φιλοτεχνέω
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → For extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable.
English (LSJ)
pf. Pass. πεφιλοτέχνημαι (v. infr. III):—
A love art, practise an art, of Athena and Hephaestus, Pl.Prt. 321e; περὶ [ἐμπειρίας] Phld.Mus.p.89K.; περὶ τὰ ἔξω Epict.Ench.29.7; περὶ τὴν παρρησίαν Plu.2.74c, etc.; ὑπέρ τινος Ael.VH2.2; φ. πρὸς τορευτὰς καὶ τοὺς ἄλλους τεχνίτας to converse with them on art, Plb.26.1.2; use terms of art, Phld.Sign.7.
II use or employ art or artifice, Plb. 16.30.2, Plu.2.142b, 2.1050c, etc.: c. inf., D.S.13.82.
III treat or arrange artistically, συλλαβὰς ποικίλως φ. D.H.Comp.15; represent in art, ἀγέλην (in a mosaic) Chor.1.33 p.11 F.-R., cf. 3.6 p.49 F.-R.; treat by the rules of art (i.e. alchemy), Olymp.Alch.p.91 B. (Pass.): —Pass., to be made by art or be furnished by art, παράδεισος τοῖς ἄλλοις πολυτελῶς πεφιλοτεχνημένος D.S. 14.80; πρός τι Id.3.37; θηλὴ πεφιλοτεχνημένη an artificial teat, Sor.1.115; to be represented artistically, πᾶσα ἀπόνοια ἐν ἐκείνοις πεφιλοτέχνηται, in Trag., Jul.Or.7.211a.
IV invent, devise, λίνα καὶ ἄρκυς Str.15.3.18.
German (Pape)
[Seite 1286] eine Kunst lieben, üben, Plat. Prot. 321 e; künstlich arbeiten, Sp.; – eine Kunst, List brauchen, anwenden, Plut. adv. Stoic. 41, Pol. 16, 30, 2; Etwas durch Kunst bewirken, c. inf., ἐφιλοτέχνησαν πλῆθος ἰχθύων ἐν αὐτῇ ποιῆσαι, sie wußten durch Kunst eine Menge Fische darin zu unterhalten, D. Sic. 13, 82; a. Sp; – φιλοτεχνεῖν ὑπέρ τινος πρός τινα, als Künstler über Etwas zu Einem sprechen, Ael. V. H. 2, 2; καὶ εὑρεσιλογῶν πρὸς τοὺς τορευτάς Ath. V, 193 d.
French (Bailly abrégé)
φιλοτεχνῶ :
I. en b. part;
1 faire avec art, disposer ou exécuter habilement : περί τι s'occuper avec goût ou en connaisseur de qch;
2 parler avec goût, en connaisseur : ὑπέρ τινος de qch;
II. en mauv. part imaginer un artifice, une ruse.
Étymologie: φιλότεχνος.
Greek Monolingual
φιλοτεχνῶ, φιλοτεχνέω, ΝΜΑ φιλότεχνος
ασκώ την τέχνη μου με ζήλο και αγάπη («εἰς δὲ τὸ τῆς Ἀθηνᾱς καὶ Ἡφαίστου οἴκημα τὸ κοινόν, ἐν ᾧ ἐφιλοτεχνείτην», Πλάτ.)
νεοελλ.
1. κατασκευάζω ή επεξεργάζομαι κάτι με πολλή τέχνη, με δεξιοτεχνία
2. δημιουργώ ένα έργο τέχνης («τον ανδριάντα φιλοτέχνησε ο καλλιτέχνης...»
αρχ.
1. συζητώ για την τέχνη, δείχνω ενδιαφέρον για την τέχνη («εὑρησιλογῶν καὶ φιλοτεχνῶν πρὸς τοὺς τορευτὰς καὶ τοὺς ἄλλους τεχνίτας», Πολ.)
2. χρησιμοποιώ τεχνάσματα, πανουργίες («οἱ πολιουρκούμενοι πρὸς ἀλλήλους εἰώθασιν ἀντιμηχανᾶσθαι καὶ φιλοτεχνεῖν», Πολ.)
3. επινοώ, εφευρίσκω
4. (με απρμφ.) κατορθώνω με την τέχνη ώστε να... («ἐφιλοτέχνησαν πλῆθος ἰχθύων ἐν αὐτῇ ποιῆσαι», Διόδ.)
5. παθ. φιλοτεχνοῦμαι, φιλοτεχνέομαι
(για πράγμ.) με ειδική επεξεργασία γίνομαι κατάλληλος για κάτι («στόμιον... πεφιλοτεχνημένον πρὸς ταύτην τὴν ὀξύτητα», Διόδ.).
Russian (Dvoretsky)
φιλοτεχνέω:
1 заниматься искусством (τὸ οἴκημα, ἐν ᾧ ἐφιλοτεχνείτην, sc. Ἣφαιστος καὶ Ἀθηνᾶ Plat.);
2 искусно действовать: φ. περί τι Plut. искусно использовать что-л.; κινεῖν τὸν ἀκροατὴν φιλοτεχνῶν Plut. умеющий искусно волновать аудиторию; ἀμωσγέπως στρέφεσθαι καὶ φ. Plut. всячески изворачиваться и стараться; πεφιλοτεχνημένος πρός τι Diod. ловко устроенный для какой-л. цели; ἐφιλοτέχνησαν πλῆθος ἰχθύων ποιῆσαι Diod. они ухитрились развести множество рыбы.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλοτεχνέω: παθ. πρκμ. πεφιλοτέχνημαι. Ἀγαπῶ τὴν τέχνην, ἀσκῶ τέχνην τινά, ἐπὶ τῆς Ἀθηνᾶς καὶ τοῦ Ἡφαίστου, Πλάτ. Πρωταγ. 321Ε· περί τι Ἐπικτ. Ἐγχειρ. 29. 7, Πλούτ., κλπ.· ὑπέρ τινος Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 2. 2· φιλ. πρὸς τοὺς τεχνίτας, συζητῶ περὶ τέχνης μὲ τοὺς τεχνίτας, Πολύβ. 26. 10. 3, πρβλ. Πλούτ. 2. 142Β. ΙΙ. ποιοῦμαι χρῆσιν τέχνης ἢ τεχνασμάτων, Πολύβ. 16. 30, 2, Πλούτ. 2. 1050C, κλπ.· μετ’ ἀπαρ., 13. 82. ― Παθ., γίνομαι ἢ παρέχομαι διὰ τῆς τέχνης, τινι, μέ τι πρᾶγμα, ὁ αὐτ. 14. 80· πρός τι ὁ αὐτ. 3. 37· ― οὕτως ἔτι μεταγεν., ἐφιλοτέχναστό τι (ἐκ ῥήμ. -τεχνάζω), Ἰωσ. Γενέσιος 42Β.
Greek Monotonic
φῐλοτεχνέω: μέλ. -ήσω, αγαπώ την τέχνη, ασκώ μια τέχνη, σε Πλάτ.