ἰξός

From LSJ
Revision as of 02:04, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσίαpassionate friendship between males

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰξός Medium diacritics: ἰξός Low diacritics: ιξός Capitals: ΙΞΟΣ
Transliteration A: ixós Transliteration B: ixos Transliteration C: iksos Beta Code: i)co/s

English (LSJ)

ὁ,

   A oak-mistletoe, Hozanthus europaeus, Arist.GA715b30, Dsc. 3.89.    2 mistletoe-berry, Thphr.CP2.17.8.    II birdlime prepared from the mistletoe-berry, E.Cyc.433; θηρευτὴς ἰ. AP5.99.    b oak-gum, used for the same purpose, Ath.10.451d, cf. Plu.Cor.3, Philox. ap. Gal.13.742.    c any sticky substance, Hp.Mul.1.74, IG 12.314.42 (ἱ-), 22.1673.63.    2 metaph., ἰ. ὀμμάτων of one who causes the eyes to be fixed upon him, Tim.Com.2; ἐκφυγὼν τὸν ἰ. τὸν ἐν πράγματι Luc.Hist.Conscr.57; καθάπερ ἰξῷ τινι προσέχεται τοῖς τοιούτοις ἡ ψυχή Id.Cat.14.    b skinflint, miser, Ar.Fr.718. (Prob. ϝιξός, cf. Lat. viscum, viscus.)

German (Pape)

[Seite 1255] ὁ (vielleicht mit ἴσχω verwandt, das Festhaltende, od. mit κισσός), die Mistel, eine Schmarotzerpflanze, auch die Beeren derselben u. der daraus bereitete Vogelleim; ὥςπερ πρὸς ἰξῷ τῇ κύλικι λελημμένος Eur. Cycl. 432; θήρας ὄργανον φέρουσα τὸν ἰξόν Plut. Coriol. 3. – Uebertr., ein schmutzig geiziger Mensch, gleichsam klebrig, B. A. 43, mit einem frg. des Ar. belegt, vgl. Lob. zu Phryn. p. 399.

Greek (Liddell-Scott)

ἰξός: ὁ, Λατ. viscum, παρασιτικόν τι φυτὸν φυόμενον κυρίως ἐπὶ τῆς δρυὸς καὶ ἔχον φύλλα ὅμοια πρὸς τὰ τῆς πύξου, φύεται δὲ καὶ ἐπὶ ἄλλων δένδρων, ὡς τῆς μηλέας καὶ τῆς ἀπίου· εὑρίσκεται δὲ καὶ πρὸς τὰς ῥίζας θάμνων τινῶν, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 1, 11, Διοσκ. 3. 93 (103). ΙΙ. ὁ καρπὸς αὐτοῦ, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 17, 8. ΙΙΙ. ἡ κόλλα ἢ κολλητικὴ ὕλη ἡ ἐκ τοῦ καρποῦ παρασκευαζόμενη, Λατ. viscum, Εὐρ. Κύκλ. 433, Πλουτ. Κορ. 3· «Ἴων δ’ ἐν Φοίνικι ἢ Καινεῖ δρυὸς ἱδρῶτα εἴρηκε τὸν ἰξὸν» Ἀθήν. 451D: ― πᾶσα κολλώδης οὐσία, Ἱππ. 621. 13. 2) μεταφ. ἰξὸς ὀμμάτων, ὁ ἑλκύων τὴν ἀτενῆ προσοχὴν τῶν ὀφθαλμῶν τῶν ἄλλων, Τιμόθ. ἐν Ἀδήλ. 1· ἐκφυγὼν τὸν ἐν πράγματι Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 57· καθάπερ ἰξῷ τινι προσέχεται τοῖς τοιούτοις ἡ ψυχὴ ὁ αὐτ. ἐν Κατάπλ. 14. β) ὡς τὸ γλίσχρος, φειδωλός, φιλάργυρος, «σφιχτός», Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 620· ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύν. 399. (Κατ’ ἀρχὰς φαίνεται ὅτι ἦτο ϝιξός, πρβλ. Λατ. viscum, viscus.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 gui, plante;
2 glu préparée avec la baie du gui ; appât ou piège à la glu ; fig. ἐκφυγὼν τὸν ἰξὸν τὸν ἐν πράγματι LUC ayant évité le piège tendu pour empêcher l’affaire.
Étymologie: cf. lat. viscum.

Greek Monolingual

και οξός, ο (ΑΜ ἰξός)
1. το παρασιτικό φυτό viscum album που ζει πάνω στη βαλανιδιά και σε άλλα δέντρα, κν. γκυ
2. κολλώδης ουσία που λαμβάνεται από το φυτό αυτό και χρησιμοποιείται για την κατασκευή ιξοβεργών («θήρας ὄργανον φέρουσα τὸν ἰξόν», Πλούτ.)
νεοελλ.
κοινή ονομασία ορισμένων φυτών που παράγουν κολλώδη ουσία
μσν.
παγίδα, δόλωμα
αρχ.
1. κάθε κολλώδης ουσία
2. το δόλωμα, η σαγήνη, το μέσο με το οποίο σαγηνεύεται κάποιοςἰξός ὀμμάτων», Λουκιαν.)
3. φιλάργυρος, φειδωλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιο αν πρόκειται για ΙΕ προελεύσεως λ. Εικάζεται συγγένεια με το λατ. viscum «ιξός», το αρχ. άνω γερμ. wihsela «βύσσινο» και το ρωσ. višnja «κεράσι».
ΠΑΡ. ιξεύω, ιξία, ιξώδης
αρχ.
ιξίνη
(αρχ. -μσν.) ιξώ
μσν.
ιξίον νεοελλ. ιξερός.
ΣΥΝΘ. ιξοβόρος, ιξοφόρος
αρχ.
ιξοβόλος, ιξοβολώ, ιξοειδής, ιξοεργός, ιξοποιώ, ιξοφάγος, ιξοφορεύς
μσν.
ιξόμελι
νεοελλ.
ιξόβεργα].

Greek Monotonic

ἰξός:I. ιξός, γκυ, Λατ. viscum, παρασιτικό φυτό που φυτρώνει κυρίως στη βελανιδιά, αλλά και σε άλλα δέντρα (μηλιά, αχλαδιά), σε Αριστ.
II. 1. κόλλα που παρασκευάζεται από τον καρπό του φυτού ιξός, σε Ευρ.
2. μεταφ., ἐκφυγὼν τὸν ἰξὸν τὸν ἐν πράγματι, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἰξός:1) бот. омела (Viscum album, по друг. - Loranthus europaeus) Arst., Plut.;
2) птичий клей (из ягод омелы): ὥσπερ πρὸς ἰξῷ τῇ κύλικι λελημμένος Eur. (Полифем), словно (птица) к клею, припавший к чаше;
3) западня, ловушка (τὸν ἰξὸν ἐκφυγεῖν Luc.);
4) скупец, скаред Arph.;
5) варикозное вздутие вены (ἰξῶν μεγάλων ἀνάπλεως ἄμφω τὰ σκέλη γεγονώς Plut.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: mistletoe, m. -berry, the bird-lime prepared from it, metaph. of all kinds of sticky stufs (Hp., E., Ar., Arist., Thphr.).
Compounds: As 1. member e. g. in ἰξο-βόρος name of thrush, Turdus viscivorus (Arist.).
Derivatives: ἰξία misteltoe (derived from ἰξός = bitd-lime?; cf. Strömberg Theophrastea 114), also name of a thistle, χαμαιλέων λευκός, Atractylis gummifera (in this meaning also ἰξίνη [Thphr., Strömberg 86]), name of a disease, varicose vein, cf. Scheller Oxytonierung 42 (Arist., Thphr.); ἰξίας m. a thistle, χαμαιλέων μέλας, Cardopatium corymbiferum (Dsc.) with ἰξιόεις made of ἰξίας (Nic.); ἰξίον leaf of the χαμαιλέων λευκός (Gal.); ἰξώδης lime-like, sticky (Hp., Luc.). Denomin.: 1. ἰξεύω catch with bird-lime (Artem., Poll.); from there ἰξευτής birdcatcher (LXX, Bion) with ἰξευτικός, also ἰξευτήρ (Man.), f. -εύτρια (Plu.; Τύχη ἰξεύτρια = Fortuna viscata); 2. ἰξόομαι be smeared with bird-lime (Thphr.).
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Eur.
Etymology: Old cultural word identical with synonymous Lat. viscum (viscus). One considers Germanic and Slavic names for cherry (as used for preparing bird-lime), e. g. OHG wīhsela morello, Russ. etc. víšnja cherry. Details in Bq, WP. 1, 313, W.-Hofmann s. viscum, Vasmer Russ. et. Wb. s. víšnja. DELG asks whether the word is IE.