ἄκαιρος

From LSJ
Revision as of 14:10, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck

Menander, Monostichoi, 437
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄκαιρος Medium diacritics: ἄκαιρος Low diacritics: άκαιρος Capitals: ΑΚΑΙΡΟΣ
Transliteration A: ákairos Transliteration B: akairos Transliteration C: akairos Beta Code: a)/kairos

English (LSJ)

ον,
A ill-timed, unseasonable, ἐς ἄκαιρα πονεῖν = make misguided efforts Thgn.919; οὐκ ἄκαιρα λέγειν A.Pr.1036; ἄκαιρος κένωσις Hp.VM10; προθυμία Th.5.65; ἐλευθερία Pl.R.569c; ἔπαινος Id.Phdr.24ce; ῥᾳθυμία D.18.46, γέλως Men.Mon.88. Adv. ἀκαίρως = inappropriately, inopportunely, unexpectedly, A.Ag.808, Ch.624 (both lyr.), Hp. Acut. 17, al.: Comp. ἀκαιροτέρως Id.Epid.1.19: neuter plural as adverb, ἄκαιρα = inopportunely, ἄκαιρ' ἀπώλλυτο E.Hel.1081.
II of persons, importunate, troublesome, Thphr.Char.12; ἄκαιρος καὶ λάλος Alciphr.3.62.
2 c. inf., ill-suited to do a thing, X.Eq.Mag.7.6 (Comp.).
III ἄκαιρον, τό, = μυρσίνη ἀγρία (butcher's broom, butcher's-broom, Ruscus aculeatus), Dsc.4.144.

Spanish (DGE)

-ον
I 1desmedido, excesivo ἡδοναί Democr.B 71, X.Cyn.12.15, κέρδεα X.Cyr.4.2.45, ἐλευθερία Pl.R.569c, αἱ λίαν ἄκαιροι δαπάναι IG 22.1329.12 (III a.C.).
2 inoportuno, fuera de lugar o tiempo, intempestivo, mal escogido οὐκ ἄκαιρα ... λέγειν A.Pr.1036, cf. Ar.Th.462, κένωσις Hp.VM 10, προθυμία Th.5.65, ῥαθυμία D.18.46, γέλως Men.Mon.144, πικρία Plb.5.42.3, φειδωλία D.C.66.1, οὐκ ἄκαιρον ἐν τῷ παρόντι καταλέξαι Fauorin.De Ex.6.1
de palabras, discursos fastidioso ἔπαινος Pl.Phdr.240e, εὑρησιλογία Plb.29.1.2, cf. D.H.Lys.5.1, μῦθος LXX Si.20.19
neutr. plu. como adv. ἄκαιρ' οὐδὲ δυσφιλὲς γαμήλευμ' ἀπεύχετον A.Ch.624, ἄκαιρ' ἀπώλλυτο (τὰ ῥάκη) desaparecieron inoportunamente E.Hel.1081.
II 1que no acierta, inapropiado, desacertado γνώμα ... ἄκαιρος ὄλβου E.IT 420, ἐς ἄκαιρα πονεῖν esforzarse en vano Thgn.919, τοὺς ἄκαιρα μωμήνους los que desean cosas impropias A.Fr.494.21
de pers. inepto, desmañado, torpe c. inf. φυλάττειν ... τὰ φίλια ... οὐκ ἀκαιρότεροι X.Eq.Mag.7.6
de la lengua platónica ἄ. ἐν ταῖς μετωνυμίαις D.H.Dem.5.5.
2 inoportuno, molesto, impertinente Thphr.Char.12.1, ἄ. καὶ λάλος Alciphr.3.26.1.
III subst. τὸ ἄκαιρον bot. rusco, brusco, Ruscus aculeatus Dsc.4.144.
IV adv. ἀκαίρως = inoportunamente op. δικαίως A.A.808, cf. Hp.Acut.17, καὶ ἀ. μὴ σοφίζου LXX Si.32.4, κωλύεσθαι ἀ. παρὰ τινῶν γειτόνων PLond.1073.1 (VI d.C.), ἀκαίρως ποθοῦντας Fauorin.De Ex.12.26
repentinamente, Const.App.1.3.6.

German (Pape)

[Seite 67] nicht zur gelegenen Zeit, ungelegen, unzeitig, προθυμία Thuc. 5, 65; dem ἐς καιρόν entgegengesetzt, Eur. Hel. 1081; ἐς ἄκαιρα πονεῖν, zur Unzeit, umsonst, sich anstrengen, Theogn. 899; οὐκ ἄκαιρα λέγειν Aesch. Prom. 1038, passendes sagen; dem σύμμετρος entgegengesetzt, Isocr. 12, 86; ἡδοναί Xen. Cyneg. 12, 15; – activ., γνώμα ἄκαιρος ὄλβου, nicht Maaß haltend im Glück, Eur. I. T. 420. – Lästig, zudringlich, Theophr. Char. 12; ineptus, Plut. sol. an. 12. – Adv. ἀκαίρως, dem δικαίως entggstzt, Aesch. Ag. 782.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui vient ou qui se fait à contretemps, qui n’est pas de saison, inopportun;
2 qui parle ou agit à contretemps, importun, fâcheux.
Étymologie: , καιρός.

Greek (Liddell-Scott)

ἄκαιρος: -ον, ὁ μὴ ἐν καιρῷ, ἀκατάλληλος, φορτικός, ἐς ἄκαιρα ποιεῖν, Λατ. operam perdere (χάνω τὸν κόπον μου), Θέογν. 919· οὐκ ἄκαιρα λέγειν, Αἰσχύλ. Πρ. 1036· ἄκ. προθυμία, Θουκ. 5· 65· ἐλευθερία, Πλάτ. Πολ. 569C· ἔπαινος, ὁ αὐτ. Φαῖδρ. 240Ε. ῥᾳθυμία, Δημ. 241. 8· γέλως, Μενάνδ. Μονόστιχα 88. - Ἐπίρρ. -ρως, Αἰσχύλ. Ἀγ. 808, Χο. 624. Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 11, περὶ διαιτ. Ὀξ. 386. - Συγκρ. ἀκαιροτέρως, ὁ αὐτ. 955, οὐδέτερον πληθ. ὡς ἐπίρρ. ἄκαιρ᾿ ἀπώλλυτο, Εὐρ. Ἑλ. 1081. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, φορτικός, ἐνοχλητικός, Λατ. molestus, ineptus, Θεοφρ. Χαρ. 12· ἀκ. καὶ λάλος, Ἀλκίφρ. 3. 62. 2) μετ᾿ ἀπαρ., οὐχὶ ἁρμόδιος ὅπως πράξῃ τι, Ξεν. Ἱππαρχ. 7. 6, κατὰ συγκρ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἄκαιρος, -ον)
αυτός που λέγεται ή γίνεται σε ακατάλληλο χρόνο, ο παράκαιρος
νεοελλ.
1. πρόωρος
2. άγουρος
3. αδικαιολόγητος, παράλογος
αρχ.
1. αυτός που γίνεται ενοχλητικός με το να κάνει ή να πει κάτι τη στιγμή που δεν πρέπει
2. ο ακατάλληλος να κάνει κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + καιρός
αντίθετο της λ. εὔκαιρος.
ΠΑΡ. ακαιρία αρχ. ἀκαιρεύομαι
αρχ.-μσν.
ἀκαιρῶ.
ΣΥΝΘ. ακαιρολόγος αρχ. ἀκαιροβόας, ἀκαιρορρήμων, ἀκαιροφάγος
μσν.
ἀκαιροπαρρησία, ἀκαιροπαρρησιαστής
νεοελλ.
ακαι-ρόμυθος, ακαιροφόρητος].

Greek Monotonic

ἄκαιρος: -ον, I. αυτός που συμβαίνει σε ακατάλληλη χρονική στιγμή, παράκαιρος, αυτός που δεν ευνοείται από τις συγκυρίες· ἐς ἄκαιρα πονεῖν, Λατ. operam perdere, σε Θέογν.· οὐκ ἄκαιρα λέγειν, σε Αισχύλ.· ἄκαιρος προθυμία, σε Θουκ.· επίρρ. -ρως, σε Αισχύλ. κ.λπ.· το ουδ. πληθ. ως επίρρ., σε Ευρ.
II. λέγεται για πρόσωπα, φορτικός, ενοχλητικός, Λατ. molestus, σε Θεόφρ.

Russian (Dvoretsky)

ἄκαιρος:
1) несвоевременный, неуместный, некстати задуманный или некстати сказанный, невпопад затеянный, неподобающий (προθυμία Thuc.; ἔπαινος Plat.: ῥαθυμία Dem.; γέλως Men.; στρατήγημα Plut.): οὐκ ἄκαιρα φαίνεται λέγειν Aesch. говорит он, повидимому, дело;
2) неумеренный, чрезмерный (φιλοδοξία, πλησμοναί Plut.): γνώμη ἄ. ὄλβου Eur. безграничная жажда богатств;
3) непрошенный, назойливый, бестактный (γυνή Plut.);
4) неподходящий, непригодный: φυλάττειν οὐκ ἄ. Xen. пригодный для несения охраны.

Middle Liddell


I. ill-timed, unseasonable, inopportune, ἐς ἄκαιρα πονεῖν, Lat. operam perdere, Theogn.; οὐκ ἄκαιρα λέγειν Aesch.; ἄκ. προθυμία Thuc.:—adv. -ρως, Aesch., etc.; neut. pl. as adv., Eur.
II. of persons, importunate, Lat. molestus, Theophr.

Wikipedia EN

Illustration Ruscus aculeatus0.jpg
Ruscus aculeatus

Ruscus aculeatus, known as butcher's-broom, is a low evergreen Eurasian shrub, with flat shoots known as cladodes that give the appearance of stiff, spine-tipped leaves. Small greenish flowers appear in spring, and are borne singly in the centre of the cladodes. The female flowers are followed by a red berry, and the seeds are bird-distributed, but the plant also spreads vegetatively by means of rhizomes. It is native to Eurasia and some northern parts of Africa. Ruscus aculeatus occurs in woodlands and hedgerows, where it is tolerant of deep shade, and also on coastal cliffs. Likely due to its attractive winter/spring color, Ruscus aculeatus has become a fairly common landscape plant. It is also widely planted in gardens, and has spread as a garden escapee in many areas outside its native range. The plant grows well in zones 7 to 9 on the USDA hardiness zone map.

The Latin specific epithet aculateus means “prickly”.

Translations

unsuitable

Bulgarian: неподходящ; Catalan: inadequat; Czech: nevhodný; Dutch: ongeschikt, ongepast; Finnish: sopimaton; Galician: inadecuado; German: untauglich; Greek: ακατάλληλος; Ancient Greek: ἀνάρτιος; Gujarati: અયોગ્ય; Hungarian: alkalmatlan, célszerűtlen; Irish: mí-oiriúnach; Italian: inadatto; Japanese: そぐわない, 不適当な, 不適切な, 不相応な; Latin: alienus; Maori: pakarā, hēhē; Plautdietsch: onpaussent; Romanian: neadecvat, neconvenabil, inconvenabil, nepotrivit, nenimerit; Russian: неподходящий; Spanish: inadecuado, inapropiado; Uyghur: ئەپسىز‎, بىئەپ‎

ill-timed

Bulgarian: неподходящ за сезона, несвоевременен; Greek: παράκαιρος; Hindi: अकाल; Italian: intempestivo; Latin: intempestivus, incommodus; Manx: neuemshiragh; Sanskrit: अकाल; Scottish Gaelic: eas-amail; Urdu: اکال

troublesome

Bulgarian: неприятен, досаден; Chinese Mandarin: 討厭, 讨厌, 煩人, 烦人, 麻煩, 麻烦; Min Nan: lo1so1, lui1-lui1-tui1-tui1, 啰嗦; Danish: generende; Esperanto: ĝena; Finnish: vaivalloinen, hankala, työläs; French: gênant, troublant; Galician: problemático; German: lästig, leidig, problembeladen, problematisch; Ancient Greek: ὀχληρός, χαλεπός, ἀργαλέος; Hungarian: bajos; Irish: aimpléiseach, trioblóideach; Japanese: 厄介, 迷惑, 面倒; Khmer: យ៉ាប់; Latin: molestus; Maori: whangawhanga, whakatōwenewene; Middle English: noyous; Norwegian Bokmål: sjenerende; Polish: kłopotliwy; Portuguese: problemático, difícil; Russian: беспокойный, хлопотный; Scottish Gaelic: draghail; Spanish: problemático, prolijo; Swedish: besvärlig; Welsh: helbulus, trafferthus; Westrobothnian: omaksam