συναναβαίνω
ὁκόταν οὖν ταῦτα πληρωθέωσιν, ἐμωρώθη ἡ καρδίη· εἶτα ἐκ τῆς μωρώσιος νάρκη· εἶτ' ἐκ τῆς νάρκης παράνοια ἔλαβεν → now when these parts are filled, the heart becomes stupefied, then from the stupefaction numb, and finally from the numbness these women become deranged
English (LSJ)
A go up with or together, freq. of going into central Asia, Hdt.7.6, X.An.5.4.16, Isoc.4.146; τινι with one, ib.145, X.An. 1.3.18; τινὶ εἰς Ἱεροσόλυμα Ev.Marc.15.41; μετά τινος OGI632.2 (Palmyra, ii A.D.); σ. μέχρι Συήνης Str.2.5.12, cf. 11.5.2; pass upwards also, διὰ τῶν ὀστῶν Gal.2.711; ascend the sky with, τῷ πόλῳ Vett.Val.8.14. 2 σ. ἅρμα mount it together, Luc.Charid. 19.
German (Pape)
[Seite 999] (s. βαίνω), mit, zugleich, zusammen hinausgehen, -ziehen, bes. nach Asien hinein; Her. 7, 6; Κύρῳ, Isocr. 4, 145; Xen. An. 1, 3, 18. 5, 4, 16. S. ἀναβαίνω.
Greek (Liddell-Scott)
συναναβαίνω: ἀναβαίνω ὁμοῦ μετά τινος, μάλιστα ἐπὶ τῆς εἰς τὴν μέσην Ἀσίαν ἀναβάσεως, Ἡρόδ. 7. 6, Ξεν. Ἀνάβ. 5. 4, 16, Ἰσοκρ. 71Β· τινι, ὁμοῦ μετά τινος, αὐτόθι 70Ε, Ξεν. Ἀνάβ. 1. 3, 18· οὕτω, συν. μέχρι Συήνης Στράβ. 118, πρβλ. 504, κτλ. 2) συναναβαίνω ἅρμα, ἀναβαίνω ὁμοῦ εἰς τὸ ἅρμα, Λουκ. Χαρίδ. 19.
French (Bailly abrégé)
1 monter ensemble ou en même temps : τινι ἅρμα LUC monter avec qqn sur un char;
2 s'enfoncer de la côte dans l'intérieur d'un pays avec, τινι.
Étymologie: σύν, ἀναβαίνω.
English (Strong)
from σύν and ἀναβαίνω; to ascend in company with: come up with.
English (Thayer)
2nd aorist συνανεβην; to ascend at the same time, come up together with to a higher place: τίνι, with one, followed by εἰς with the accusative of the place, Herodotus, Xenophon, Dionysius Halicarnassus, Strabo, others; the Sept. several times for עָלָה.)
Greek Monolingual
ΜΑ ἀναβαίνω
1. ανεβαίνω μαζί με κάποιον σε υψηλότερο σημείο, σε βουνό, σε λόφο κ.λπ. (α. «συναναβάντες αὐτῷ πρὸς τὰ μετέωρα», Χορίκ.
β. «καὶ ἄλλαι πολλαὶ αἱ συναναβᾱσαι αὐτῷ εἰς Ἱεροσόλυμα», ΚΔ)
2. ανεβαίνω πνευματικά μαζί με κάποιον, ανεβάζω τη σκέψη μου σε ανώτερα θέματα («ὁπόταν τις συναναβῄ αὐτῷ ἔνθα ἐστὶν ὁ Θεός», Κλήμ. Αλ.)
3. ανέρχομαι, φθάνω στο ύψος κάποιου άλλου («τῷ ἀναβαίνοντι ἐναρέτῳ συναναβήσεται ἡ δόξα αὐτοῦ», Ωριγ.)
αρχ.
1. ανεβαίνω, κατευθύνομαι μαζί με κάποιον από την παραλία προς τα μεσόγεια («συναναβαίνειν μέχρι Συήνης», Στράβ.)
2. (για αστέρα) ανεβαίνω στον ουρανό, διαγράφω πορεία μαζί με άλλον («συναναβαίνειν τῷ πόλῳ», Βέττ. Βάλ.)
3. (για νερό) ανεβαίνει η στάθμη μου («συναναβαίνει και συνταπεινοῦται τῷ ποταμῷ τὸ ἐν φρέατι ὕδωρ», Στράβ.).
Greek Monotonic
συναναβαίνω: ανεβαίνω μαζί με κάποιον, λέγεται για την ανάβαση στην Κεντρική Ασία, σε Ηρόδ., Ξεν.· τινί, με κάποιον, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
συναναβαίνω:
1) вместе в(о)сходить: σ. τινὶ τὸ ἅρμα Luc. вместе с кем-л. садиться в колесницу;
2) вместе отправляться (вглубь страны) (ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας εἰς Ἱερουσαλήμ NT): οἱ τῷ Κύρῳ συναναβάντες Xen., Isocr. те, которые отправились с Киром внутрь страны.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-αναβαίνω samen (met...) naar boven gaan, samen (met...) landinwaarts gaan, met dat.
Middle Liddell
to go up with or together into central Asia, Hdt., Xen.; τινί with one, Xen.
Chinese
原文音譯:sunanaba⋯zw 尋-安那-白挪
詞類次數:動詞(2)
原文字根:共同-向上-步
字義溯源:一同上升,同上,同著,同往上去;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(ἀναβαίνω)=上去)組成,而 (ἀναβαίνω)又由(ἀνά)*=上)與(βάσις)=腳步)組成,其中 (βάσις)出自(βαθύς)X*=行走)
出現次數:總共(2);可(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 同著⋯的(1) 可15:41;
2) 同上(1) 徒13:31