σκιόεις
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
εσσα, εν (neut. σκιόειν metri gr., A.R.2.404):—A shady, shadowy, οὔρεα, ὄρεα σ., shady, i.e. thickly wooded, mountains, Il.1.157, Od.7.268, Pi.P.9.34; μέγαρα σ. dark chambers, Od.1.365, 4.768; ὄρθρον ὑπὸ σκιόεντα the morning twilight, Tryph.236. 2 Act., νέφεα σ. overshadowing clouds, Il.5.525, Od.8.374, etc. II unsubstantial, of a reflection in a mirror, and of the shadow on a sun-dial, τύπος AP6.20 (Jul.), 9.807; κέρδος ὀνείρου ib.11.366 (Maced.).
German (Pape)
[Seite 899] εσσα, εν, schattig, schattcnreich; οὔρεα, Il. 1, 157, schattige, d. i. mit Wald dicht bewachsene Gebirge, wie Pind. P. 9, 34, μέγαρα, schattige, große u. tiefe Gemächer, Od. 1, 365; auch νέφεα, Schatten machende, verdunkelnde Wollen, Il. 5, 525. 12, 157 Od. 8, 374 u. öfter. Ein neutr. σκιόειν hat Ap. Rh. 2, 404.
French (Bailly abrégé)
όεσσα, όεν;
I. qui donne de l'ombre;
II. 1 sombre, obscur;
2 couvert d'ombrages, ombreux.
Étymologie: σκιά.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκιόεις -όεσσα -όεν [σκιά] schaduwrijk, schaduw biedend:. οὔρεα bergen Il. 1.157; νέφεα wolken Il. 5.525.
Russian (Dvoretsky)
σκιόεις: όεσσα, όεν
1) покрывающий тенью, наводящий тень (νέφεα Hom.);
2) тенистый, покрытый тенью (οὔρεα Hom.);
3) темный (μέγαρα Hom.);
4) теневой: σ. τόπος Anth. теневое изображение, силуэт.
English (Autenrieth)
εσσα, εν: affording shade, shady; μέγαρα, shadowy halls, an epithet appropriate to a large apartment illuminated by flickering fire-lights.
English (Slater)
σκῐόεις (cf. σκιάεις.) shadowy “ὀρέων κευθμῶνας ἔχει σκιοέντων” (P. 9.34)
Greek Monolingual
και σκιάεις, -εσσα, -εν, και τ. ουδ. σκιόειν, Α
1. σκιερός
2. σκοτεινός («μνηστῆρες δ' ὁμάδησαν ἀνὰ μέγαρα σκιόεντα», Ομ. Οδ.)
3. αυτός που ρίχνει σκιά πάνω σε κάτι, που καλύπτει κάτι με σκιά («τὴν ἕτερος ῥίπτασκε ποτὶ νέφεα σκιόεντα», Ομ. Οδ.)
4. (για ανάκλαση σε κάτοπτρο) μη πραγματικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκιά + κατάλ. -όεις. Το ουδ. σκιόειν οφείλεται σε μετρικές ανάγκες].
Greek Monotonic
σκιόεις: -εσσα, -εν (σκιά),
I. 1. σκιερός, σκιώδης· οὔρεα σκιόεντα, δηλ. πυκνόφυτα, σε Όμηρ.· σκιόεντα μέγαρα, σκιερά δωμάτια, σε Ομήρ. Οδ.
2. Ενεργ., νέφεα σκιόεντα, σύννεφα που ρίχνουν τη σκιά τους, σε Όμηρ.
II. σκοτεινός, φασματικός, ανυπόστατος, σε Ανθ.
Greek (Liddell-Scott)
σκιόεις: εσσα, εν (οὐδέτ. σκιόειν χάριν τοῦ μέτρου, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 404)· ― ὡς τὸ σκιερός, σύσκιος, ἔχων σκιὰν πολλήν, οὔρεα, ὄρεα σκ., σύσκια, κατάσκια, Τρυφιόδ. (γραπτ. Τριφιόδ-.) 236. 2) ἐνεργ., νέφεα σκ., σύννεφα ἐπισκιάζοντα, Ἰλ. Ε. 525, Ὀδ. Θ. 374, κτλ. ΙΙ. οὐχὶ πραγματικός, ἐπὶ ἀντανακλάσεως ἐν κατόπτρῳ, τύπος Ἀνθ. Π. 6. 20., 9. 807· κέρδος ὀνείρου αὐτόθι 11. 366. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «σκιερόν. μέλαν. βαθύ».
Middle Liddell
σκιόεις, εσσα, εν σκιά
I. shady, shadowy, οὔρεα σκιόεντα i. e. thickly wooded, Hom.; σκ. μέγαρα dark chambers, Od.
2. act., νέφεα σκ. overshadowing clouds, Hom.
II. shadowy, unsubstantial, Anth.