καλύπτρα

From LSJ
Revision as of 10:19, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid

Menander, Monostichoi, 304-305
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰλύπτρα Medium diacritics: καλύπτρα Low diacritics: καλύπτρα Capitals: ΚΑΛΥΠΤΡΑ
Transliteration A: kalýptra Transliteration B: kalyptra Transliteration C: kalyptra Beta Code: kalu/ptra

English (LSJ)

Ion. καλύπτρη, ἡ,
A veil or headdress, ἀπὸ δὲ λιπαρὴν ἔρριψε καλύπτρην Il.22.406, cf. Od.5.232, Parm.1.10, A.Pers.537 (anap.), Supp.122; καλύπτρα πλοκάμων Archil.18; esp. bride's veil, Euph.107.4: metaph., δνοφερὰ καλύπτρα the dark veil of night, A.Ch. 811 (lyr.).
2 land given to queens as veil-money (cf. ζώνη 1.3), Pl.Alc.1.123c, Aristid.Or.19(41).4.
II cover, lid, φαρετρέων Hdt. 4.64(pl.); θυμιατηρίου IG22.1396.31 (iv B.C.).
2 seed-capsule, Gp.11.11.2.

German (Pape)

[Seite 1315] ἡ, Hülle, Decke, bes. Kopfbedeckung der Frauen, Schleier; κεφαλῇ δ' ἐπέθηκε καλύπτρην Od. 5, 232. 10, 545; Il. 22, 406; Aesch. Pers. 529; übertr., δνοφεραὶ καλύπτραι, von der Nacht, Ch. 798; Plat. Alc. I, 123 b u. Sp.; καλύπτρας τῶν φαρετρέων ποιεῦνται, Deckel, Her. 4, 64.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 couvercle de carquois;
2 voile, coiffe de femme.
Étymologie: καλύπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καλύπτρα -ας, ἡ, Ion. καλύπτρη [καλύπτω] hoofddoek, sluier:; ἀπὸ... λαπαρὴν ἔρριψε καλύπτρην ze wierp de glanzende hoofddoek van zich af Il. 22.406; ὠσάμεναι κράτων ἄπο χερσὶ καλύπτρας die met hun handen de hoofddoeken van hun hoofd gerukt hadden Parm. B 1.10; ook overdr.: δνοφερὰ καλύπτρα sluier van duisternis Aeschl. Ch. 811. hoes:. καλύπτραι τῶν φαρετρέων hoezen van de pijlenkokers Hdt. 4.64.3.

Russian (Dvoretsky)

κᾰλύπτρα:
1 покрывало, покров (κεφαλῇ ἐπιθεῖναι καλύπτρην Hom.): δνοφεραὶ καλύπτραι Aesch. темные покровы (ночи);
2 крышка (τῶν φαρετρέων Her.);
3 «покрывало» (земельный надел персидских цариц, доходы с которого формально предназначалась на покупку нарядов) Plat.

Greek Monolingual

η (AM καλύπτρα, Α ιων. τ. καλύπτρη) καλύπτω
1. αυτός που καλύπτει, που σκεπάζει κάτι, το κάλυμμα
2. τεμάχιο λεπτού υφάσματος με το οποίο καλύπτουν οι γυναίκες το κεφάλι ή το πρόσωπο, κεφαλοπάνι, βέλο
(«ἀπὸ δὲ λιπαρὴν ἔρριψε καλύπτρην», Ομ. Ιλ.)
νεοελλ.
1. βοτ. στρώμα από παρεγχυματικά κύτταρα που σχηματίζει κάλυμμα σε σχήμα κουκούλας στην κορυφή της ρίζας
2. ανατ. το τμήμα του εγκεφαλικού στελέχους προς τη ράχη τών εγκεφαλικών σκελών και της γέφυρας διά μέσου του οποίου ανέρχονται αισθητικές ίνες προς τα εγκεφαλικά ημισφαίρια
μσν.
1. (στο Βυζάντιο) πηλήκιο, κάλυμμα της κεφαλής τών στρατιωτών από ελαφρό ύφασμα, που κατέληγε σε οξεία γωνία στο πάνω μέρος
2. το περίβλημα του καρπού τών φυτών, λέπυρο, περικάρπιο
αρχ.
1. νυφικό πέπλο
2. ως παρωνυμία μιας περιοχής στην Περσία, που δόθηκε από τον μεγάλο βασιλιά στη σύζυγό του, από τα εισοδήματα της οποίας δαπανούσε για τα καλύμματα του κεφαλιού ή του προσώπου της
3. επίθεμα, πώμα
4. θόλος, τρούλλος
5. βλέφαρο
6. σάβανο
7. μτφ. φρ. «δνοφερά καλύπτρα» — το σκοτεινό κάλυμμα της νύχτας (Αισχύλ.).

Greek Monotonic

κᾰλύπτρα: Ιων. -πτρη, ἡ,
I. 1. πέπλο, βέλο γυναίκας, σε Όμηρ., Αισχύλ.· μεταφ., δνοφερὰ κ., το μαύρο πέπλο της νύχτας, σε Αισχύλ.
2. λέγεται για γη που παραχωρείται σε βασίλισσες ως χρήματα για το βέλος τους (πρβλ. ζώνη I. 2), σε Πλάτ.
II. σκέπασμα ή καπάκι φαρέτρας, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰλύπτρα: Ἰων. -πτρη, ἡ, ὡς τὸ κάλυμμα, κάλυμμα γυναικός, ἀπὸ δὲ λιπαρὴν ἔρριψε καλύπτρην Ἰλ. Χ. 406, πρβλ. Ὀδ. Ε. 232, Παρμεν. παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 111, Αἰσχύλ. Πέρσ. 537, Ἱκέτ. 121· καλ. πλοκάμων Ἀρχίλ. 16· καλύπτρα νύμφης (πρβλ. ἀνακαλυπτήρια) Εὐφορίων παρὰ τῷ Σχολ. Εὐρ. εἰς Φοιν. 688· ― μεταφ., δνοφερὰ καλ., τὸ σκοτεινὸν κάλυμμα τῆς νυκτός, Αἰσχύλ. Χο. 811. 2) ἐπὶ χώρας ἐν Περσίᾳ δεδομένης ὑπὸ τοῦ μεγάλου βασιλέως εἰς τὴν ἑαυτοῦ γυναῖκα, ἐκ τῶν εἰσοδημάτων τῆς ὁποίας νὰ δαπανᾷ διὰ τὰς καλύπτρας αὑτῆς (πρβλ. ζώνη Ι. 3), Πλάτ. Ἀλκ. 1. 123Β, πρβλ. Ἀριστείδ. 1. 513. ΙΙ. τὸ σκέπασμα φαρέτρας, Ἡρόδ. 4. 64.

Middle Liddell


I. a woman's veil, Hom., Aesch.:—metaph., δνοφερὰ κ. the dark veil of night, Aesch.
2. of land given to queens as veil-money (cf. ζώνη I. 2), Plat.
II. the cover or lid of a quiver, Hdt.