ἐπικωλύω
Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.
English (LSJ)
A hinder, check, ἀλλήλους X.Oec.8.4; τίς . . μ' οὑπικωλύσων τάδε; S.Ph.1242; τὸ ἔργον IG7.3073.35 (Lebad.); τὸν ἐργώνην ib.45: abs., to be a hindrance, Th.6.17:—Pass., PPetr.3p.109 (iii B.C.), etc.
German (Pape)
[Seite 955] verhindern, hinderlich sein, τίς ἔσται μ' ὁὐπικωλύσων τάδε; Soph. Phil. 1226, wer wird mich daran verhindern? τὰ ἐνθάδε οὐκ ἐπικωλύσει Thuc. 6, 17. Vgl. noch das Vorige.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπικωλύω: μέλλ. -ύσω ῡ, κωλύω, παρεμβάλλω ἐμπόδιον, Θουκ. 6. 17· ἀλλήλους Ξεν. Οἰκ. 8, 4· κωλύω εἴς τι, τίς ἔσται μ’οὑπικωλύσων τάδε; Σοφ. Φ. 1242.
French (Bailly abrégé)
empêcher : τινά τι qqn de faire qch.
Étymologie: ἐπί, κωλύω.
Greek Monolingual
ἐπικωλύω (Α) κωλύω
παρεμποδίζω, παρεμβάλλω εμπόδια.
Greek Monotonic
ἐπικωλύω: μέλ. -ύσω [ῡ], εμποδίζω, κωλύω, αναχαιτίζω, ανακόπτω, σε Σοφ., Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπικωλύω: мешать, препятствовать: τὰ ἐνθάδε οὐκ ἐπικωλύσει Thuc. здешние (т. е. греческие) дела не послужат препятствием; ἐ. ἀλλήλους Xen. мешать друг другу; τίς ἔσται μ᾽ οὑπικωλύσων (= ὁ ἐπικωλύσων με) τάδε; Soph. кто помешает мне в этом?