωμικός, ὁ, δηλ. ἢ κωμικὸς ὑποκριτής, ἠθοποιός, Ἄλεξ ἐν «Ἰσοστασίῳ» 1. 13· ἢ κωμικὸς ποιητής, Πολύβ. 12. 13, 3, Πλούτ. 2. 62Ε, κτλ.· ὁ Ἀριστοφάνης ἐκαλεῖτο ὁ κατ’ ἐξοχὴν κωμικός, Γραμμ. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Φίλων 1. 473, Διογ. Λ. 5. 88.
Middle Liddell
κωμῐκός, ή, όν
Lat. comicus, = κωμῳδικός, Aeschin.