ἀνίερος
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
English (LSJ)
ον,
A unholy, unhallowed, A.Ag. 220,769, Supp.757; ἀνίερος ἀθύτων πελάνων = unhallowed because of the unoffered sacrifices, E.Hipp.146 (all lyr. passages); of a child born out of wedlock, Pl.R.461b.
II receiving no victims, Ἄρης E.Fr.992 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 236] unheilig, Aesch. Ag. 213. 746; δαίμων Suppl. 738 u. sonst; τύχη, Unglück, B. A. 13; νόθος καὶ ἀν. παῖς Plat. Rep. V, 461 b, nicht durch heilige Gebräuche geweiht.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνίερος: -ον, ὁ μὴ ἱερός, μὴ ἡγιασμένος, βέβηλος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 220. 770, Ἱκ. 757· ἀνίερος ἀθύτων πελάνων, μὴ ἱερός, βέβηλος ἕνεκα τῶν μὴ προσενεχθεισῶν θυσιῶν, Εὐρ. Ἱππ. 147· ἅπαντα λυρικὰ χωρία. ΙΙ. ὁ μὴ καθιερωρείς, Πλάτ. Πολ. 461Β.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non consacré.
Étymologie: ἀ, ἱερός.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ῑ-]
I 1no santo, impío θράσος A.A.769, μένος A.Supp.757, cf. A.220, τύχη Trag.Adesp.336b, ἀγών Ph.1.681, ἐπιθυμία Ph.2.235, del demonio, Eus.M.20.1420B, de los judíos ἀ. γενόμενοι Ath.Al.Fug.2.4 (p.69.12).
2 ilegítimo de un hijo καὶ ἀνίερον φήσομεν αὐτὸν παῖδα τῇ πόλει καθιστάναι Pl.R.461b.
II que no recibe víctimas Ἄρης E.Fr.992, ἀνίερος ἀθύτων πελάνων E.Hipp.146.
III adv. ἀνιέρως = sacrilegamente Dion.Ar.M.3.137A.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνίερος, -ον)
ανόσιος, βέβηλος, αυτός που δεν σέβεται τα ιερά
μσν.
1. ψευδοϊερέας, αυτός που αντικανονικά ασκεί το ιερατικό λειτούργημα
2. ο μη χριστιανός
αρχ.
1. αυτός στον οποίο δεν προσφέρονται θυσίες
2. (για εξώγαμα παιδιά) μη νόμιμος.
Greek Monotonic
ἀνίερος: -ον, I. ανόσιος, μη αγιασμένος, βέβηλος, σε Αισχύλ.· ἀνίερος ἀθύτων πελάνων, ανίερος εξαιτίας μη προσφερομένων θυσιών, σε Ευρ.
II. μη καθιερωμένος, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνίερος:
1) неосвященный (νόθος καὶ ἀ. παῖς Plat.);
2) не принесший жертвы, не очистившийся жертвоприношениями (κούρα Eur.);
3) нечестивый, безбожный (θράσος Aesch.; ὁμιλία Plut.).
Middle Liddell
I. unholy, unhallowed, Aesch.; ἀνίερος ἀθύτων πελάνων unhallowed because of unoffered sacrifices, Eur.
II. unconsecrated, Plat.