μεθέλκω

From LSJ
Revision as of 04:10, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art

Menander, Monostichoi, 478
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεθέλκω Medium diacritics: μεθέλκω Low diacritics: μεθέλκω Capitals: ΜΕΘΕΛΚΩ
Transliteration A: methélkō Transliteration B: methelkō Transliteration C: methelko Beta Code: meqe/lkw

English (LSJ)

   A draw to the side, ἡνίας APl.5.384,386; divert, τινὰ ἀπό τινος Ph.2.224:—Pass., ὑπό τινος Id.1.387; of cupping instruments, -έσθωσαν βιαίως ἄνω τε καὶ κάτω Orib.Fr.74.

German (Pape)

[Seite 111] (s. ἕλκω), weg-, hinüberziehen, anderswohin, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μεθέλκω: ἕλκω πρὸς τὸ ἕτερον μέρος, ἡνίας Ἀνθ. Πλαν. 384, 386. - Παθ., Φίλων 1. 387.

French (Bailly abrégé)

tirer en arrière, ramener en tirant, retirer.
Étymologie: μετά, ἕλκω.

Greek Monolingual

μεθέλκω (ΑM Α και μεθελκύω)
1. έλκω, σύρω ή τραβώ κάτι προς το άλλο μέρος, διευθύνω κάτι εδώ και εκεί, εκτρέπω, παρεκτρέπω, περισπώ
2. σύρω ή τραβώ κάτι προς το μέρος μου, ιδιοποιούμαι, οικειοποιούμαι κάτι
μσν.
1. τραβώ την προσοχή, προσελκύω («τῶν ὀφθαλμῶν ὡς ῥόδον τε τὴν ὄσφρησιν μεθέλκει (ενν. τὸ πρόσωπον τῆς κόρης)», Διγεν.)
2. (σχετικά με σχοινί ή χορδή) χαλαρώνω
αρχ.
1. τέρπω, διασκεδάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + ἕλκω (πρβλ. παρ-έλκω, προσ-έλκω)].

Greek Monotonic

μεθέλκω: οδηγώ, τραβώ προς την άλλη πλευρά, ἡνίας, σε Ανθ.

Middle Liddell


to draw to the other side, ἡνίας Anth.