συγγραφή

From LSJ
Revision as of 14:10, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

κεραυνὸν ἐν γλώττῃ φέρειν → carry a thunderbolt on his tongue

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγγρᾰφή Medium diacritics: συγγραφή Low diacritics: συγγραφή Capitals: ΣΥΓΓΡΑΦΗ
Transliteration A: syngraphḗ Transliteration B: syngraphē Transliteration C: syggrafi Beta Code: suggrafh/

English (LSJ)

ἡ,

   A writing or noting down, Hdt.1.93; ἔχει συγγραφήν affords material for writing, Aristid. Or.47(23).3.    II that which is written, writing, book, esp. in prose: history, narrative, ἡ Ἀττικὴ ξ. Th.1.97, cf. Arr.An.6.16.5, Paus.10.19.5, etc.    2 draft decree drawn up by the συγγραφῆς (cf. συγγραφεύς 11), IG12.76.47; also written contract, covenant, bond, Hp.Jusj., Th.5.35, Pl.Lg.953e, IG12(7).67 B76, al. (Amorgos, iv/iii B.C.), PCair.Zen.265.5, 666.6 (iii B.C.), etc.; σ. ναυτικαί bond to secure money lent on bottomry, D.35.27, cf. 32.1,5; so in sg., Id.34.6, 35.1; κατὰ τὰς σ. according to the bond or covenant, Lys.30.17; ἀνδριάντ' ἐκδεδωκὼς κατὰ σ. having contracted for its execution, D.18.122; an architect's specifications, IG22.1665.2, 1668.2(both pl.), 1678.16 (sg.); μὴ κατὰ συγγραφάς Aeschin.1.160; ἐπειδὰν δοκιμασθῇ [τὸ ἔργον] κατὰ τὴν σ. ταύτην Inscr.Délos 502 A 15 (iii B.C.); συγγραφὰς ἔχειν παρ' ἑτέρων to have entered into contracts with others for the execution of paintings, And.4.17; σ. γαμική, μισθώσεως, etc., POxy.1034.6 (ii A.D.), PEnteux.54.3 (iii B.C.), etc.    III a mark in the eye, σ. ὕφαιμος, as definition of αἱμάλωψ, Erot. s.v. οὔρει αἱμαλῶδες.

German (Pape)

[Seite 962] ἡ, das Aufschreiben, Niederschreiben, Her. 1, 93; das Aufgeschriebene, das Schriftwerk, Geschichtswerk, Thuc. 1, 97; Urkunde, τὴν πρᾶξιν πᾶσαν διομολογούμενος ἐν συγγραφῇ, Plat. Legg. XII, 953 e; bes. ein handschriftlicher Contract, Ver-trag, χρόνους προὔθεντο ἄνευ ξυγγραφῆς, Thuc. 5, 35; Schulddocument, Wechsel, συγγραφὰς τίθεσθαι παρὰ τραπεζίτῃ, Dem. 34, 6; ναυτικαί, Bodmereiverträge, 35, 27; – die verdungene Arbeit eines Malers, Andoc. 4, 17, wo es von einem Maler, der sich zu malen weigert. heißt προφάσεις ἀληθεῖς λέγων ὡς οὐκ ἂν δύναιτο ταῦτα πράττειν ἤδη διὰ τὸ συγγραφὰς ἔχειν παρ' ἑτέρων; vgl. Dem. 18, 122, ὥςπερ ἀνδριάντα ἐκδεδωκὼς κατὰ συγγραφήν, εἶτα οὐκ ἔχοντα ἃ προσῆκεν ἐκ τῆς συγγραφῆς, der eine Bildsäule zu machen verdungen und darüber einen schriftlichen Contract aufgenommen hat.

Greek (Liddell-Scott)

συγγρᾰφή: ἡ, τὸ καταγράφειν ἢ σημειοῦσθαι, Ἡρόδ. 1. 93· ἔχει συγγραφήν, παρέχει ὕλην πρὸς συγγραφήν, Ἀριστείδ. 1. 274. ΙΙ. τὸ γεγραμμένον, γράμμα, βιβλίον, μάλιστα ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ: ἱστορία, διήγημα, ἡ Ἀττικὴ ξ. Θουκ. 1. 97, πρβλ. Ἀρρ. Ἀν. 1. 16, 5, Παυσ. 10. 19, 5, κτλ. 2) ἔγγραφος συμφωνία συμβόλαιον, Λατ. syngrapha, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ συνάλλαγμα, Ἱππ. Ὅρκος, Θουκ. 5. 35, κτλ.· συγγ. ναυτικαί, συμβόλαια ἢ ὁμόλογα πρὸς ἐξασφάλισιν τῶν χρημάτων ναυτικοῦ δανείου ἐπὶ ὑποθήκῃ τοῦ πλοίου, Δημ. 932. 3., 882. 7., 883, 16· οὕτω καθ’ ἑνικ. 908. 21., 923. 4· κατὰ τὰς συγγραφάς, κατὰ τὰ συμβόλαια ἢ τὰς συμφωνίας, Λυσί. 184. 38 ἀνδριάντα ἐκδεδωκὼς κατὰ συγγραφήν, διὰ συμβολαίου, Δημ. 268. 10· μὴ κατὰ συγγραφεῖς Αἰσχίν. 23. 3· δοκιμασθῆναι κατὰ τὴν σ. ταύτην Συλλ. Ἐπιγρ. 2266, 15· ξ. ἔχω παρά τινος, ἔχω ἐλθεῖ εἰς συμφωνίας ἐγγράφους πρός τινα περὶ ἐκτελέσεως ζωγραφίας τινός, Ἀνδοκ. 31. 17· πρβλ. συγγράφω IV. 3) ἔγγραφον ἢ συμβόλαιον καθόλου, μαρτυρικόν, κτλ.· διομολογούμενος ἐν συγγραφῇ καὶ ἐναντίον μαρτύρων Πλάτ. Νόμ. 953Ε.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
I. action de composer, description, exposition;
II. composition, particul. écrit en prose :
1 ouvrage d’histoire;
2 pièce authentique, traité, acte, contrat.
Étymologie: συγγράφω.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυγγραφή και δωρ. τ. συγγραφά, ἡ, Α συγγράφω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του συγγράφω
2. συνεκδ. σύγγραμμα, έργο, βιβλίο
3. έγγραφη συμφωνία, συμβόλαιο (α. «συγγραφή μίσθωσης» β. «τὴν πρᾱξιν πᾱσαν διομολογούμενοι ἐν ξυγγραφῇ καὶ ἐναντίον μαρτύρων», Πλάτ.)
νεοελλ.
φρ. α) «συγγραφή υποχρεώσεων»
(σχετικά με μίσθωση έργου) το σύνολο τών ειδικών όρων υπό τους οποίους ανατίθεται η εκτέλεση ενός έργου
β) «συγγραφή γενικών όρων» — συγγραφή που περιλαμβάνει τους νομικούς όρους και τις προϋποθέσεις συμμετοχής σε διαγωνισμό ανάληψης δημόσιου έργου
αρχ.
1. αφήγηση, εξιστόρηση, περιγραφή σε πεζό λόγο
2. (ειδικά) στίγμα στο μάτι
3. φρ. α) «κατὰ τὰς συγγραφάς» — σύμφωνα με το περιεχόμενο του συμφωνητικού (Λυσ.)
β) «κατά συγγραφήν» — με συμβόλαιο επιγρ.
γ) «συγγραφὴν ἔχει» — παρέχει ύλη για συγγραφή (Ηρόδ.)
δ) «συγγραφὴν ἔχω παρά τινος» — έχω έλθει σε έγγραφη συμφωνία με κάποιον (Ανδοκ.)
ε) «συγγραφαὶ ναυτικαί» — συμβόλαια για την εξασφάλιση τών χρημάτων ναυτικού δανείου με υποθήκη του πλοίου (Δημοσθ.).

Greek Monotonic

συγγρᾰφή: ἡ (συγγράφω),·
I. καταγραφή ή σημείωση, σε Ηρόδ.
II. 1. αυτό που έχει γραφή, γραπτό, βιβλίο· ιστορία, αφήγημα, σε Θουκ. κ.λπ.
2. γραπτό συμβόλαιο, συμφωνία, σύμβαση, Λατ. syngrapha, στον ίδ.· συγγραφαὶ ναυτικαί, συμβόλαιο ή χρεωστικά ομόλογα για εξασφάλιση απαίτησης από ναυτικό δάνειο (συνήθως με υποθήκη του πλοίου), σε Δημ.· ἀνδριάντα ἐκδεδωκὼς κατὰ συγγραφήν, έχοντας έθλεθι σε γραπτές συμφωνίες για την εκτέλεση ανδριάντα, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

συγγρᾰφή:
1) запись, описание или надпись Her.;
2) летопись, историческое произведение, история: ἡ Ἀττικὴ ξ. Thuc. история Аттики;
3) договор, контракт, соглашение: προθεῖναί τι ἄνευ ξυγγραφῆς Thuc. установить что-л. без заключения (формального) соглашения; κατὰ συγγραφήν Dem. в соответствии с договором;
4) документ, акт, расписка (διομολογεῖσθαί τι ἐν συγγραφῇ Plat.): συγγραφαὶ ναυτικαί Dem. заемное письмо под залог корабельного груза.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγγραφή -ῆς, ἡ Att. ook ξυγγραφή [συγγράφω] het opschrijven, noteren:. ἄνευ ξυγγραφῆς zonder het op schrift te stellen Thuc. 5.35.3. (proza)geschrift, (proza)werk, verhandeling (vaak met historisch of geografisch onderwerp). ἐν τῇ Ἀττικῇ ξυγγραφῇ in zijn werk over Attica Thuc. 1.97. schriftelijke overeenkomst: besluit, contract:. κατὰ συγγραφήν volgens afspraak, volgens specificatie Dem. 18.23.

Middle Liddell

συγγρᾰφή, ἡ, συγγράφω
I. a writing or noting down, Hdt.
II. that which is written, a writing, book: a history, narrative, Thuc., etc.
2. a written contract, a covenant, bond, Lat. syngrapha, Thuc.; συγγ. ναυτικαί a bond to secure money lent on bottomry, Dem.; ἀνδριάντα ἐκδεδωκὼς κατὰ συγγραφήν having contracted for its execution, Dem.

English (Woodhouse)

agreement, bond, history, work composed, written agreement, written bond

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)