Κρόνιος

From LSJ
Revision as of 08:00, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2, $3, $4:")

κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Κρόνιος Medium diacritics: Κρόνιος Low diacritics: Κρόνιος Capitals: ΚΡΟΝΙΟΣ
Transliteration A: Krónios Transliteration B: Kronios Transliteration C: Kronios Beta Code: *kro/nios

English (LSJ)

α, ον, (Κρόνος) A of Cronos or Saturn, ὦ Κρόνιε παῖ A.Pr.577, Pi.O.2.12; K. ἅλς the Adriatic, A.R.4.327, 509; but K. πόντος the North Sea, Orph.A.1081. b Astrol., Κρόνιον ὄμμα εἰς τὸν οἶκον ἐνέσκηψε, i.e. disaster, Hld.2.24. 2 Κρόνια (sc. ἱερά), τά, festival of Cronos at Athens on the twelfth of Hecatombaeon (hence called μὴν Κρόνιος, Plu.Thes.12); ὄντων Κρονίων D.24.26; K. ἐνστάντων Alciphr.3.57; later, = Lat. Saturnalia, D.H.4.14, Plu.2.272e, etc. 3 Κρόνιον (sc. ὄρος), τό, the hill of Cronos, near Olympia, Pi.O.1.111; = Lat. templum Saturm, D.C. 45.17. 4 Κρόνιον, τό, = δελφίνιον, Ps.-Dsc.3.73. II = Κρονικός 11, Κρονίων ὄζειν to smell of the dark ages, Ar.Nu.398, cf. Sch.ad loc.

Greek (Liddell-Scott)

Κρόνιος: -α, -ον, (Κρόνος)· ― ὁ ἀνήκων εἰς τὸν Κρόνον, ὁ τοῦ Κρόνου, ὦ Κρόνιε παῖ Αἰσχύλ. Πρ. 577, Πινδ. Ο. 2. 23· Κρ. ἅλς, ἡ Ἀδριατικὴ θάλασσα, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 327, 509. 2) Κρόνια (ἐξυπ. ἱερά), τά, ἡ ἑορτὴ τοῦ Κρόνου τελουμένη κατὰ τὴν εἰκοστὴν τοῦ μηνὸς Ἑκατομβαιῶνος (ὅστις ποτὲ ἐκαλεῖτο μὴν Κρόνιος, Πλουτ. Θεμ. 12)· ὄντων Κρονίων κατὰ τὴν ἑορτὴν τῶν Κρονίων, Δημ. 708. 13· Κρ. ἐνστάντων Ἀλκίφρων 3. 57· πρβλ. Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 398· εἰς μεταγενεστέρους χρόνους τὰ Κρόνια ἦσαν τὰ παρὰ Ρωμαίοις Saturnalia· ὅθεν, αἱ Κρονιάδες ἡμέραι, αἱ ἡμέραι τῶν Σατουρναλίων, Πλουτ. Κικ. 18· οὕτω, ἡ Κρονικὴ ἑορτὴ Πλουτ. Πομπ. 34. 3) Κρόνιον (ἐξυπ. ὄρος), τό, λόφος τοῦ Κρόνου ἐν Ὀλυμπίᾳ, Πινδ. Ο. 1. 179, πρβλ. 5. 40., 9. 4, κτλ. ― ὡσαύτως (ἐξυπακουομ. τοῦ τέμενος) τὸ ἱερὸν αὐτοῦ, Δίων Κ. 45. 17. ΙΙ. ὡς τὸ Κρονικός, ἐπὶ περιφρονητικῆς σημασίας, Κρονίων ὄζειν, ἔχειν ὀσμὴν παλαιῶν χρόνων, «οἷον ἀρχαϊκῆς εὐηθείας ὀδωδὼς» (Σχολ.), Ἀριστοφ. Νεφ. 398.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
I. adj. de Cronos, càd :
1 qui descend de Cronos;
2 propre à Cronos : μὴν Κρόνιος PLUT le mois des fêtes de Cronos, càd le mois Hécatombæon, à Athènes;
3 comique qui date de l’époque de Cronos;
II. subst.
1Κρόνιος le fils de Cronos (Zeus);
2 τὸ Κρόνιον (ὄρος) le mont de Cronos, à Olympie;
3 τὰ Κρόνια les fêtes de Cronos, à Athènes ; à Rome les Saturnales.
Étymologie: Κρόνος.

English (Slater)

Κρόνῐος
a son of Kronos Zeus, ὦ Κρόνιε παῖ Ῥέας (O. 2.12) πατρί τε Κρονίῳ τιμάεντι fr. 140a. 64 (38). Pelops, ἐν βάσσαις Κρονίου Πέλοπος (v. Σ ad loc., & Πα. 22: Pelops was descended from a daughter of Pelops, but v. b infra) (O. 3.23) ]Κρονίου Πέλοπος[ (Pae. 22.7) Poseidon, Ποσειδάωνι Κρονίῳ (O. 6.29)
b of Kronos referring to the hill of Kronos at Olympia. Ζεῦ, Κρόνιόν τε ναίων λόφον τιμῶν τ' Ἀλφεὸν (O. 5.17) Κρόνιον παρ' ὄχθον (O. 9.3) pro subs., παρ' εὐδείελον ἐλθὼν Κρόνιον (O. 1.111) ἵκοντο δ' ὑψηλοῖο πέτραν ἀλίβατον Κρονίου (O. 6.64) Κρονίου πὰρ τεμένει (N. 6.61)
c fragg. ]Κρόνιον δῶμ' ἀγλαο[ Πα. 7C. a. 6. Κρον[ (Pae. 6.68)

Greek Monotonic

Κρόνιος: -α, -ον (Κρόνος),
I. 1. Κρονικός, λέγεται για τον Κρόνο, σε Αισχύλ. κ.λπ.
2. Κρόνια (ενν. ἱερά), τά, η γιορτή του Κρόνου που εορταζόταν την δωδέκατη μέρα του Εκατομβίωνα, σε Δημ.· μεταγεν., τὰ Κρόνια ήταν τα Ρωμαϊκά Saturnalia· απ' όπου, αἱ Κρονιάδες ἡμέραι, ο χρόνος που εορτάζονταν τα Saturnalia, σε Πλούτ.
3. Κρόνιον (ενν. ὄρος), τό, ο λόφος του Κρόνου, σε Πίνδ.
II. όπως το Κρονικός, με υποτιμητική σημασία, Κρονίων ὄζειν, μυρίζει παλιά χρόνια, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

Κρόνιος:
1) происходящий от Крона (παῖς Aesch.);
2) посвященный Крону: μὴν Κρόνιος Plut. месяц Крона, т. е. Ἑκατομβαιών (см. Κρόνια 1);
3) восходящий ко временам Крона, древний, старинный: Κρονίων ὄζειν Arph. отдавать глубокой стариной.
II ὁ Кроний, сын Крона, т. е. Зевс Pind.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

Κρόνιος -α -ον [Κρόνος] van Kronos; subst. ὁ Κρόνιος zoon van Kronos, d.w.z. Zeus; τὸ Κρόνιον heuvel van Kronos (bij Olympia); τὰ Κρόνια feest van Kronos (in Athene); Saturnalia (in Rome); overdr. uit de tijd van Kronos, ouderwets:. Κρονίων ὄζειν naar opoe’s tijd rieken Aristoph. Nub. 398.

Middle Liddell

Κρόνιος, η, ον Κρόνος
I. Saturnian, of Cronus or Saturn, Aesch., etc.
2. Κρόνια (sc. ἱερά), τά, his festival celebrated on the twelfth of Hecatombaeon, Dem.:—later, τὰ Κρόνια were the Roman Saturnalia; hence, αἱ Κρονιάδες ἡμέραι the time of the Saturnalia, Plut.
3. Κρόνιον (sc. ὄροσ), the hill of Cronus or Saturn, Pind.
II. like Κρονικός, in contemptuous sense, Κρονίων ὄζειν to smell of the dark ages, Ar.