λόγιος
φιλοσοφώτερον καὶ σπουδαιότερον ποίησις ἱστορίας ἐστίν: ἡ μὲν γὰρ ποίησις μᾶλλον τὰ καθόλου, ἡ δ' ἱστορία τὰ καθ' ἕκαστον λέγει → poetry is something more scientific and serious than history, because poetry tends to give general truths while history gives particular facts
English (LSJ)
α, ον, (λόγος) A of or belonging to λόγοι: I versed in tales or stories (cf. λόγος v), λόγιοι καὶ ἀοιδοί Pi.P.1.94, cf. N.6.45: hence of chroniclers (opp. poets), Περσέων οἱ λόγιοι Hdt.1.1; Αἰγυπτίων -ώτατοι Id.2.3, cf. 4.46; so later, οἱ -ώτατοι τῶν ἀρχαίων συγγραφέων Plb.6.45.1, cf. 38.6.1, D.S. 2.4, D.H.5.17, etc. 2 generally, learned, erudite, Democr.30, etc.; λ. περὶ τὴν ὅλην φύσιν Arist.Pol.1267b28; ὁ λ. Ἀκεστῖνος, of a learned physician, Hld.4.7; οἱ -ώτατοι Τυρρηνῶν, of the Tuscan haruspices, Plu.Sull.7; Χαλδαίων οἱ λ. Arr.An.7.16.5, cf. J.AJ17.6.2, etc.; λογιώτατος as title, OGI408.5 (Theb. Aeg.), POxy.902.1 (v A. D.), etc.; ὁ τῆς λ. μνήμης σχολαστικός PMasp.118.30 (vi A. D.). II skilled in words, eloquent, τὸ μεγαλοπρεπὲς ὅπερ νῦν καὶ λόγιον ὀνομάζουσιν Demetr.Eloc.38, etc.; Arist. is said to have made Thphr. [τὸν] -ώτατον (of his disciples), Str.13.2.4; λ. ἐξ ἀφώνου γενόμενος Plu.Pomp.51; epithet of Hermes, as the god of eloquence, Luc.Apol.2, Gall.2 (Sup.), Jul.Or.4.132a; οἱ λ. θεοί Id.Ep.80; this sense is condemned by Phryn.176. Adv. -ίως eloquently, Plu.2.405a; ὡς ἐνῆν -ώτατα as nearly in words as possible, of the elephant, ib.968d. III oracular, Ἀπόλλωνος δῶμα λόγιον Berl.Sitzb.1911.632 (Cyprus).
German (Pape)
[Seite 56] 1) der Rede kundig, beredt, Plut. Pomp. 51; bes. Beiwort des Hermes, als des Gottes der Redekunst, Luc. u. a. Sp., auch allein, τῷ λογίῳ θύσομεν, Luc. pro merc. cond. 2, wie ὁ λογιώτατος θεῶν ἁπάντων Gall. 2. – Uebh. gelehrt, wissenschaftlich gebildet, Her. 1, 1. 2, 77. 4, 46, bes. von den Geschichtskundigen, im Ggstz der epischen Sänger und Rhapsoden, wie Hesych. erkl. ἱστορίας ἔμπειρος; vgl. Pol. οἱ λογιώτατοι τῶν συγγραφέων, 6, 45, 1; Arist., der seine Schüler λογίους, den Theophr. λογιώτατον nannte, Strab. XIII p. 919; λόγιος περὶ τὴν φύσιν, Arist. pol. 2, 8. Bei Plut. Syll. 7 scheinen Τυῤῥηνῶν οἱ λόγιοι die Wahrsager zu sein, vgl. λόγιον u. Arr. An. 7, 16, 8. – 2) im Ggstz von ἀοιδός ist λόγιος der sich der gewöhnlichen, prosaischen Rede Bedienende, καὶ ἀοιδοί, Pind. P. 1, 94 u. N. 6, 47, die bei den Festschmäusen nicht durch Gesang, sondern durch prosaische Unterhaltung, Erzählungen ergötzten. – 3) Später heißen so bes, die Dialektiker. – Auch übh. ein kluger, gewandter, im praktischen Leben erfahrener Mann, Eur. Ion 602. – Nach Demetr. Phalar. 38 nannte man auch später λόγιος im Styl, was früher μεγαλοπρεπές geheißen.
Greek (Liddell-Scott)
λόγιος: -α, -ον, (λόγος) ὁ ἀνήκων εἰς τοὺς λόγους. 1) ἔμπειρος, ἐπιτήδειος εἰς διηγήματα ἢ ἱστορίας (λόγος IV), χρονογράφος, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν ἐπικὸν ποιητήν, λεγόμενον ὑπὸ τοῦ Ἡροδ. ἐπὶ ἀνθρώπων πεπαιδευμένων ἐν τοῖς μύθοις ἢ τῇ Ἱστορίᾳ, Περσέων οἱ λόγιοι 1. 1· Αἰγυπτίων λογιώτατοι 2. 3, πρβλ. 4. 46· λογιώτατοι, ἐπὶ ἀνθρώπων καλλιεργούντων τὴν μνήμην των διὰ τῆς μαθήσεως, 2. 77· λόγιοι καὶ ἀοιδοὶ Πινδ. Π. 1. 183, πρβλ. Ν. 6. 75· - ἀκολούθως, 2) καθόλου, πεπαιδευμένος, εὐπαίδευτος, λ. περὶ τὴν ὅλην φύσιν Ἀριστ. Πολ. 2. 8, 1· οὕτω λέγεται ὅτι ὁ Ἀριστ. ἐκάλει τὸν Θεόφραστον τὸν λογιώτατον (τῶν μαθητῶν αὐτοῦ), Στράβ. 919· λ. ἰατρός, πεπαιδευμένος ἰατρός, Ἡλιόδ. 4. 7· Τυρρηνῶν οἱ λ., ἐπὶ τῶν Τυρρηνῶν οἰωνοσκόπων, Πλουτ. Σύλλ. 7· Χαλδαίων οἱ λ. Ἀρρ. Ἀν. 7. 16· ἄρχων λ. Ἀνθ. Π. παράρτ. 346. ΙΙ. ἔμπειρος εἰς λόγους, εὔγλωττος, Εὐρ. Ἴων 602· λ. ἐξ ἀφώνου γενόμενος Πλουτ. Πομπ. 51, κτλ.· ἐπίθετον τοῦ Ἑρμοῦ ὡς θεοῦ τῆς γλώσσης καὶ τῆς εὐγλωττίας, Λουκ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 2, Ὄνειρ. ἢ Ἀλεκτ. 2, κ. ἀλλ.· - Ἐπίρρ. -ίως, εὐγλώττως, Πλούτ. 2. 405A· ὡς ἐνῆν λογιώτατα, ὅσον ἦτο δυνατὸν εἰς ζῷον ἄλογον νὰ παραστήσῃ ὡς διὰ λόγου, ἐπὶ ἐλέφαντος, αὐτόθι 968C. - Ἴδε Κόντου Σχόλια ἐν «Ἀθηνᾶς» τ. Β΄, σ. 398.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
1 habile à parler, disert, éloquent ; ὁ Λόγιος LUC le dieu de l’éloquence (Hermès);
2 habile à raisonner ; capable de raisonner sur, savant, docte ; particul. qui connaît les légendes ou l’histoire d’un pays;
Sp. λογιώτατος.
Étymologie: λόγος.
English (Slater)
λόγῐος
1 chronicler, poet ὀπιθόμβροτον αὔχημα δόξας οἶον ἀποιχομένων ἀνδρῶν δίαιταν μανύει καὶ λογίοις καὶ ἀοιδοῖς (P. 1.94) [ἀοιδοὶ καὶ λόγιοι (codd., Π: ἀοιδαὶ καὶ λόγοι Pauw.) (N. 6.30) ] πλατεῖαι πάντοθεν λογίοισιν ἐντὶ πρόσοδοι νᾶσον εὐκλέα τάνδε κοσμεῖν (N. 6.45) ]λογίων Δ. 4e. 6.
English (Strong)
from λόγος; fluent, i.e. an orator: eloquent.
English (Thayer)
λόγιον (λόγος), in classical Greek
1. learned, a man of letters, skilled in literature and the arts; especially versed in history and antiquities.
2. skilled in speech, eloquent: so δυαντος κτλ.)). The use of the word is fully exhibited by Lobeck ad Phryn., p. 198. (Herodotus, Euripides, others))
Greek Monolingual
-ια, -ιο (AM λόγιος, -ία, -ιον) λόγος
πεπαιδευμένος, πνευματικά καλλιεργημένος, μορφωμένος, πολυμαθής
νεοελλ.
1. (και ως ουσ.) άνθρωπος τών γραμμάτων
2. ο σχετικός με τα γράμματα και τον λόγο («λόγια παράδοση» — η παράδοση που βασίζεται σε γραπτές κυρίως μαρτυρίες ανθρώπων τών γραμμάτων, σε αντιδιαστολή προς τη λαϊκή παράδοση)
3. (στον υπερθ.) λογιώτατος και λογιότατος, -η, -ο
α) προσηγορία τών μορφωμένων επί τουρκοκρατίας
β) (εμπαικτικά) σχολαστικός οπαδός της καθαρεύουσας
μσν.-αρχ.
αυτός που χαρακτηρίζεται από ευφράδεια, εύγλωττος («ἅπαντας μὲν γὰρ λογίους ἐποίησε τοὺς μαθητὰς Ἀριστοτέλης», Στράβ.)
αρχ.
1. ο ικανός, ο έμπειρος στις διηγήσεις ή ιστορίες («καὶ λογίοις καὶ ἀοιδοῑς», Πίνδ.)
2. ο χρονογράφος, σε αντιδιαστολή προς τον επικό ποιητή
3. μαντικός, χρησμοδοτικός («Ἀπόλλωνος δῶμα λόγιον», επιγρ.).
επίρρ...
λογίως (AM λογίως)
νεοελλ.
με αρχαΐζοντα τρόπο, αρχαιοπρεπώς
μσν.-αρχ.
εύγλωττα, με ευφράδεια.
Greek Monotonic
λόγιος: -α, -ον (λόγος)·
I. 1. επιτήδειος σε διηγήματα ή ιστορία, (λόγος IV)· ως ουσ., χρονογράφος, χρονικογράφος, σε Ηρόδ.
2. γενικά, πεπαιδευμένος, πολυμαθής, εγγράμματος, σε Αριστ., κ.λπ.
II. έμπειρος στους λόγους, εύγλωττος, σε Ευρ., Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
λόγιος:
1) сведущий, ученый (περὶ τὴν ὅλην φύσιν Arst.);
2) красноречивый (Ἑρμῆς Luc.; ἀνήρ NT).
II ὁ
1) ученый (Περσέων οἱ λόγιοι Her.);
2) прозаик, (λόγιοι καὶ ἀοιδοί Pind.).
Middle Liddell
λόγιος, η, ον λόγος
I. versed in tales or stories (λόγος IV): as Subst. a chronicler, annalist, Hdt.
2. generally learned, erudite, Arist., etc.
II. skilled in words, eloquent, Eur., Plut.
Chinese
原文音譯:lÒgioj 羅居哦士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:放置(說)
字義溯源:口才流利的,有口才的,有學問的;源自(λόγος)=話);而 (λόγος)出自(λέγω / εἴρω)*=陳述)
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 有口才的(1) 徒18:24