ἀτριβής: Difference between revisions

From LSJ

ὡς οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → since unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills

Source
(CSV import)
Tag: Reverted
m (Text replacement - "({{lxth\n.*\n}})\n\1" to "$1")
Tag: Manual revert
 
Line 36: Line 36:
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[pathless]]
|woodrun=[[pathless]]
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[non tritus]]'', [[untrodden]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:4.8.6/ 4.8.6], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:4.29.3/ 4.29.3].
}}
}}
{{lxth
{{lxth
|lthtxt=''[[non tritus]]'', [[untrodden]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:4.8.6/ 4.8.6], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:4.29.3/ 4.29.3].
|lthtxt=''[[non tritus]]'', [[untrodden]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:4.8.6/ 4.8.6], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:4.29.3/ 4.29.3].
}}
}}

Latest revision as of 14:58, 16 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀτριβής Medium diacritics: ἀτριβής Low diacritics: ατριβής Capitals: ΑΤΡΙΒΗΣ
Transliteration A: atribḗs Transliteration B: atribēs Transliteration C: atrivis Beta Code: a)tribh/s

English (LSJ)

ἀτριβές,
A not rubbed: hence,
1 of places, not traversed, pathless, Th.4.8,29, Ph.2.257, al.; of roads, not worn or not used, X.An.4.2.8, App.Hisp.62: generally, fresh, new, X.Mem.4.3.13, cf. Cyr.8.7.22 (v.l. ἀκριβής).
2 of the neck, not galled, Pl.Amat. 134b; ἀ. ζεύγλης Babr.37.1.
II not practised in, πολεμικῶν ἀγώνων D.H.3.52. Adv. ἀτριβῶς Poll.5.145.

Spanish (DGE)

(ἀτρῐβής) -ές
I 1de concr. no desgastado, no trillado de lugares que no tiene caminos (ἡ Σφακτηρία) ὑλώδης καὶ ἀ. ... ἦν Th.4.8, cf. 29, δύναμις ... δι' ὕλης ἀτριβοῦς διελθοῦσα D.H.6.4, διὰ τραχείας καὶ ἀτριβοῦς ἐρήμης Ph.2.107
de caminos no trillado, intransitable, malo κατὰ ἀτριβεῖς ὁδοὺς ἐπορεύοντο X.An.4.2.8, cf. D.H.7.10, Ph.1.294, Poll.3.96, App.Hisp.62
no hollado Σεύθης ... ἐπεὶ δ' ἀφίκετο εἰς χίονα ... ἐσκέψατο εἰ εἴη ἴχνη ἀνθρώπων ... ἐπεὶ δὲ ἀτριβῆ ἑώρα τὴν ὁδόν ... X.An.7.3.42
fig. inusitado ἀ. δὲ ὁ σχηματισμὸς τῆς μετοχῆς Sch.Er.Il.4.106.
2 c. gen. no desgastado por, fig. sin experiencia de, desacostumbrado a ἄνδρες οὔτε πολεμικῶν ἀγώνων ἀτριβεῖς D.H.3.52, δαμάλης ... ἀτριβὴς ζεύγλης Babr.37.1, abs. ἄνδρα ... ἀτριβῆ τὸν τράχηλον ἔχοντα un hombre de cuello delicado Pl.Amat.134b.
3 de abstr. no sujeto a desgaste o deterioro, intacto τὴν τῶν ὅλων τάξιν συνέχουσιν ἀτριβῆ καὶ ἀγήρατον καὶ ἀναμάρτητον X.Cyr.8.7.22, cf. Mem.4.3.13.
II adv. ἀτριβῶς = sin desgastarse Poll.5.145.

German (Pape)

[Seite 389] ές, 1) nicht abgerieben, τράχηλος (Plat.) Riv. 134 b; unbeschädigt, neben ἀκήρατος Xen. Cyr. 8, 7, 22, wo aber v.l. ἀκριβής; doch vgl. Mem. 4, 3, 13; ὁδός, unbetreten, dem φανερά entggstzt, An. 4, 2, 8 u. Sp.; so auch von einer Insel, Thuc. 4, 8. – 2) Sp. nicht bewandert, ungeübt worin, πολεμικῶν ἀγώνων Dion. Hal. 3, 52.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 non usé par le frottement ; non endommagé, intact;
2 non usé par la marche ; non frayé (chemin) ; νῆσος ἀτριβής THC île non traversée par des chemins.
Étymologie: , τρίβω.

Russian (Dvoretsky)

ἀτρῐβής:
1 ненатертый, не покрытый ссадинами (τράχηλος Plat.);
2 непроторенный, непротоптанный (ὁδός Xen.);
3 бездорожный, непроходимый (νῆσος Thuc.);
4 не испытавший бедствий, не пострадавший (ἀ. καὶ ἀγήρατος Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀτριβής: -ές, ὁ μὴ τριβείς, καὶ ἑπομένως: 1) ἐπὶ τόπων, ὃν δὲν διῆλθέ τις, ὁ ἄνευ τρίβου, ἄβατος, ἄνοδος, Θουκ. 4. 8, 29· ἐπὶ ὁδῶν, ἡ μὴ τετριμμένη, ἀπάτητος, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ φανερὰ ὁδός, Ξεν. Ἀν. 4. 2, 8· καθόλου, πρόσφατος, νέος, ἀμετα-χείριστος, Λατ. integer, ὁ αὐτ. Ἀπομν. 4. 3, 13. 2) ὁ μὴ ἐν κοινῇ χρήσει, ἐκλεκτός, σπάνιος. Εὐστ. Πονημάτ. 54. 5. 3) ὁ μὴ τριβεὶς ἐν ταῖς ἀσκήσεσιν, ἀτριβῆ τὸν τράχηλον ἔχοντα καὶ λεπτὸν ὑπὸ τῶν μεριμνῶν; Πλάτ. Ἀντερ. 134Β· ἀτρ. ζεύγλης Βαβρ. 37. ΙΙ. ὁ μὴ ἐντριβὴς ἔν τινι πράγματι, ἄπειρος, τινος Διον. Ἀλ. 3. 52. - Ἐπίρρ. -βῶς Πολυδ. Ε, 145.

Greek Monolingual

ἀτριβής, -ές (AM)
1. αυτός που δεν έχει υποστεί τριβή
2. (για τόπους) δίχως «τρίβον», αδιάβατος
3. (για δρόμους) αυτός που δεν χρησιμοποιείται πολύ, απάτητος
4. αμεταχείριστος, πρόσφατος
5. (για τον τράχηλο ζώου) που δεν φέρει ζυγό
6. μη εξασκημένος σε κάτι, αγύμναστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + -τριβής < τρίβώ].

Greek Monotonic

ἀτρῐβής: -ές (τρίβω), αυτός που δεν τρίβεται· για τόπους, άβατος, αδιάβατος, σε Θουκ.· λέγεται για δρόμους, μη πατημένος ή χρησιμοποιούμενος, σε Ξεν.· γενικά, πρόσφατος, νέος, Λατ. integer, στον ίδ.

Middle Liddell

τρίβω
not rubbed: of places, not traversed, pathless, Thuc.: of roads, not worn or used, Xen.: generally, fresh, new, Lat. integer, Xen.

English (Woodhouse)

pathless

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Lexicon Thucydideum

non tritus, untrodden, 4.8.6, 4.29.3.