ἀντονομάζω
Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.
English (LSJ)
A name instead, call by a new name, c. dupl.acc., Th. 6.4. 2 ὁ -άζων ὅρος plea of avoidance and confession, Arg.Lycurg., cf. Hermog.Stat.4. 3 nominate instead, Pass., POxy.1405.17 (iii A.D.). II use ἀντονομασίαι or rhetorical figures, Ar.Th.55. 2 use the pronoun, Eust.103.23; ἀ. τινά A.D.Synt.192.21:—Pass., ib. 98.11. III Arith., in Pass., to be of a contrary denomination, Nicom.Ar.1.23.
German (Pape)
[Seite 264] dagegen, anders benennen, Thuc. 6, 5. Bei Ar. Thesm. 55 von Euripides' künstlichem Reden in Antonomasien; und so bei Rhet. Bei Gramm.: das Pronomen setzen.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντονομάζω: δίδω νέον ὄνομα ἀντὶ τοῦ ὑπάρχοντος, μετὰ διπλῆς αἰτιατ., τὴν πόλιν Μεσσήνην ἀπὸ τῆς ἑαυτοῦ τὸ ἀρχαῖον πατρίδος ἀντωνόμασεν Θουκ. 6. 5· τὸν μῆνα τὸν Σεξστίλλιον ἐπικαλούμενον Αὔγουστον ἀντωνόμασε Δ. Κάσσ. 55. 6. ΙΙ. μεταχειρίζομαι ἐν τῷ λόγῳ ἀντονομασίας (ἴδε τὴν λέξιν), Ἀριστοφ. Θεσμ. 55. 2) μεταχειρίζομαι τὴν ἀντωνυμίαν, ἀλλ’ ὁπηνίκα συνθέτως ἀντονομάσαι βούλεται, κτλ., Εὐστ. 103. 23· ἀντ. τινὰ Ἀπολλών. π. Συντάξ. 192.
French (Bailly abrégé)
f. ἀντονομάσω, ao. ἀντωνόμασα;
appeler d’un nom différent.
Étymologie: ἀντί, ὀνομάζω.
Spanish (DGE)
I 1cambiar de nombre τὰ ἔπη Ar.Th.55, τὴν πόλιν ... Μεσσήνην ... ἀντωνόμασεν cambió de nombre a la ciudad por el de Mesena Th.6.4.
2 jur. ὁ ἀντονομάζων ὅρος alegato que incluye descargo y confesión Lycurg.argumen., Hermog.Stat.p.37.
3 nombrar en lugar de otro para el cargo público de recaudador de impuestos ἀντωνομάσθαι με ὑπὸ Αὐρηλίου POxy.1405.17 (III d.C.).
II gram.
1 usar antítesis Ar.Th.55.
2 sustituir por el pronombre ἀντονομάσει ἑαυτόν se denominará a sí mismo mediante el pronombre A.D.Synt.192.21
•abs. Eust.103.23
•en v. pas. τὰ ... ὀνόματα ... ἀντονομάζεται los nombres ... son sustituidos por el pronombre A.D.Synt.98.23.
III mat. de números denominar de forma contraria en v. pas. Nicom.Ar.1.22.7, 23.1.
Greek Monolingual
ἀντονομάζω (AM)
μεταχειρίζομαι αντωνυμία
αρχ.
1. δίνω νέο όνομα σε κάτι, μετονομάζω
2. χρησιμοποιώ στον λόγο αντονομασίες ή ρητορικά σχήματα.
Greek Monotonic
ἀντονομάζω: μέλ. -σω, ονομάζω αντί άλλου, αποκαλώ με καινούριο όνομα, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀντονομάζω:
1) переименовывать: τὴν πόλιν Μεσσήνην ἀπὸ τῆς πατρίδος ἀντωνόμασεν Thuc. по имени (своей) родины он переименовал город в Мессену;
2) рит. пользоваться антономасиями (γνωμοτυπεῖν καὶ ἀ. Arph.);
3) грам. употреблять местоимения.