ὀλισθαίνω

From LSJ
Revision as of 12:30, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3")

οἱ τότε ἤρχοντο εἰς τὴν νῆσον → they were then coming to the island

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλισθαίνω Medium diacritics: ὀλισθαίνω Low diacritics: ολισθαίνω Capitals: ΟΛΙΣΘΑΙΝΩ
Transliteration A: olisthaínō Transliteration B: olisthainō Transliteration C: olistheno Beta Code: o)lisqai/nw

English (LSJ)

(also ὀλισθάνω Arist.Pr.936a15, 939a26, A.R.1.377, etc., but never in good Att.): fut. A ὀλισθήσω LXX Pr. 14.19, Nonn.D.36.458 : pf. ὠλίσθηκα Hp.Art.57, 65 : plpf. ὠλισθήκειν (v. infr. 11.1) : aor. ὠλίσθησα AP9.125, Str.Chr.4.8 (p.476 Kr.), etc.; 3pl. ὠλίσθησαν Nic.Fr.74.51 (codd. Ath., ὠλίσθηναν cj. Schn.); part. fem. ὀλισθήνασα Id.Al.89: but in classical Att. always aor. 2 ὤλισθον, part. ὀλισθών, inf. ὀλισθεῖν (Hom. only in Il., in Ep. 3sg. ὄλισθε, v. infr.) :—slip, fall upon a slippery path, ἔνθ' Αἴας μὲν ὄλισθε θέων Il.23.774; ἐκ δέ οἱ ἧπαρ ὄλισθεν = his liver fell from him, 20.470; ἐξ ἀντύγων ὤλισθε = he slipped from... S.El.746; ὀ. τῆς χειρὸς ὁ σίδηρος Arist.Mech. 854a19; νηὸς ὀλισθών AP9.267 (Phil.); ὐ. εἴσω, ἔξω, of a bone, slip out of the socket on one side or the other, Hp.Fract.14,37; θαυμαστὰ γὰρ τὸ τόξον ὡς ὀλισθάνει slips, loses its force, S.Fr.960 : metaph., ὀ. εἰς νοῦσον AP7.233 (Apollonid.); ἐς Ἅιδου IG14.1642; in moral sense, make a slip, Ar.Ra.690; in literary sense, εἰς τερατώδεις ὀ. ἀναπλασμούς Metrod.Herc.831.5. 2 slip along or glide along, ὀ. ἐν τῷ λάβδα ἡ γλῶττα Pl.Cra.427b; βέλος διὰ σαρκὸς ὄλισθεν Theoc.25.230. II causal, sprain by slipping, ὠλισθήκει τὸν γλουτόν Philostr.V A3.39, cf. Gym.14. 2 make to slip, τὰς διανοίας LXX Si.3.24.

German (Pape)

[Seite 323] od. ὀλισθάνω, welche Form die ältere u. bessere ist, obwohl Ar. Equ. 494 die Form auf -αίνω steht; fut. ὀλισθήσω, aor. ὤλισθον, selten u. erst bei Sp. ὠλίσθησα, vgl. Lob. Phryn. 742; perf. ὠλίσθηκα; – ausgleiten, auf einem schlüpfrigen Wege fallen; ἔνθ' Αἴας μὲν ὄλισθε θέων, Il. 23, 774; κἀξ ἀντύγων ὤλισθε, er glitt aus u. fiel herab, Soph. El. 736; so νηός, Philp. 77 (IX, 267); τοῖς ὀλισθοῦσιν, dem voranstehenden σφαλείς entsprechend, Ar. Ran. 689; ὥςτε μὴ ὀλισθάνειν ἡ ὕλη καὶ ἡ γῆ σχήσει, Xen. An. 3, 5, 11, herabgleiten; ὅτι ὀλισθάνει μάλιστα ἐν τῷ λάβδαγλῶττα, Plat. Crat. 427 b; ἀμφοτέροις ἅμα τοῖς ποσί, Pol. 3, 55, 2; Sp., ὀλισθεῖν ἐπ' ἰσχίον, Lucill. 20 (XI, 316); εἰς νοῦσον, in eine Krankheit verfallen, Apollds. 12 (VII, 233). – Darüber hingleiten, schlüpfen, Sp. – Bei Ael. u. Philostr. auch trans., ausfallen, durch Ausgleiten u. Fallen ausrenken. – Ὀλισθεύω und ὀλισθέω, als praes., = ὀλισθαίνω, sind wohl schwerlich jemals im Gebrauch gewesen. – Das erst später gebildete ὄλισθος führt wahrscheinlich auf den Stamm λεῖος, λίσπος zurück.

Greek Monolingual

(ΑΜ ὀλισθάνω και ὀλισθαίνω)
1. μετακινούμαι ακούσια σε κατωφέρεια ή σε λεία επιφάνεια, κυλίομαι, γλιστρώ («ἔνθ' Αἴας μὲν ὄλισθε θέων», Ομ. Ιλ.)
2. μτφ. πέφτω σε ηθικό παράπτωμα ή σε σφάλμα
αρχ.
1. παρασύρομαι σε χαμηλότερο σημείο ή καταπίπτω («ὀλισθάνει τῆς χειρὸς ὁ σίδηρος», Αριστοτ.)
2. (για οστό) εξαρθρώνομαι
3. (μτβ.) εξαρθρώνω, στραμπουλώ («ὠλισθήκει τὸν γλουτόν», Φιλόστρ.)
4. μτφ. περιπίπτω σε μία κατάσταση («νοῦσον ὅτ' εἰς ὑπάτην ὠλίσθανε», Ανθ. Παλ.)
5. έχω την ικανότητα να ρέω με ευκολία («ὅτι δὲ ὀλισθάνει μάλιστα ἐν τῷ λάβδαγλῶττα κατιδών», Πλάτ.)
6. κάνω κάτι να γλιστρήσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο ενεστ. ὀλισθάνω έχει σχηματιστεί υποχωρητικά από τον αόρ. ὤλισθον, που θεωρείται ο αρχαιότερος τ. του συστήματος (πρβλ. ἥμαρτον> ἁμαρτάνω), με παρέκταση -σθ- (< -dhdh-) και με ενεστ. επίθημα -αν- (πρβλ. αΐω (Ι)— αίσθομαιαισθάνομαι). Ο ενεστ. τ. ὀλισθαίνω είναι μεταγενέστερος. Το ρ. ὀλισθάνω, το αρκτικό - του οποίου είναι πιθ. προθεματικό, μπορεί να συνδεθεί με τ. της Γερμανικής και της Βαλτικής που ανάγονται σε ΙΕ ρίζα slei-dh- «ολισθηρός, γλιστρώ»: αγγλοσαξ. slīdan, αγγλ. slide, μσν. άνω γερμ. slīten, λιθουαν. slysti, αρχ. σλαβ. slě «ίχνος». Πιθανή επίσης θεωρείται και η σύνδεση του ρήματος με αρχ. ινδ. sredhati «σκοντάφτω, παραπατώ». Το θ., τέλος, του ὀλισθάνω, συνδέεται με το θ. ὀλι-β- του ὀλιβρός].

Greek Monotonic

ὀλισθάνω και ὀλισθαίνω: αόρ. βʹ ὤλισθον, Επικ. ὄλισθον· μέλ. ὀλισθήσω, αόρ. αʹ ὠλίσθησα, παρακ. -ηκα είναι μεταγεν.·
1. γλιστρώ, γλιστρώ και πέφτω, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐξ ἀντύγων ὤλισθε, γλίστρησε και έπεσε από το άρμα, σε Σοφ.· μεταφ., διαπράττω σφάλμα, αμαρτάνω, σε Αριστοφ.
2. γλιστρώ, τρέχω εύκολα, ρέω, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

ὀλισθαίνω: Plut. (только praes. и impf.) = ὀλισθάνω.

Mantoulidis Etymological

(=γλιστρῶ). Ἀπό τό ο προθεματικό + λισσός (=λεῖος). Ἔχει σχέση μέ τά λίς (=λεῖος, φαλακρός), γλίσχρος. Θέμα λισθμέ προθεματικό ο καί τό πρόσφυμα αν → ὀλισθάνω καί ὀλισθάν-j-ω→ ὀλισθαίνω.
Παράγωγα: ὀλίσθημα (=γλίστρημα), ὀλισθηρός (=γλιστερός), ὀλίσθησις, ὀλισθητικός, ὄλισθος, εὐολίσθητος.