συμπαραμένω

From LSJ
Revision as of 19:55, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπαραμένω Medium diacritics: συμπαραμένω Low diacritics: συμπαραμένω Capitals: ΣΥΜΠΑΡΑΜΕΝΩ
Transliteration A: symparaménō Transliteration B: symparamenō Transliteration C: symparameno Beta Code: sumparame/nw

English (LSJ)

fut.

   A -μενῶ PSI1.64.3 (i B.C.):—stay along with or among, Hp.Prorrh. 2.15, Int.6: c. dat., Th.6.89, SIG567 A12 (Calymna, iii B.C.); [γυνὴ] ἀτυχοῦντι συμπαρέμεινεν Men.325.11, cf.PSIl.c.; endure as long as, τῷ βίῳ Jul.Caes.324d.

German (Pape)

[Seite 984] (s. μένω), mit od. zugleich dabei bleiben, ἀπ' ἐκείνου ξυμπαρέμεινεν ἡ προστασία ἡμῖν τοῦ πλήθους Thuc. 6, 89.

Greek (Liddell-Scott)

συμπαραμένω: παραμένω ὁμοῦ, Ἱππ. Προρρ. 100· μετὰ δοτ., Θουκ. 6. 89 [γυνὴ] ἀτυχοῦντι συμπαρέμεινεν Μένανδρ. ἐν «Μισογύνῃ» 1. 11.

French (Bailly abrégé)

rester en même temps que, τινι ; abs. persister.
Étymologie: σύν, παραμένω.

English (Strong)

from σύν and παραμένω; to remain in company, i.e. still live: continue with.

English (Thayer)

future ἀυμπαραμένω; "to abide together with (Hippocrates, Thucydides, Dionysius Halicarnassus, others); to continue to live together": τίνι, with one, others, παραμένω, which see) (Psalm 72:5>).

Greek Monolingual

Α παραμένω
1. εξακολουθώ να παραμένω
2. εξακολουθώ να μένω πιστός σε κάποιον
3. διαρκώ όσο και κάποιος άλλος ή κάτι άλλο
4. απομένω («τοῡτο συμπαρέμεινε τοῑς ἐκγόνοις», Θεμίστ.).

Greek Monotonic

συμπαραμένω: μέλ. -μενῶ, παραμένω μαζί με κάποιον ή ανάμεσα σε άλλους, με δοτ., σε Θουκ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμ-παραμένω, Att. ξυμπαραμένω, blijven bij, met dat.

Russian (Dvoretsky)

συμπαραμένω: оставаться вместе (τινί Thuc., Men.).

Middle Liddell

fut. μενῶ
to stay along with or among others, c. dat., Thuc.

Chinese

原文音譯:sumparamšnw 沁-爬拉-姆挪
詞類次數:動詞(1)
原文字根:共同-側旁-停留
字義溯源:一同活著,繼續著,同住;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(παραμένω)=居留)組成,其中 (παραμένω)又由(παρά)*=旁,出於)與(μένω)*=住)組成。(註:和合本以 (παραμένω)代替 (συμπαραμένω))
出現次數:總共(1);腓(1)
譯字彙編
1) 同住(1) 腓1:25