βρύκω
ἐξ ὀνύχων λέοντα τεκμαίρεσθαι → judge by the claws, judge by a slight but characteristic mark, small traits give the clue to the character of a person, deduce something from a small indication, identify a lion from its claws
English (LSJ)
or βρύχω [ῡ] (the former Att. acc. to Moer. and Ammon.; the distn. βρύκω
A bite, βρύχω gnash does not hold good), mostly pres.: fut. βρύξω Hp.Mul.1.2, Lyc.678: aor. ἔβρυξα Hp. Epid.5.86, Nic.Th.207, al., AP7.624 (Diod.), (ἐπ-) Archipp.35: aor. 2 ἔβρῠχε AP9.252 (late, perh. impf.): for βέβρῡχα, v. βρυχάομαι: —Pass., v. infr.:—eat greedily, gobble, γνάθος ἱππείη βρύκει champs the bit, Hom.Epigr.14.13; ἑφθὰ καὶ ὀπτὰ [κρέα] . . βρύκειν E. Cyc.358, cf. 372; πρὸς ταῦτα βρύκετ' Ar.Pax1315; bite, βρύκουσ' ἀπέδεσθαι . . τοὺς δακτύλους biting, Id.Av.26; of smoke, ὀδὰξ ἔβρυκε τὰς λήμας ἐμοῦ Id.Lys.301; later, simply, devour, consume, Nic.Al. 489, al.; βρύξας, of the sea, is perh. f.l. for βρόξας in AP7.624 (Diod.): metaph., tear in pieces, devour, of a gnawing disease, βρύκει S.Tr.987 (lyr.); βρύκει γὰρ ἅπαν τὸ παρόν Cratin.58; τὰ πατρῷα βρύκει Diph. 43.27:—Pass., ἀπόλωλα, τέκνον, βρύκομαι S.Ph.745; βρυχθεὶς ἁλί AP9.267 (Phil.). II gnash or grind the teeth, τοὺς ὀδόντας βρύχει Hp.Mul.1.7, etc., cf. AP15.51 (Arch.); τὸ στόμα β. Babr.95.45; β. τοὺς ὀδόντας ἐπί τινα Act.Ap.7.54; also βρύχει alone, Hp. Mul.2.120; also intr., οἱ ὀδόντες βρύχουσι ib.1.36; βρῦκον στόμα Nic. Al.226, cf. Th.207, al.:—Med., βρύχονται Hp.Morb.Sacr.1 (prob.).
German (Pape)
[Seite 466] beißen, Soph. Trach. 987; τοῖς ὀδοῦσιν Ath. III, 91 c; zerbeißen, verschlingen, Ar. Av. 26 Pax 1270 Lys. 301; τὰ πατρῷα βρύκει καὶ σπαθᾷ Diphil. Ath. VII, 292 (v. 27); vom Meere, βρύξας τινά Diod. 16 (VII, 624); pass., ἁλὶ βρυχθείς Philp. 77 (IX, 267); öfter bei Nic., der auch intrans. βρῦκον στόμα, der zugebissene Mund, sagt, Al. 226; Zähneknirschen, Hom. ep. 15, 13; vgl. βρύχω.
Greek (Liddell-Scott)
βρύκω: ἢ βρύχω [ῡ], (τὸ πρῶτον εἶναι ὁ Ἀττ. τύπος κατὰ Μοῖριν καὶ Ἀμμών.) ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον κατ᾿ ἐνεστ.· μέλλ. βρύξω Ἱππ. 589. 44, Λυκόφρ. 678· ἀόρ. ἔβρυξα Ἱππ. 1160D, Ἀνθ. ΙΙ. 7. 624· ἀόρ. β' ἔβρῠχε αὐτόθι 9. 252 (ἐκτὸς ἂν ὁ μεταγεν. οὗτος ποιητὴς μετεχειρίσθη ῠ ἐν τῷ παρατ.)· περὶ τοῦ βέβρυχα ἴδε βρυχάομαι· ― παθ., ἴδε κατωτ. Τρώγων ποιῶ πολὺν κρότον, τρώγω λάβρως, λαιμάργως, γνάθος ἵππειος βρύκει Ἐπιγρ. Ὁμ. 14. 13· ἑφθὰ καὶ ὁπτὰ κρέ… βρύκειν Εὐρ. Κύκλ. 358, πρβλ. 372· πρὸς ταῦτα βρύκετ' Ἀριστοφ. Εἰρ. 1315· βρύκουσ' ἀπέδεσθαι.. τοὺς δακτύλους, δάκνουσα, ὁ αὐτ. Ὄρν. 26· ἐπὶ καπνοῦ, ὀδὰξ ἔβρυκε τὰς λήμας ἐμοῦ ὁ αὐτ. Λυσ. 301· ― μεταφ., κόπτω εἰς τεμάχια, σπαράττω, κατατρώγω, ἐπὶ διαβρωτικῆς νόσου, βρύκει Σοφ. Τρ. 987· βρύκει γὰρ ἄπαν τὸ παρὸν Κρατῖν. Δραπ. 2· τὰ πατρῷα βρύκει Δίφιλ. Ζωγρ. 1. 27· ― παθ., ἀπόλωλα, τέκνον, βρύκομαι Σοφ. Φ. 745· ἁλὶ βρυχθεὶς Ἀνθ. ΙΙ. 9. 267. ΙΙ. τρίζω τοὺς ὀδόντας, τοὺς ὀδόντας βρύχει Ἱππ. 593. 29, κτλ.· ὡσαύτως μόνον βρύχει ὁ αὐτ. 643. 42· καὶ μὲ σημασ. οὐδετέρ., οἱ ὀδόντες βρύχουσι ὁ αὐτ. 604. 20· οὕτω βρῦκον στόμα Νίκ. Ἀλ. 226.
French (Bailly abrégé)
f. βρύξω, ao. ἔβρυξα, pf. inus.
I. 1 ronger, mordre;
2 p. ext. dévorer;
II. grincer des dents.
Étymologie: DELG étym. incert.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): βρύχω Cratin.62, Call.Fr.649, cf. tb. βρύσσω
• Prosodia: [-ῡ-]
1 roer, morder βρύκουσ' ἀπέδεσθαί φησί μου τοὺς δακτύλους Ar.Au.26, cf. Pax 1315, ὡς γνάθος ἱππείη βρύκει Ps.Hdt.Vit.Hom.32, στέμφυλα βρύξουσιν Lyc.678
•fig. del humo que irrita los ojos οὐ γὰρ ἂν ... ὀδὰξ ἔβρυκε τὰς λήμας ἐμοῦ no me habría mordido las legañas a dentelladas Ar.Lys.301, μύθοισιν ἀλλήλους ὀδὰξ βρύξουσι Lyc.545, de una enfermedad que corroe los miembros, S.Tr.987.
2 engullir, devorar ἑφθὰ καὶ ὀπτά (κρέα) E.Cyc.358, βρύχει γὰρ ἅπαν τὸ παρόν Cratin.l.c., καρπὸν ... φοινώδεα σίδης Nic.Al.489, abs. de las fauces de una fiera στόμα βρῦκον Nic.Al.226, del mar νηί τε σὺν πάσῃ βρύξας ἁλιρροθίῃ AP 7.624 (Diod.), cf. Call.l.c.
•fig. dilapidar τὰ πατρῷα βρύκει Diph.42.27
•en v. pas. ser devorado por una enfermedad ἀπόλωλα, τέκνον· βρύκομαι, τέκνον S.Ph.745, βρυχθεὶς ἁλί AP 9.267 (Phil.).
• Etimología: Formado sobre un elemento expresivo βρυ- tb. presente en βρῦν, βρυχάομαι, βρύλλω, etc.
Greek Monolingual
βρύκω και βρύχω (Α)
1. μασώ με θόρυβο
2. τρώω λαίμαργα
3. δαγκώνω
4. κομματιάζω, κατασπαράζω
5. τρίζω τα δόντια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βάση των βρύκω και βρύχω θεωρείται το εκφραστικό στοιχείο βρυ-, που απαντά ίσως και στα βρυν, βρύχιος, βρυχώμαι. Εάν γίνει αποδεκτή η υπόθεση ότι το -κ- του βρύκω είναι υστερογενές αντί του -γ- ή -χ-, τότε το βρύκω θα προέρχεται από ινδοευρ. gwrūĝ (h) ō και θα συνδέεται με αρχ. σλαβ. gryz, grysti, λιθ. grάužiu, grάužti «τρώω, διαβιβρώσκω» και ίσως αρμ. krcem (< kurcem).
ΠΑΡ. αρχ. βρύγδην, βρυχή
(αρχ. -μσν.) βρύγμα, βρυγμός.
ΣΥΝΘ. αρχ. αποβρύκω, εμβρύκω, επιβρύκω, επιβρύχω, καταβρύκω, συμβρύκω, υποβρύχω].
Greek Monotonic
βρύκω: ή βρύχω[ῡ], μέλ. βρύξω, αόρ. αʹ ἔβρυξα (για το βέβρυχα, βλ. βρυχάομαι), τρώω με θόρυβο, άπληστα, σε Ευρ., Αριστοφ.· μεταφ., σπάω σε κομμάτια, καταβροχθίζω, λέγεται για μια επικίνδυνη διαβρωτική αρρώστια, σε Σοφ.· ομοίως στην Παθ., βρύκομαι, στον ίδ., σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
βρύκω: (ῡ)1) кусать со скрежетом, грызть (γνάθος ἱππείη βρύκει Hom.);
2) жадно есть, пожирать (τι Eur., Arph.): βρυχθεὶς ἁλί Anth. поглощбнный морем;
3) снедать, терзать (ἀπόλωλα, βρύκομαι Soph.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: bite, eat greedely, beside βρύχω grind the teeth but the distinction is not always clear (Com.)
Other forms: Aor. βρῦξαι, fut. βρύξω. Also βρύχω (Hp. ).
Dialectal forms: βρύκω Att. acc. to Moeris and Ammon.
Derivatives: βρυγμός (Eup.); βρυκετός ταὑτὸν τῳ̃ βρυγμῳ̃, καὶ βρυκηθμὸς ὁμοίως. Δωριεῖς H.; cf. δακετόν, βρυχηθμός; - βρυκεδανός πολυφάγος ... H., cf. πευκεδανός; - βρύγδην w. clenched teeth? (AP).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: If κ in βρύκω came for γ or χ in βρῦξαι, βρύξω, βρύκω may continue *gʷrūǵ(h)ō like OCS gryzǫ, grysti gnaw; with ablaut Lith. gráužiu, gráužti id.. Cf. also Arm. krcem gnaw < *kurcem (with metathese as in turc, Gen. trcoy γνάθος?). S. Lidén Armen. Stud. 34f. From Celtic one cites OIr. brōn sorrow, Welsh brwyn biting pain (< *brugnos). S. Pok. 485f. - Cf. βρῦν, βρυχάομαι, βρύχιος.
Middle Liddell
to eat with much noise, to eat greedily, Eur., Ar.:—metaph. to tear in pieces, devour, of a gnawing disease, Soph.; so in Pass., βρύκομαι, Soph., Anth.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βρύκω en βρύχω, voor med. βρύχομαι zie ook aldaar, voor perf. βέβρυχα zie βρυχάομαι.
1. stukbijten, hard bijten in, hard kauwen op:; κρέα stukken vlees Eur. Cycl. 358; overdr., van zaken die lichamelijke pijn veroorzaken: verbijten.
2. knarsetanden, ook β. τοὺς ὀδόντας ; ook med. ; met ἐπί + acc. tegen iem. (als teken van woede). NT Act. Ap. 7.54.