Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πέρθω

From LSJ
Revision as of 12:05, 26 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " . ." to "…")

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πέρθω Medium diacritics: πέρθω Low diacritics: πέρθω Capitals: ΠΕΡΘΩ
Transliteration A: pérthō Transliteration B: perthō Transliteration C: pertho Beta Code: pe/rqw

English (LSJ)

Il.18.342 : fut.

   A πέρσω 21.584 : aor. 1 ἔπερσα Od.1.2,al.; Ep. inf. περσέμεν Q.S.12.20: aor. 2 ἔπρᾰθον Pi.Pae.6.91; poet. πράθον Id.N.7.35 ; also Ep. (cf. δια-, ἐκ-πέρθω), but in Hom. aor. 1 is more common: Ion. impf. πέρθεσκον A.R.1.800:—Pass., pres. and impf., Il.2.374, 12.15 : fut. Med. πέρσομαι in pass. sense, 24.729 : aor. inf. Pass. πέρθαι 16.708:—poet. Verb, waste, ravage, sack, in Hom. only of towns, Il.18.342, Od.1.2,al.: freq. in later poets, Orac. ap. Hdt.7.220 (Pass.), Corinn.16, Pi.N.7.35, etc.:—Pass., πόλιν περθομέναν ἀτίμως A.Th.325 (lyr.).    2 of persons, destroy, slay, στρατόν Pi.O.10(11).32 ; ἀνθρώπους S.Aj.1198(lyr.); δείματα θηρῶν E.HF700(lyr.); and even of one man, ἔπραθέ [νιν] φασγάνου ἀκμᾷ Pi.P.9.81, cf. N.3.37 ; μήτε μ' ἂν νόσον μήτ' ἄλλο πέρσαι μηδέν S.OT1456 : metaph., of love, E.Hipp.542 (lyr.); of fire, πυρὶ περθόμενοι δέμας Pi.P.3.50.    3 of things, γενείου πέρθε τρίχα A.Pers.1056 ; φύλλον ἐλαίης… χερὶ πέρσας S.OC703 (lyr.).    II get by plunder, take at the sack of a town, τὰ μὲν πολίων ἐξ ἐπράθομεν Il.1.125 ; δμῳαὶ… ἃς ἔπερσ' ἐμὸς πατήρ E. El.316.

German (Pape)

[Seite 564] (vgl. perdo), fut. πέρσω, aor. ἔπερσα u. aor. II. ἔπραθον, πραθεῖν, fut. med. πέρσομαι, in pass. Bdtg Il. 24, 729, syncop. inf. aor. med. mit pass. Bdtg πέρθαι, 16, 708, später auch perf. πέπορθα; – verwüsten, zerstören, mit Feuer und Schwert; Hom. gew. von Städten, πόλιν Πριάμου πέρσαντες ἔβημεν, Od. 14, 241, vgl. 5, 107; πόλιν ἔπραθον, Il. 18, 454 u. öfter; u. pass., πρὶν γὰρ πόλις ἥδε κατ' ἄκρης πέρσεται, 24, 729; so auch meist Pind. u. die Tragg., welche es aber auch auf Menschen übertr., vertilgen, tödten; πόλιν πέρσεν, Pind. P. 1, 54; στρατόν, Ol. 11, 33; Εὐρυσθῆος κεφαλὰν ἔπραθε, P. 9, 84; πυρὶ περθόμενοι δέμας, 3, 50; Ἰαόνων γῆν πέρσαι, Aesch. Pers. 174; πόλιν περθομέναν ἀτίμως, Spt. 307; auch τρίχα, ausraufen, Pers. 1013; Soph. πέρσεις τε Τροίαν, Phil. 1414; Trach. 364; ἀνθρώπους, Ai. 1177; μήτε μ' ἂν νόσον μήτ' ἄλλο πέρσαι μηδέν, O. R. 456; Eur. πέρσας δείματα θηρῶν, Hero. Fur. 700. Bei Her. im Orak. πέρσαντες Ἀθήνας, 8, 77, wie μέγα ἄστυ πέρθεται, 7, 220. – Il. 1, 125 ist es = bei der Zerstörung einer Stadt rauben, erbeuten. – Vgl. Buttm. Lexil. I p. 107.

Greek (Liddell-Scott)

πέρθω: μέλλ. πέρσω· ἀόρ. α´ ἔπερσα· ἀόρ. β´ ἔπρᾰθον, ἀπαρ. πρᾰθεῖν, Ἐπικ. διαπρᾰθέειν, ἀλλὰ παρ’ Ὁμ. ὁ ἀόρ. α´ εἶναι συνηθέστερος· πλὴν τῶν χρόνων τούτων εἶναι ἐν χρήσει παρ’ αὐτῷ ὁ ἐνεστ. καὶ παρατ. τοῦ παθ.· μέσ. μέλλ. πέρσομαι ἐπὶ παθ. σημασ., Ἰλ. Ω. 729· καὶ κατὰ συγκοπ. ἀπαρ. ἀορ. πέρθαι ἐπὶ παθ. σημασίας ὡς τὸ δέχθαι ἐκ τοῦ δέχομαι, Ἰλ. Π. 708· Ἰων. παρατ. πέρθεσκον Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 800. Ποιητ. ῥῆμα, ὡς καὶ τὸ ἐξ αὐτοῦ παράγωγον πορθέω, ἐκπροθῶ, καταστρέφω, ἐρημώνω, ἀφανίζω, παρ’ Ὁμ. μόνον ἐπὶ πόλεων, Ἰλ. Σ. 842, Ὀδ. Α. 2 κτλ.· καὶ οὕτω κατὰ τὸ πλεῖστον παρὰ τοῖς μετέπειτα ποιηταῖς, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 7. 220, Κόρινα 18, Πίνδ. Ν. 7. 52, κτλ. 2) ἐπὶ προσώπων, καταστρέφω, σφάζω, φονεύω, στρατὸν Πίνδ. Ο. 10 (11). 40· ἀνθρώπους Σοφ. Αἴ. 1198, ἔνθα ἴδε Λοβέκ. δείγματα θηρῶν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 700· ἔτι καὶ ἐπὶ ἑνὸς μόνου ἀνθρώπου, ἔπραθέ [νιν] φασγάνου ἀκμᾷ Πίνδ. Π. 9. 141, πρβλ. Ν. 3. 63· μήτε μ’ ἂν νόσον, μήτ’ ἄλλο πέρσαι μηδὲν Σοφ. Ο. Τ. 1456· - οὕτω vastare nationes ἐν Tac. Ann. 14. 38· μεταφ. ἐπὶ ἔρωτος, Εὐρ. Ἱππ. 542· ἐπὶ πυρός, πυρὶ περθόμενοι δέμας Πινδ. Π. 3. 88. 3) ἐπὶ πραγμάτων, γενείου πέρθε τρίχα Αἰσχύλ. Πέρσ. 1055· φύλλων ἐλαίης .. χερὶ πέρσας Σοφ. Ο. Κ. 703. ΙΙ. λαμβάνω ὡς λάφυρον, ἁρπάζω κατὰ τὴν ἐκπόρθησιν πόλεως, τὰ μὲν πολίων ἐξ ἐπράθομεν Ἰλ. Α. 125· δμωαὶ .. ἃς ἔπερσ’ ἐμὸς πατὴρ Εὐρ. Ἠλ. 316.

French (Bailly abrégé)

f. πέρσω, ao. ἔπερσα, ao.2 ἔπραθον, pf. πέπορθα;
1 dévaster, détruire, ravager, ruiner par le fer et le feu ; en gén. anéantir, tuer, détruire;
2 prendre comme butin dans destruction d’une ville, piller.
Étymologie: R. Πᾰρ, détruire ; cf. lat. per-dere, pessumdare, etc. ; cf. R. Πρᾱ dans πίμπρημι, πρήθω, etc.

English (Autenrieth)

fut. inf. πέρσειν, aor. ἔπερσα, πέρσε, aor. 2 ἔπραθον, pass. pres. part. περθομένη, ipf. πέρθετο, mid. (w. pass. signif.), fut. πέρσεται, aor. 2 inf. πέρθαι: sack, plunder, lay waste, regularly of cities, ἄστεα, πόλιν, Il. 2.660; pass., Il. 16.708, Il. 24.729.

English (Slater)

πέρθω (aor. 1, (ἔ)περσεν, ἔπερσαν: aor. 2, (ἔ)πρᾰθε(ν), πρᾰθον: pass. περθόμενοι.)
   a ravage Τιρύνθιον ἔπερσαν αὐτῷ στρατὸν Μολίονες (O. 10.32) ὃς Πριάμοιο πόλιν πέρσεν (P. 1.54) Λαομέδοντα δ' εὐρυσθενὴς Τελαμὼν Ἰόλᾳ παραστάτας ἐὼν ἔπερσεν (N. 3.37) Πριάμου πόλιν Νεοπτόλεμος ἐπεὶ πράθεν (N. 7.35) τοὶ καὶ σὺν μάχαις δὶς πόλιν Τρώων πράθον (sc. Αἰακίδαι) (I. 5.36) πρὸ πόνων δέ κε μεγάλων Δαρδανίαν ἔπραθεν (sc. Ἀχιλλεύς) (Pae. 6.91) of illness, ἢ θερινῷ πυρὶ περθόμενοι δέμας ἢ χειμῶνι (P. 3.50)
   b cut off Εὐρυσθῆος ἐπεὶ κεφαλὰν ἔπραθε φασγάνου ἀκμᾷ (P. 9.81)

Greek Monolingual

Α
(ποιητ. τ.)
1. (σχετικά με πόλεις) ερημώνω, αφανίζω και, κυρίως, καταλαμβάνω επιφέροντας καταστροφές, διαπράττοντας λεηλασίες ή αιχμαλωτίζοντας ανθρώπους («ἐπεὶ Τροίης ἱερὸν πτολίεθρον ἔπερσεν», Ομ. Οδ.)
2. (σχετικά με πρόσ.) θανατώνω
3. μτφ. (για τον έρωτα ή τη φωτιά) βλάπτω ή προκαλώ συμφορές («πέρθοντα καὶ διὰ πάσας ἰόντα συμφορᾱς θνατοῑς», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ρ. μάλλον ινδοευρωπαϊκής προέλευσης αλλά άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση του ρ. με αρχ. ινδ. baradhaka
«ξυλοκόπος», όπως και με τη ρίζα του φάραγξ δεν θεωρείται πιθανή. Στην ετεροιωμένη βαθμίδα του θ. πορθ- ανάγεται το ρ. πορθῶ].

Greek Monotonic

πέρθω: μέλ. πέρσω, αόρ. αʹ ἔπερσα, αόρ. βʹ ἔπρᾰθον, απαρ. πρᾰθεῖν, Επικ. πρᾰθέειν — Παθ., με Μέσ. μέλ. πέρσομαι· συγκοπτ. απαρ. αορ. βʹ πέρθαι, όπως το δέχθαι από το δέχομαι·
1. καταστρέφω, ερημώνω, λεηλατώ, αφανίζω, μια πόλη, σε Όμηρ.
2. λέγεται για πρόσωπα, σκοτώνω, θανατώνω, σε Πίνδ., Σοφ.· μεταφ. λέγεται για τον έρωτα, σε Ευρ.
3. λέγεται για πράγματα, καταστρέφω, σε Αισχύλ., Σοφ.
II. αποκτώ με λεηλασία, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πέρθω, ep. imperf. med. 3 sing. πέρθετο; aor. ἔπερσα en ἔπρᾰθον, 3 sing. πράθεν, ep. in compos., med. 3 sing. (δι)επράθετο, inf. med. πέρθαι; fut. πέρσω, med. πέρσομαι verwoesten:. πέρσας ἄστεα πολλὰ vele steden verwoest hebbend Il. 2.660. vernietigen, doden, post- Hom.: γενείου πέρθε λευκήρη τρίχα ruïneer het witte haar van uw baard Aeschl. Pers. 1056; κεῖνος γὰρ ἔπερσεν ἀνθρώπους want hij heeft mensen omgebracht Soph. Ai. 1198. buitmaken:. δμωαί... ἃς ἔπερσ ’ ἐμὸς πατήρ slavinnen die mijn vader heeft buitgemaakt Eur. El. 316.

Russian (Dvoretsky)

πέρθω: (fut. πέρσω, aor. 1 ἔπερσα - эп. πέρσα, aor. 2 ἔπρᾰθον; inf. aor. πρᾰθεῖν - эп. πραθέειν; aor. med. ἐπραθόμην; inf. aor. 2 med.-pass. πέρθαι)
1) опустошать, разорять, разрушать (πόλεις Hom.);
2) уничтожать, умерщвлять, губить (τινὰ φασγάνου ἀκμᾷ Pind.; ἀνδρώπους Soph.);
3) вырывать, обрывать (γενείου τρίχα Aesch.; φύλλον ἐλαίης Soph.);
4) грабить, уносить в виде добычи (τὰ ἐξ πολίων Hom.);
5) брать в плен, уводить, похищать (τινά Eur.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: to destroy, to devastate (Il.).
Other forms: Aor. πέρσαι, πραθεῖν, fut. πέρσω (Il.). Inf. pass. πέρθαι (Π 708), prob. sigmat. aor. *περθσ-(σ)θαι (Wackernagel Unt. 90 n. 2, Schwyzer 751), if not simply haplolog. for πέρθεσθαι with Meillet MSL 22, 262 (agreeing Kretschmer Glotta 13, 263), unclear πέρθετο (Μ 15 a.o.), in sense in any case aoristic (Schwyzer 746 and Chantraine Gramm. hom. 1, 389f.).
Compounds: Also w. δια-, ἐκ-, συν-. As 1. member in governing compp. περσέ-π(τ)ολις destroying cities (A. in lyr.); as 2. member in πτολί-πορθος id. (Il.), also -ιος (ι 504), -ης (A. in lyr.). Verbal noun πέρσις f. destruction as title of several poems (Arist., Paus.).
Derivatives: Deverbative πορθέω, aor. πορθῆσαι, also m. δια-, ἐκ- a.o. to destroy, to devastate, to pillage (Il.) with (εκ-)-πόρθησις (D.), -ημα (Pl.), (ἐκ-)-ήτωρ (A., E.), -ητής (E.), *ητήριος (Tz.), -ητικός (H.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Without convincing etymology. By Uhlenbeck Et. Wb. d. aind. Spr. 187 and PBBeitr. 30, 276 connected with Skt. bardhaka- cutting off, m. carpenter and with several Germ. words for plate, table, e.g. OE bred a. bord (prop. *'slice, what is cut off'?); quite uncertain; cf. also Benveniste Origines 192 n. 1. Further connection with IE *bher- in φάραγξ (s. v.) a.o. by Persson Stud. 45 [impossible]. Lat. perdō is to be kept apart. -- WP. 1, 174, Pok. 138; s. also W.-Hofmann s. forceps.

Middle Liddell

[syncop. aor2 inf. πέρθαι, like δέχθαι from δέχομαι
I. to waste, ravage, sack, destroy, a town, Hom.
2. of persons, to destroy, slay, Pind., Soph.:—metaph. of love, Eur.
3. of things, to destroy, Aesch., Soph.
II. to get by plunder, Il., Eur.