ἔτειος
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
α, ον (ος, ον E.Fr.330 (s.v.l.)), (ἔτος)
A yearly, annual, ἄεθλα Pi.I.4(3).67 ; δασμός E.Rh.435 ; of the year, ὧραι Thphr.Od. 68 ; μεταλλαγαί E.Fr.330 (prob.) ; ἐτεία, ἡ, yearly board of officials or the term of such a board, SIG559.45 (Magn. Mae., iii B. C., but Arc.): neut. pl. ἔτεια, as Adv., Lyc.721. 2 lasting a year, φρουρά A.Ag.2. II of one year, yearling, X.Cyn.5.14 ; βρέφος Poll.2.8.
German (Pape)
[Seite 1047] jährlich, ein Jahr lang; ἀέθλων Pind. I. 3, 85; φρουρᾶς ἐτείας μῆκος Aesch. Ag. 2; ἔτειον δασμὸν φέρειν Eur. Rhes. 435; selten in Prosa, von Hafen, Xen. Cyn. 5, 14; βρέφος Poll. 2, 8; – ἔτεια, adv., Lycophr. 721.
Greek (Liddell-Scott)
ἔτειος: -α, -ον, (ἔτος) ἐτήσιος, ἀπὸ ἔτους εἰς ἔτος, Λατ. annuus, ἄεθλα Πινδ. Ι. 4. 114· φρουρὰ Αἰσχύλ. Ἀγ. 2· δασμὸς Εὐριπ. Ρῆσ. 435· πρβλ. ἐπέτειος: - ἔτεια ὡς ἐπίρρ., Λυκόφρ. 721. ΙΙ. ἑνὸς ἔτους, Ξεν. Κύρ. 5. 14, πρβλ. Valck Diatr. σ. 6.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
annuel, de chaque année.
Étymologie: ἐτεός.
English (Slater)
ἔτειος
1 yearly καὶ δεύτερον ἆμαρ ἐτείων τέρμ' ἀέθλων γίνεται (I. 4.67)
Greek Monolingual
ἔτειος, -εία, -ον και -ος, -ον (Α)
1. ετήσιος, αυτός που γίνεται ή συμβαίνει κάθε χρόνο ή μια φορά τον χρόνο (α. «ἔτεια ἄεθλα» β. «ἔτειος δασμός»)
2. ετήσιος, αυτός που διαρκεί ένα έτος («φρουρᾱς ἐτείας μῆκος», Αισχύλ.)
3. ηλικίας ενός έτους («βρέφος έτειον»)
4. αυτός που ανήκει στο έτος ή συμπεριλαμβάνεται σε αυτό (α. «ἔτειοι Ὧραι» β. «ἔτειαι μεταλλαγαί»)
4. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἐτεία
α) συμβούλιο αξιωματούχων με ετήσια θητεία
β) η θητεία του συμβουλίου
5. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ἔτεια
κατά τη διάρκεια της θητείας του συμβουλίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετεσ- (θ. του έτος) -ιος (πρβλ. κήδειος < κήδος, έλειος < έλος). Από τη φράση επ' έτος προήλθε το «σύνθετο εκ συναρπαγής» επέτειος].
Greek Monotonic
ἔτειος: -α, -ον (ἔτος),
I. ετήσιος, από έτος σε έτος, Λατ. annuus, σε Αισχύλ., Ευρ.
II. ο ενός έτους, μονοετής, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἔτειος: 1) годичный, ежегодный (ἄεθλα Pind.; δασμός Eur.);
2) длящийся год, годовой (φρουρά Aesch.);
3) годовалый (λάγιον Xen.).