πλησιάζω

From LSJ
Revision as of 01:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλησιάζω Medium diacritics: πλησιάζω Low diacritics: πλησιάζω Capitals: ΠΛΗΣΙΑΖΩ
Transliteration A: plēsiázō Transliteration B: plēsiazō Transliteration C: plisiazo Beta Code: plhsia/zw

English (LSJ)

Dor. πλᾱτιάζω Archyt. ap. Stob.1.41.2: pf.

   A πεπλησίακα Isoc.3.36, Pl.Tht.144a: (πλησίος):—bring near, [ἵππον] ὄψεσι, ψόφοις, X.Eq.2.5; ναῦν λιμένι Sch.Ar.Ra.271:—Pass., come near, approach, τινι E.El.634.    II intr., abs., to be near, S.OT91: c. dat., draw near to, approach, τῷ πάθει, τοῖς πολεμίοις, X.Cyr.7.3.16, An.4.6.6.al. (rarely c. gen., τῶν ἄκρων Id.Cyr.3.2.8: abs., τὸ πλησιάζον ὀστοῦν Gal.18 (1).304); ἀλλήλοις Pl.Phd.97a; π. τόποις Amphis4; π. τῷ γενειάσκειν Pl.Smp.181d; ἀρχαῖς π. enter on a career of public office, Thphr.Char. 26.3; so π. πρὸς τὴν πολιτείαν, = accedere ad rem publicam, Luc.Anach. 21.    2 c. dat. pers., consort, associate with, τῷδε τἀνδρί S.OT 1136, cf. Pl.La.197d, Tht.143d, 144a, al., Isoc.2.4; οἱ πλησιάζοντες a man's followers or disciples, Id.15.175, cf. 1.30; οἱ ἐμοὶ πεπλησιακότες Lib.Ep.750.1; π. τινὶ ἐπὶ σοφίᾳ, διὰ φιλοσοφίαν, Luc.Herm.80, Plu.Dem.2; also π. παιδεύσει Pl.R.496a.    3 c. dat. pers., have sexual intercourse with . ., D.40.8, Hyp.Lyc.3, Plu.2.769a: metaph., Pl.R.490b; οὐδενὶ σώματι πεπλησιακώς Isoc.3.36; of animals, whether of the male, Arist.HA546a26, 578b12; or the female, ib. 584b23, GA727b25; or both sexes, Id.HA539b21, al.    III Gramm., indicate proximity, A.D.Pron.21.11.

German (Pape)

[Seite 635] sich nähern, hinzugehen, τινί, Soph. O. R. 1136; auch im pass., πῶς ἂν αὐτῷ πλησιασθείην, Eur. El. 634 (wozu man Xen. de re equ. 2, 5 παντοδαποῖς ψόφοις πλησιάζειν als Transit. ziehen kann, wenn man ἵππον ergänzt); τοῦτο δὲ πλησιάζει τῷ γενειάσκειν, Plat. Conv. 181 d; seltener τινός, Xen. Cyr. 3, 2, 8; πρός τινα, Luc. Anach. 21. – Nahe sein, Soph. O. R. 91; stets oder gewöhnlich nahe bei Einem sein, ihm anhangen, sein Anhänger, Schüler, Freund sein, mit ihm umgehen, ὁ Δάμων τῷ Προδίκῳ πολλὰ πλησιάζει, Plat. Lach. 197 d; ἐρῶντι, Phaedr. 255 a; πάνυ πολλοῖς πεπλησίακα, Theaet. 144 a; οἱ πλησιάζοντες, die Anhänger, Xen. Mem. 4, 4, 25, Schüler; Isocr. oft, vgl. 15, 162. 186; auch γυναικί, Is. 3, 10, Dem. u. A., wie Plut. Thes. 19, einem Weibe beiwohnen; auch von der Päderastie, D. L. 2, 100. – Sp. haben auch öfter das med.

Greek (Liddell-Scott)

πλησιάζω: Δωρ. πλᾱτιάζω Ἀρχύτ. ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 712· μέλλ. -άσω· πρκμ. πεπλησίακα Ἰσοκρ. 34C, Πλάτ. Θεαίτ. 144Α· (πλησίος). Ἄγω πλησίον, δι’ ὄχλου διάγειν (ἵππον) καὶ παντοδαπαῖς ὄψεσι πλησιάζειν Ξεν. Ἱππ. 2. 5. ― Παθ., ἔρχομαι πλησίον, πῶς οὖν ἂν αὐτῷ πλησιασθείην ποτέ; Εὐρ. Ἠλ. 634. ΙΙ. ἀμεταβ., ἐπὶ τῆς σημασ. τοῦ παθ., ἀπολ., εἶμαι πλησίον, πλησιαζόντων = πλησίων ὄντων, Σοφ. Ο. Τ. 91· ― μετὰ δοτ., ἔρχομαι πλησίον τινός, πλησιάζω, Ξεν. Κύρ. 7. 3, 17, Ἀν. 4. 6, 6, κ. ἀλλ. (σπανίως μετὰ δοτ., Κύρ. 3. 2, 8)· πλησιάζω τινὶ Ἄμφις ἐν «Ἀμπελουργῷ» 2· πλ. τῷ γενειάσκειν Πλάτ. Συμπ. 181D· πλ. πρὸς τὴν πολιτείαν, accedere ad remp., Λουκ. Ἀνάχ. 21. 2) μετὰ δοτ. προσ., ἀνταμώνω, Λατ. fami iariter uti, ἐπλησίαζον τῷδε τἀνδρί, τὸν ἄνδρα τοῦτον τὸν ἀντάμωνα συχνὰ (καὶ ἔβοσκον τὸ ποίμνιόν μου μετ’ αὐτοῦ), Σοφ. Ο. Τ. 1136, πρβλ. Πλάτ. Λάχ. 197D, Θεαίτ. 143D, 144Α, κ. ἀλλ.· οἱ πλησιάζοντες, οἱ ὀπαδοὶ ἢ μαθηταί τινος, Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. § 187, πρβλ. σ. 8D· πλ. τινὶ ἐπὶ σοφίᾳ, διὰ φιλοσοφίαν Λουκ. Ἑρμότ. 80, Πλουτ. Δημοσθ. 2· ― ὡσαύτως, πλ. φιλοσοφίᾳ, λόγοις Πλάτ. Πολ. 490Α, Ἰσοκρ. 15C. 3) πλ. γυναικί, ὡς τὸ πελάζω, ὡς καὶ νῦν, συνευρίσκομαι μετὰ γυναικός, συνουσιάζομαι, Δημ. 1010. 15 κτλ., πρβλ. Πλάτ. Πολ. 490Β· οὐδενὶ σώματι πεπλησιακὼς Ἰσοκρ. 34C· ― ἐπὶ ζῴων, εἴτε ἐπὶ τοῦ ἄρρενος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 14, 23., 6. 29, 2, εἴτε ἐπὶ τοῦ θήλεος, αὐτόθι 7. 4, 13, π. Ζ. Γεν. 1. 19, 22· ἢ ἐπὶ ἀμφοτέρων τῶν γενῶν, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 2, 2, κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

f. πλησιάσω, ao. ἐπλησίασα, pf. πεπλησίακα;
Pass. seul. ao. ἐπλησιάσθην;
I. être proche;
II. s’approcher : τινί, rar. τινός, de qqn ; particul. :
1 avoir commerce avec, τινι;
2 vivre dans l’intimité de, être l’ami ou le compagnon de ; être le disciple ou l’auditeur de;
3 avoir accès à : πρὸς τὴν πολιτείαν LUC parvenir ou prendre part au gouvernement;
III. tr. faire approcher ; Pass. s’approcher de, τινι.
Étymologie: πλησίος.

Greek Monolingual

ΝΜΑ και δωρ. τ. πλατιάζω πλησίος
1. φέρνω κάτι κοντά σε κάτι άλλο, προσεγγίζωπλησιάζω το χέρι μου στη φωτιά»)
2. έρχομαι κοντά, σιμώνω, ζυγώνω
3. είμαι, βρίσκομαι κοντά
4. συνευρίσκομαι, συνουσιάζομαι (α. «αυτός δεν πλησιάζει γυναίκα» β. «τῇ Πηνελόπῃ πλησιάζειν μὴ δυνάμενοι ταῑς ταύτης ἐμίγνυντο θεραπαίναις», Πλούτ.)
5. μτφ. α) είμαι πάντοτε ή συνήθως κοντά σε κάποιον, είμαι οπαδός του
β) βρίσκομαι σε επαφή, σε σχέση με κάποιον, τον συναναστρέφομαι («δεν πλησιάζει κανέναν»)
νεοελλ.
1. (σχετικά με χρόνο ή με πράγματα που συμβαίνουν στον χρόνο) (συν. τριτοπρόσ.) βρίσκομαι κοντά, δεν απέχω πολύ χρονικώς, κοντεύω («πλησιάζει η άνοιξη»)
2. (σχετικά με χρώματα) είμαι παραπλήσιος, προσομοιάζω («το χρώμα του φουστανιού μου πλησιάζει προς το γκρι»)
αρχ.
1. ανταμώνω, συναντώ
2. (για ζώα) οχεύω, βατεύω
4. γραμμ. δηλώνω προσέγγιση
6. (το αρσ. πληθ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) οἱ πλησιάζοντες
α) οι οπαδοί
β) οι μαθητές.

Greek Monotonic

πλησιάζω: μέλ. -άσω, παρακ. πεπλησίᾰκα· (πλησίος
I. φέρνω κοντά, τινά τινι, σε Ξεν. — Παθ., έρχομαι κοντά, πλησιάζω, τινί, σε Ευρ.
II. 1. αμτβ. με Παθ. σημασία, απόλ., είμαι κοντά, σε Σοφ.· οδηγώ κοντά σε, πλησιάζω, με δοτ., σε Ξεν.· σπανίως με γεν., στον ίδ.
2. με δοτ. προσ., είμαι πάντοτε δίπλα, συναναστρέφομαι ή συσχετίζομαι, τῷ ἀνδρί, σε Σοφ.· γυναικί, σε Δημ.