πονηρία

From LSJ
Revision as of 08:25, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πονηρία Medium diacritics: πονηρία Low diacritics: πονηρία Capitals: ΠΟΝΗΡΙΑ
Transliteration A: ponēría Transliteration B: ponēria Transliteration C: poniria Beta Code: ponhri/a

English (LSJ)

ἡ,
A bad state or bad condition, ὀφθαλμῶν Pl. Hp.Mi.374d; ἡ τοῦ σώματος πονηρία Id.R.609c; πονηρία ψυχῆς ibid.
II in moral sense, wickedness, vice, knavery, ἡ μωρία… ἀδελφὴ τῆς πονηρίας ἔφυ S.Fr.925, cf. Ar.Th.868, Lys.22.16; εἰς τὴν πονηρίαν πάλιν τρέπεται = turns again to vice, X.Cyr.7.5.75: in plural, knavish tricks, rogueries, D.21.19, Arist.Rh.1389a18.
2 baseness, cowardice, E.Cyc.645, Lys.14.9.
3 with a political connotation, mob rule, Th.8.47.

German (Pape)

[Seite 680] ἡ, schlechte od. böse Sinnesart, u. überh. schlechter Zustand, schlechte Beschaffenheit; Soph. frg. 663; Eur. Cycl. 641; Ar. Thesm. 868; ἡ σώματος πονηρία νόσος οὖσα, Plat. Rep. X, 609 c, vgl. Phil. 45 e; πονηρίᾳ καὶ ἀθλιότητι τῆς πόλεως, Rep. IX, 575 c; Ggstz von ἀρετή, Theaet. 176 b, wie Xen. Cyr. 2, 2, 24; εἰς τὴν πονηρίαν τρέπεσθαι, d. i. schlechter werden, 7, 5, 75; implur., Dem. 21, 19; Folgde.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
méchanceté, perversité ; αἱ πονηρίαι méchancetés ; malhonnêteté.
Étymologie: πονηρός.

Greek (Liddell-Scott)

πονηρία: ἡ, (πονηρός) κακὴ κατάστασις, ὀφθαλμῶν Πλάτ. Ἱππ. Ἐλάττ. 374D· ἡ τοῦ σώματος π. ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 609C. II. ἐπὶ ἠθικῆς ἐννοίας, κακία, πανουργία, μοχθηρία, Λατ. pravitas, ἡ μωρία… ἀδελφὸς τῆς π. ἔφυ Σοφ. Ἀποσπ. 663, πρβλ. Ἀριστοφ. Θεσμ. 868, Λυσίας 165, 37, Πλάτ. Πολ. 609C, κτλ.· εἰς π. τρέπεσθαι Ξεν. Κύρ. 7. 5, 75· ἐν τῷ πληθ., πανοῦργα τεχνάσματα, δόλοι, Δημ. 521. 7, Ἀριστ. Ρητ. 2. 12, 7. 2) ποταπότης, δειλία, Εὐρ. Κύκλ. 645.

English (Strong)

from πονηρός; depravity, i.e. (specially), malice; plural (concretely) plots, sins: iniquity, wickedness.

English (Thayer)

πονηρίας, ἡ (πονηρός) (from Sophocles down), the Sept. for רֹעַ and רָעָה, depravity, iniquity, wickedness (so A. V. almost uniformly)), malice: αἱ πονηρίαι (cf. Winer's Grammar, § 27,3; Buttmann, § 123,2; R. V. wickednesses), evil purposes and desires, A. V. iniquities), κακία, at the end.)

Greek Monolingual

πονηρία, η, ΝΜΑ, και πονήρια και πονηριά Ν πονηρός
1. (με ηθική σημ.) κακία, πανουργία, δολιότητα
2. στον πληθ. πονηρές ενέργειες, κατεργαριά, πονηράδα
νεοελλ.
δυσπιστία, υπόνοια, καχυποψία
αρχ.
1. κακή κατάσταση, καχεξία
2. ποταπότητα
3. δειλία, ανανδρία
4. οχλοκρατία.

Greek Monotonic

πονηρία: ἡ (πονηρός),
I. κακή κατάσταση ή περίσταση, κακία, μοχθηρία, σε Πλάτ.
II. 1. με ηθική σημασία, σαθρότητα, μοχθηρία, πανουργία, σε Δημ.
2. χυδαιότητα, μικροψυχία, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

πονηρία:
1) плохое состояние, нездоровье (τοῦ σώματος, ὀφθαλμῶν Plat.);
2) испорченность, негодность (τῆς πόλεως Plat.; τῆς πονηρίας τινὸς ἐπικρατῆσαι Lys.): εἰς τὴν πονηρίαν τρέπεσθαι Xen. портиться, ухудшаться;
3) лукавство NT.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πονηρία -ας, ἡ [πονηρός] slechte toestand:. ὥσπερ σῶμα ἡ σώματος πονηρία νόσος οὖσα... διόλλυσι zoals de slechte lichaamstoestand, een ziekte, een lichaam vernietigt Plat. Resp. 609c. slechtheid; spec. lafheid; politiek heerschappij van het gepeupel; Thuc. 8.47.2; plur. wandaden, rotstreken. Dem. 21.19.

Middle Liddell

πονηρία, ἡ, πονηρός
I. a bad state or condition, badness, Plat.
II. in moral sense, wickedness, vice, knavery, Lat. pravitas, Plat., Xen.: in plural knavish tricks, rogueries, Dem.
2. baseness, cowardice, Eur.

Chinese

原文音譯:ponhr⋯a 坡尼里阿
詞類次數:名詞(7)
原文字根:痛苦-湧出 相當於: (רַע‎) (רֹעַ‎)
字義溯源:邪惡,墮落,罪惡,惡意,惡;源自(πονηρός)=有害的,惡毒的), (πονηρός)出自(πόνος)=勞苦), (πόνος)出自(πένης)=貧窮),而 (πένης)又出自(πεντηκοστή)X*=辛勞)。參讀 (ἀγνόημα)同義字
出現次數:總共(7);太(1);可(1);路(1);徒(1);羅(1);林前(1);弗(1)
譯字彙編
1) 邪惡(3) 可7:22; 路11:39; 羅1:29;
2) 惡(1) 弗6:12;
3) 邪惡的(1) 林前5:8;
4) 罪惡(1) 徒3:26;
5) 惡意(1) 太22:18

English (Woodhouse)

baseness, deformity, meanness, unworthiness, wickedness, bodily defect, dishonourableness

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)