κοιμάμαι

From LSJ
Revision as of 13:45, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

φλαύραν δ' οὐ σπάνις γυναῖκ' ἔχειν → it is not difficult to have a bad wife

Source

Greek Monolingual

και κοιμούμαι (Α κοιμῶ, -άω, Μ κοιμοῦμαι και κοιμῶμαι)
1. βρίσκομαι σε κατάσταση ύπνου, πέφτω σε ύπνο
2. πλαγιάζω για ύπνο
3. συνεκδ. πεθαίνω, κείτομαι νεκρός
4. μτφ. αδιαφορώ, απρακτώ, εφησυχάζω, αδρανώ («το κράτος κοιμάται»)
5. έρχομαι σε σαρκική μίξη, συνευρίσκομαι, πλαγιάζω μαζί με κάποιον
νεοελλ.
1. μτφ. α) είμαι διανοητικά νωθρός
β) είμαι οκνηρός, αργοκίνητος («κοιμάται όρθιος»)
2. μτφ. βρίσκομαι σε κατάσταση τέλειας ακινησίας, ηρεμώ τελείως («τα νερά της λίμνης κοιμούνται»)
3. φρ. α) «κοιμάται τον ύπνο του δικαίου» ή «κοιμάται τον αξύπνητο» — πέθανε, είναι νεκρός
β) «κοιμάμαι με τις κότες» — πηγαίνω πολύ νωρίς για ύπνο
γ) «κοιμάται κι η τύχη του δουλεύει» — κερδίζει χωρίς να κοπιάσει
μσν.
«κοιμοῦμαι θάνατον» — πεθαίνω
αρχ.
1. (το παθ.) κοιμῶμαι. -άομαι
α) φυλάγω φρουρά τη νύχτα
β) διανυκτερεύω
γ) ονειρεύομαι
2. (το ενεργ.) κοιμῶ, -άω
α) βάζω κάποιον να κοιμηθεί, κοιμίζω
β) καταπραΐνω, κατευνάζω, καθησυχάζω («κοίμησον δ' ὀδύνας», Ομ. Ιλ.)
3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) οι κεκοιμημένοι
οι νεκροί
4. φρ. «κοίμησον στόμα» — σώπα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. κοιμάω / - και κοιμάομαι / -ῶμαι < αμάρτυρο κοῖμα ή κοῖμος που ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα κοιμ- της ρίζας κειμ- του κεῖμαι. Ο νεοελλ. τ. κοιμάμαι σχηματίστηκε υποχωρητικά, αναλογικά προς το γ' εν. κοιμᾶται του κοιμῶμαι. Επίσης σχηματίστηκε τ. σε -οῦμαι (κοιμοῦμαι), η κλίση του οποίου περιορίστηκε στο α' εν. και, τοπικά, και στο α' πληθ. (πρβλ. σμυρναϊκό κοιμούμαστε) καθώς και στο γ' πληθ., το οποίο τελικά εντάχθηκε στην κλίση του κοιμᾶμαι (κοιμοῦνται συνηθέστερο του κοιμῶνται). Τέλος, μεταξύ τών συνθέτων του ρ., που σχηματίζονται επίσης σε -ῶμαι, -ᾶμαι και -οῦμαι, εμφανίζεται και ένας μοναδικός τ. σε -ιέμαι, το αποκοιμιέμαι, σχηματισμένο κατά τον τύπο του αγαπ-ιέμαι.
ΠΑΡ. κοίμησις, κοιμητήριον αρχ. κοιμήθρα, κοίμημα, κοιμητικώς, κοιμήτωρ
μσν.
κοιμησιό, κοιμητίο
νεοελλ.
κοιμηθιά.
ΣΥΝΘ. α) -άμαι: νεοελλ. αλαφροκοιμάμαι, αποκοιμάμαι, βαθιοκοιμάμαι, βαριοκοιμάμαι, γλυκοκοιμάμαι, ελαφροκοιμάμαι, κακοκοιμάμαι, καλοκοιμάμαι, λαγοκοιμάμαι, μισοκοιμάμαι, ξανακοιμάμαι, ξενοκοιμάμαι, παρακοιμάμαι, πολυκοιμάμαι, σιγοκοιμάμαι, χαμοκοιμάμαι, ψευτοκοιμάμαι
β) -ιέμαι: νεοελλ. αποκοιμιέμαι
γ) -ούμαι: νεοελλ. αλαφροκοιμούμαι, αποκοιμούμαι, βαθιοκοιμούμαι, βαριοκοιμούμαι, γλυκοκοιμούμαι, κακοκοιμούμαι, καλοκοιμούμαι, λαγοκοιμούμαι, μισοκοιμούμαι, ξανακοιμούμαι, ξενοκοιμούμαι, παρακοιμούμαι, πολυκοιμούμαι, σιγοκοιμούμαι, ψευτοκοιμούμαι
δ) -ώ: αρχ. κατακοιμώ
ε) -ώμαι: αποκοιμώμαι, παρακοιμώμαι, συγκοιμώμαι
αρχ.
εγκατακοιμώμαι, εγκοιμώμαι, εκκοιμώμαι, επικατακοιμώμαι, επικοιμώμαι, περικοιμώμαι, προκοιμώμαι].