άρτος
Greek Monolingual
ο (AM ἄρτος)
1. το ψωμί
2. φρ. α) «ο επιούσιος άρτος» — οι καθημερινές ανάγκες διατροφής
β) μτφ. «Ο Άρτος της ζωής» — ο Χριστός
μσν.- νεοελλ.
1. ο άρτος της Θείας Ευχαριστίας
2. ο άρτος που χρησιμοποιείται στην αρτοκλασία
3. το κομμάτι του άρτου που προσφέρεται στους πιστούς
αρχ.
συνήθως στον πληθ. το ψωμί από σιτάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβ. ετυμολ. Έχει υποστηριχτεί ότι ο τ. άρτος
είναι ουσιαστικοποιημένο ρηματικό επίθετο αρτός, που ανάγεται στη ρίζα αρ- του ρ. αραρίσκω. Με το ρ. αυτό συνδέεται ο τ. άρτος, μέσω της σημασίας «παρασκευάζω, ετοιμάζω» (για το ψωμί που έχει ζυμωθεί), αλλά και μέσω της κύριας σημασίας του ρ. «συνάπτω, προσαρμόζω» (για το ψωμί που έχει τοποθετηθεί στον φούρνο). Κατ' άλλους, ο τ. άρτος είναι δάνειο από ιραν. άrta «αλεύρι» (πρβλ. αβεστ. aša «αλεσμένος», νεώτ. περσ. άrδ «αλεύρι» (ΙΕ. ρίζα αl- «αλέθω», πρβλ. αλώ). Τέλος, η σύνδεση της λ. με βασκ. arto «ψωμί από αραβόσιτο» και ισπ. artal «είδος πίτας» οδήγησε στην υπόθεση ότι πρόκειται για λ. που ανάγεται σε προ-ινδοευρωπαϊκό γλωσσικό υπόστρωμα. Ο τ. άρτος, που χρησιμοποιείται προς δήλωση της πιο βασικής τροφής του ανθρώπου, μαρτυρείται από τους αρχαιοτάτους χρόνους, ενώ στη νέα Ελληνική έχει γενικά αντικατασταθεί από τη λ. ψωμί και η χρήση του ως απλού έχει περιοριστεί στην εκκλησιαστική ορολογία («καθαγιασμένος άρτος» — πρβλ. οίνος -κρασί).
ΠΑΡ. αρτίδιον
αρχ.
αρτίσκος.
ΣΥΝΘ. αρτοποιός
αρχ.
αρτοκόπος, αρτολάγανον, αρτόμελι, αρτόπωλις, αρτοσιτώ, αρτοστροφώ, αρτοτροφία, αρτοφαγώ
μσν.
αρτοδαισία, αρτοδότης, αρτόκλασμα, αρτουργός
μσν.- νεοελλ.
αρτοκλασία
νεοελλ.
αρτεργάτης, αρτοβιομηχανία, αρτοπλασία, αρτοσφραγίδα, αρτόψωμα].