ὑποκλίνω
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
[ῑ],
A bend under or bend in subjection to, γόνυ τινί Nonn.D.15.124: but usually in Pass., recline or lie down under, c. dat., σχοίνῳ ὑπεκλίνθη Od.5.463, cf. AP9.71 (Antiphil.), etc.; Βάκχῳ νύμφη ὑποκλινθεῖσα = ὑποδμηθεῖσα, Orph.A.195; μαζὸς ὑπεκλίνθη = has grown flaccid, AP5.272 (Agath.); ὑποκεκλιμένων τῶν σκελῶν with the legs bent, Aët. 16.111.
2 give way to, ὅταν τὸ ἐπιθυμητικὸν ὑποκλίνηται τῷ θυμικῷ Herm. in Phdr.p.157 A.: so intr. in Act., εἰ . . ὑποκλίνοιτε φάλαγγι Orph.A.848.
3 turn aside, Phlp. in Mete.85.39.
German (Pape)
[Seite 1220] niederbeugen, unterwerfen. – Pass. darunter liegen, σχοίνῳ ὑπεκλίνθη Od. 5, 463, u. sp. D., ὑποκλινθεὶς δένδροις Antiphil. 12 (IX, 71), μαζὸς ὑπεκλίνθη Agath. 13 (V, 273); – übertr. sich unterwerfen, nachgeben, ὑποκλινθῆτε φάλαγγι Orph. Arg. 851, u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
coucher sous;
Pass. ὑποκλίνομαι;
1 se coucher sous, s'étendre sous, τινι;
2 fig. se courber sous, céder à, τινι;
3 incliner ou pendre en bas ; en parl. d'astres être à son déclin.
Étymologie: ὑπό, κλίνω.
English (Autenrieth)
only pass. aor., ὑπεκλίνθη, he lay down, Od. 5.463†.
Greek Monolingual
ὑποκλίνομαι ΝΜΑ, και ενεργ. ὑποκλίνω ΜΑ
μέσ.
1. κλίνω το κεφάλι και τον κορμό προς τα εμπρός για να χαιρετήσω κάποιον και να του εκφράσω τον σεβασμό μου, κάνω υπόκλιση
2. δηλώνω υποταγή, υποτάσσομαι
νεοελλ.
μτφ. αναγνωρίζω την αξία κάποιου, θαυμάζω κάποιον («υποκλίνομαι μπροστά στο ταλέντο σας»)
μσν.-αρχ.
ενεργ. κλίνω, γέρνω ελαφρά προς τα εμπρός («καὶ τὴν κεφαλὴν ὑπέκλινεν ὡς ἐν σχήματι προσκυνήσεως», Μηναί.)
αρχ.
1. ενεργ. υποτάσσω
2. μέσ. α) παραμερίζω
β) παρεκκλίνω
γ) (για αστέρα) δύω
3. παθ. (με δοτ.) πλαγιάζω κάτω από κάποιον.