ἱερομηνία

From LSJ
Revision as of 16:30, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱερομηνία Medium diacritics: ἱερομηνία Low diacritics: ιερομηνία Capitals: ΙΕΡΟΜΗΝΙΑ
Transliteration A: hieromēnía Transliteration B: hieromēnia Transliteration C: ierominia Beta Code: i(eromhvi/a

English (LSJ)

ἡ, (μήν)

   A sacred month, during which the great festivals were held and hostilities suspended, ἱ. Νεμεάς, of the Nemean games, Pi.N.3.2; ἱ. ἁ Πυθιάς IG22.1126.44 (Amphict.); ἐν σπονδαῖς καὶ προσέτι ἱερομηνία Th.3.56; ἐν σπονδαῖς καὶ ἱερομηνίαις ib.65 (s. v.l.); ἱ. ἄγειν D.24.29: in pl., sacrifices offered during the sacred month, IG11(2).154.11 (Delos, iii B.C.); = Lat. supplicatio, App.BC5.130: pl., D.C.39.53 (ἱερο-μήνια, τά, of the Κάρνεια (q.v.), is prob. f.l. in Th.5.54).

German (Pape)

[Seite 1241] ἡ, eigtl. der heilige Monat, wie nach Schol. Pind. N. 3, 2 in Athen der Monat Δημητριών hieß, od. der heilige Mond (μήνη); ein Fest-, Feiertag, Hesych. ἑορτάσιμος ἡμέρα, Harpocr. αἱ ἑορτάδες ἡμέραι, Νεμεάς, das nemeische Fest, Pind. N. 3, 2; ἱερομηνίαν ἄγειν Dem. 24, 20; ἱερομηνίας οὔσης 21, 34, von der Festzeit der Dionysien, öfter; ἐν σπονδαῖς καὶ ἱερομηνίαις Thuc. 3, 65, vgl. 56; Sp., wie Hdn. 1, 16, 5, τὴν τοῦ ἔτους ἀρχὴν ἱερομηνίαν ἄγουσι. – Auch τὰ

Greek (Liddell-Scott)

ἱερομηνία: ἡ, (μήν, μήνη) ἡ ἱερὰ περίοδος τοῦ μηνός, αἱ ἡμέραι καθ’ ἃς ἐγίνοντο αἱ μεγάλαι ἑορταὶ καὶ αἱ ἐχθροπραξίαι διεκόπτοντο, ἱερομηνία Νεμέας, ἐπὶ τῶν ἐν Νεμέᾳ ἀγώνων, Πινδ. Ν. 3. 4· ἱ. ἁ Πυθιὰς Ἐπιγρ. Δελφ. ἐν τῇ Σύλλ. Ἐπιγρ. 1688. 44· ἐν σπονδαὶς καὶ προσέτι ἱερομηνία Θουκ. 3. 56· ἐν σπονδαῖς καὶ ἱερομηνίαις αὐτόθι 65· ἱερ. ἄγειν Δημ. 710. 1· ὡσαύτως ἱερομήνια, τά, ἡ ἑορτὴ τῶν Καρνείων ἐν Σπάρτῃ, Θουκ. 5. 54. ― Κατὰ Σουΐδ.: «ἱερὰ ἑορτὴ κατὰ μῆνα» καὶ «ἱερομηνίαι. αἱ ἑορτώδεις ἡμέραι ἱερομηνίαι καλοῦνται». ― Πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λέξ., Ἁρποκρ., Σχόλ. εἰς Πινδ. Ν. 3. 1, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
fête de chaque mois, jour de fête en gén.
Étymologie: ἱερός, μήν².

English (Slater)

ῐερομηνία
   1 sacred month ἐν ἱερομηνίᾳ Νεμεάδι (οἱ δὲ ἱερὸν μῆνα καθόλου λέγουσι κεκλῆσαι, ἐν ᾧ τὰ Νέμεα ἄγεται. Σ.) (N. 3.2)

Greek Monolingual

ἱερομηνία, ἡ (Α)
1. ιερός μήνας κατά τον οποίο τελούνταν μεγάλες εορτές στην Ελλάδα και κατά τη διάρκεια του οποίου διακόπτονταν οι εχθροπραξίες
2. στον πληθ. αἱ ἱερομηνίαι
οι θυσίες που προσφέρονταν κατά τη διάρκεια αυτού του μήνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)- + μήνη (< μην, μηνός), πρβλ. νου-μηνία].

Greek Monotonic

ἱερομηνία: ἡ (μήν, μήνη), ιερή περίοδος του μήνα, κατά την οποία διεξάγονταν μεγάλες γιορτές και έπαυαν οι εχθροπραξίες· ἱερομηνία Νεμέας, λέγεται για τους αγώνες της Νεμέας, σε Πίνδ., Θουκ.· ἱερομήνια, τά, λέγεται για τη γιορτή των Καρνείων στη Σπάρτη, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἱερομηνία: ἡ иеромения, священные дни месяца, иногда священный месяц, месячный праздник, праздничная пора (на время которой прекращались даже враждебные действия между греческими государствами) (ἱερομηνίας οὔσης Dem.): ἱ. Νεμεάς Pind. Немейская иеромения; ἐν σπονδαῖς καὶ προσέτι ἱερομηνίᾳ Thuc. во время мира, да еще во время иеромении.

Middle Liddell

ἱερο-μηνία, ἡ, [μήν, μήνη
the holy time of the month, during which the great festivals were held and hostilities suspended, ἱερ. Νεμέας, of the Nemean games, Pind., Thuc.