στράτευμα

From LSJ
Revision as of 13:50, 3 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (cc2)

Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.

Horace, Epistles 1.34
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στράτευμα Medium diacritics: στράτευμα Low diacritics: στράτευμα Capitals: ΣΤΡΑΤΕΥΜΑ
Transliteration A: stráteuma Transliteration B: strateuma Transliteration C: stratevma Beta Code: stra/teuma

English (LSJ)

[ᾰ], ατος, τό,

   A expedition, campaign, ἐφ' Ἑλλάδα A.Pers. 758 (troch.); τὸ σ. τὸ ἐπὶ Σάμον Hdt.3.49; διέφυγον τὸ σ. escaped the threatened invasion, Id.8.112, cf. Ar.Lys.1133.    II armament, army, host, Hdt.7.48; ὑγιαίνω . . μετὰ τοῦ σ. OGI453.10 (Epist. Antonii, i B.C.), cf. LXX 1 Ma.9.34, al.; ὑπὲρ τιμῆς ἐλαίου τῶν ἐνταῦθα σ. Ostr.1595 (iii A.D.), cf. Ev.Luc.23.11, BGU1564.5 (ii A.D.); πεζὸν σ. A.Pers.469; διαπόντιον σ., i.e. composed of Asiatic mercenaries, Hermipp.58; ἱππικόν X.Cyr.3.3.26; πολιτικόν Id HG5.4.41; ἱερὰ σ. SIG880.7 (Pizus, iii A.D.): also, a naval armament, Th.6.74; τὸ ναυτικὸν σ. Ἀχαιῶν S.Ph.59.    2 = στρατός 2, the people, σ. Παλλάδος E.Supp.601 (lyr.); φῦλα τρία τριῶν στρατευμάτων dub. l. in 653.

German (Pape)

[Seite 950] τό, wie στρατεία, Heereszug, Feldzug; ἐπὶ Σάμον, Her. 3, 49, u. öfter; τήνδε ἐβούλευσαν κέλευθον καὶ στράτευμ' ἐφ' Ἑλλάδα, Aesch. Pers. 744; στρέψαι στράτευμ' εἰς Ἄργος, Soph. O. C. 1418; – gew. Kriegsheer; στράτευμ' ἐπακτὸν ἐμβαλὼν ᾕρει πόλιν, Aesch. Spt. 1010, Περσικῷ στρατεύματι μάχην συνάψαι, Pers. 327, u. oft, so auch Soph., Eur. u. in Prosa, Thuc u. Folgde; ἱππικόν, Reiterei, Xen. Cyr. 3, 3. 26.

Greek (Liddell-Scott)

στράτευμα: τό, (στρᾰτεύω) ὡς τὸ στρατεία, ἐκστρατεία, συχν. παρ’ Ἡροδ. καὶ τοῖς Ἀττ., στρ. ἐπὶ Σάμον Ἡρόδ. 3. 49· ἐφ’ Ἑλλάδα Αἰσχύλ. Πέρσ. 758· διέφυγον τὸ στρ., τὴν ἐπικειμένην εἰσβολήν, Ἡρόδ. 8. 112· ἐν τῷ πληθ., Ἀριστ. Λυσ. 1133. ΙΙ. ὡπλισμένη στρατιά, δύναμις στρατιωτική, Ἡρόδ. 1. 6., 7. 48, καὶ Τραγικ.· στρ. πεζὸν Αἰσχύλ. Πέρσ. 469· διαπόντιον στρ., δηλ. συνιστάμενον ἐκ μισθοφόρων Ἀσιανῶν, Ἕρμιππ. ἐν «Στρατ.» 1· ἱππικὸν Ξεν. Κύρ. 3. 3, 26· πολιτικὸν ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 5. 4, 41· - ὡσαύτως, κόσμημα ναυτικόν, Θουκ. 6. 74· τὸ ναυτικὸν στρ. Ἀχαιῶν Σοφ. Φιλ. 59. 2) = στρατὸς 2, ὁ λαός, στρ. Παλλάδος Εὐρ. Ἱκέτ. 653.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 expédition, campagne;
2 troupes, armée en campagne ; légion DION.C..
Étymologie: στρατεύω.

English (Strong)

from στρατεύομαι; an armament, i.e. (by implication) a body of troops (more or less extensive or systematic): army, soldier, man of war.

English (Thayer)

στρατεύματος, τό (στρατεύω), from Aeschylus and Herodotus down;
a. an army: Winer s Grammar, § 59,4a.), 19.
b. a band of soldiers (R. V. soldiers): body-guard, guardsmen: plural R. V. soldiers).

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ, και στράτεμα Ν στρατεύω (Ι)]
συντεταγμένη στρατιωτική δύναμη, στρατός
νεοελλ.
σύνολο πολλών συντεταγμένων στρατιωτικών μονάδων ενός κράτους ή και το σύνολο τών ενόπλων δυνάμεων μιας χώρας
αρχ.
1. εκστρατεία, στρατεία
2. το ναυτικό
3. λαός, πλήθος, λεφούσι
4. φρ. α) «πεζὸν στράτευμα» — το πεζικό (Αισχύλ.)
β) «ἱππικὸν στράτευμα» — το ιππικό (Ξεν.)
γ) «ναυτικόν στράτευμα» — το ναυτικό (Σοφ.)
δ) «διαπόντιον στράτευμα» — στράτευμα που αποτελείται από μισθοφόρους Ασιάτες (Ερμιππ.)
ε) «διέφυγον τὸ στράτευμα» — διέφυγαν την επικείμενη εισβολή (Ηρόδ.).

Greek Monotonic

στράτευμα: -ατος, τό (στρᾰτεύω)·
I. εκστρατεία, πολεμική καμπάνια, εξόρμηση, σε Ηρόδ., Αττ.
II. 1. ένοπλη στρατιά, στράτευμα, σε Ηρόδ., Αττ.· επίσης, εξοπλισμός ναυτικού, σε Σοφ., Θουκ.
2. = στρατός 2, πλήθος, λαός, σε Ευρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στράτευμα -ατος, τό [στρατεύω] veldtocht, militaire expeditie; met ἐπί + acc. tegen:. διέφυγον τὸ σ. zij ontsnapten aan de aanval Hdt. 8.112.3. leger(macht);. πεζὸν σ. infanterie Aeschl. Pers. 469; ἱππικὸν σ. cavalerie Xen. Cyr. 3.3.26; ναυτικὸν σ. zeemacht, marine Soph. Ph. 59.

Russian (Dvoretsky)

στράτευμα: ατος (ρᾰ) τό
1) военный поход (ἐπὶ Σάμον Her.);
2) нашествие, набег (στρατεύμασι πόλεις ἀπολλύναι Arph.);
3) армия, войско: σ. ἱππικόν Xen. конница; σ. ναυτικόν Soph. морские силы, флот.

Middle Liddell

στράτευμα, ατος, τό, [στρᾰτεύω]
I. an expedition, campaign, Hdt., attic
II. an armament, army, Hdt., attic:—also a naval armament, Soph., Thuc.
2. = στρατός, the host, people, Eur.

Chinese

原文音譯:str£teuma 士特拉跳馬
詞類次數:名詞(8)
原文字根:戰爭(隊伍)
字義溯源:軍備,隊伍,兵,兵丁,軍,眾軍,軍隊,軍兵;源自(στρατεύομαι)=服兵役), (στρατεύομαι)出自(στρατιά)=類似營房,軍隊),而 (στρατιά)出自(στρατόπεδον)X*=軍隊)
出現次數:總共(8);太(1);路(1);徒(2);啓(4)
譯字彙編
1) 軍(3) 啓9:16; 啓19:19; 啓19:19;
2) 兵丁(3) 路23:11; 徒23:10; 徒23:27;
3) 眾軍(1) 啓19:14;
4) 兵(1) 太22:7