ῥόος

From LSJ
Revision as of 09:09, 28 February 2024 by Spiros (talk | contribs)

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥόος Medium diacritics: ῥόος Low diacritics: ρόος Capitals: ΡΟΟΣ
Transliteration A: rhóos Transliteration B: rhoos Transliteration C: roos Beta Code: r(o/os

English (LSJ)

ὁ, Cypr.
A ῥόϝος Inscr.Cypr.135.19 H., Att. contr. ῥοῦς: Ion. and later writers have the heterocl. dat. ῥοΐ (like νοΐ from νοῦς), Hellanic. 28J., Ach.Tat.3.20; also gen. ῥοός Peripl.M.Rubr.46: (ῥέω):—stream, flow of water, current, Hom. only in sg., freq. with genitive, ῥ. Ἀλφειοῖο, Ὠκεανοῖο, etc., Il.11.726, 16.151, al.; κῦμα ῥόοιο 21.263; προχέειν ῥόον εἰς ἅλα ib.219; ποταμοὺς ἔτρεψε νέεσθαι κὰρ ῥόον to flow in their own bed, 12.33; κατὰ ῥόον = downstream, i.e. with, the stream, Od.5.327,461, Hdt.2.96, etc.: metaph., φέρεσθαι κατὰ ῥοῦν Pl.R. 492c; ταυτὶ κατὰ ῥ. προχωρεῖ Luc.JTr.50; πρὸς ῥόον = upstream, against the stream, Il.21.303; Βόσπορος, ῥ. θεοῦ A.Pers.746 (troch.); current at sea, ὑπό τε τοῦ ῥοῦ καὶ ἀνέμου Th.1.54; εἰκῇ κατὰ ῥοῦν πλέοντας Phld.Rh.1.381S.: also, current of air, Emp.100.14; ῥόος καπνοῦ Pi.P.1.22.
II flux, discharge of morbid humours, Hp.Aph.5.56, Arist HA521a28, Thphr. HP 9.12.1.
III = ῥοή 3 (flux), Pl.Cra.411d.
IV v. ῥόον (pomegranate).

German (Pape)

[Seite 848] ὁ, att. zsgzgn ῥοῦς, das Fließen, Fluthen, Strömen, Fluß, Strom, Strömung; oft bei Hom., der nur den slag. braucht u. häufig einen gen. hinzufügt: ἱκόμεσθ' ἱερὸν ῥόον Ἀλφειοῖο, Il. 11, 726; παρὰ ῥόον Ὠκεανοῖο, 16, 151; κῦμα ῥόοιο, 21, 263; προχέειν ῥόον εἰς ἅλα, ib. 219; Pind. auch ῥόος κάπνου, P. 1, 22; Βόσπορον ῥόον θεοῦ, Aesch. Pers. 732; u. in Prosa: Her. κατὰ ῥόον, stromab, mit dem Strome, wie Plat. οἰ. χήσεσθαι φερομένην κατὰ ῥοῦν ᾗ ἂν οὗτος φέρῃ, öfter; ἵστησι τὸν ῥοῦν, Crat. 437 b; Folgde; κατὰ ῥοῦν ποιεῖσθαι τὴν πορείαν, Pol. 3, 66, 8, flußabwärts. – Sp. haben den heteroklitischen dat. ῥοΐ, auch gen. ῥοός u. acc. ῥόα, vgl. Lob. Phryn. p. 454 u. Jac. Ach. Tat. p. 671.

French (Bailly abrégé)

ῥόου (ὁ) :
courant d'un fleuve ; κατὰ ῥόον, κὰρ ῥόον, en suivant le courant ; fig. κατὰ ῥοῦν PLAT sans obstacle, heureusement.
Étymologie: ῥέω.

Russian (Dvoretsky)

ῥόος: стяж. ῥοῦς
1 течение: κατὰ ῥόον и κὰρ ῥόον Hom., Her., κατὰ ῥοῦν Plat., Polyb. вниз по течению; πρὸς ῥόον Hom. против течения; ῥ. Ἀλφειοῖο Hom. воды Алфея;
2 текучесть, подвижность, стремительное движение (φορὰ καὶ ῥ. Plat.);
3 мед. истечение Arst.

Greek (Liddell-Scott)

ῥόος: -ου, ὁ, Ἀττ. συνῃρ. ῥοῦς, ἴδε ἐν τέλ.: μεταγενέστεροι συγγραφεῖς ἔχουσι τὴν ἑτερόκλ. δοτ. ῥοΐ, ὡς νοῒ ἐκ τοῦ νοῦς, Ἑλλάνικ. (;) παρὰ τῷ Σχολ. Ἰλ. Φ. 242 (Ἀποσπ. 132)· ὡσαύτως γεν. ῥοός, αἰτ. ῥόα. Λοβ. εἰς Φρύν. 454 Paral. 173· (ῥέω)· - ὡς τὸ ῥοή, ῥεῦμα, ῥεῦσις, ῥοὴ ὕδατος, συχν. παρ’ Ὁμ., ἀλλὰ μόνον ἐν τῷ ἑνικῷ· συχνάκις παρ’ αὐτῷ προστίθεται καὶ προσδιορισμὸς διὰ γενικῆς, ῥ. Ἀλφειοῖο, Ὠκεανοῖο, κτλ., Ἰλ. Π. 131., Λ. 726· κῦμα ῥόοιο Φ. 263· προχέειν ῥόον εἰς ἅλα αὐτόθι 219· ποταμοὺς ἔτρεψε νέεσθαι κὰρ ῥόον, τοὺς ἔτρεψε νὰ ῥέωσιν ἐν τῇ ἰδίᾳ αὐτῶν κοίτῃ, Μ. 33· κατὰ ῥόον, κατὰ τὸ ῥεῦμα, κατὰ τὴν ῥοὴν τῶν κυμάτων, τὴν δ’ ἐφόρει μέγα κῦμα κατὰ ῥόον ἔνθα καὶ ἔνθα περὶ τῆς σχεδίης τοῦ Ὀδυσσέως, Ὀδ. Ε. 327, 461, Ἡρόδ. 2. 96, κτλ.· μεταφορ., κατὰ ῥοῦν φέρεσθαι Πλάτ. Πολ. 492C· ταυτὶ κατὰ ῥ. προχωρεῖ Λουκιανοῦ Ζεὺς Τραγῳδ. 50· πρὸς ῥόον, ἐναντίον τοῦ ῥεύματος, Ἰλ. Φ. 303 (πρβλ. κατὰ Β. Ι. 1)· Βόσπορος, ῥ. θεοῦ Αἰσχύλ. Πέρσ. 746· - ῥεῦμα ἐν θαλάσσῃ, ὑπό τε ῥοῦ καὶ τοῦ ἀνέμου Θουκ. 1. 54· - ῥεῦμα ἀέρος, Ἐμπεδ. 356· ὁμοίως, ῥόος καπνοῦ Πινδ. Π. 1. 43. II. ῥύσις, ἐκροὴ νοσηρῶν ὑγρῶν ἐκ τοῦ σώματος, Ἱππ. Ἀφ. 1255, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 19, 11· ἴδε Foës Oecon. II. = ῥοὴ 2, Πλάτ. Κρατ. 411D, πρβλ. 419D. - Ἴδε Κόντον ἐν «Σωκράτει» σ. 3 κἑξ.

English (Autenrieth)

(σρέω): flow, stream, current.

English (Slater)

ῥόος stream ποταμοὶ δ' ἁμέραισιν μὲν προχέοντι ῥόον καπνοῦ αἴθων (P. 1.22)

Spanish

corriente

Greek Monolingual

(I)
ο ρους / ῥοῦς, ΝΜΑ, και ιων. και ποιητ. τ. ῥόος και κυπρ. τ. ῥόϝος, Α
1. η ροή, η κίνηση, το ρεύμα του νερού (α. «ο ρους του Αράχθου», β. «Βόσπορον ῥόον θεοῦ», Αισχύλ.
γ. «ἱερὸν ῥόον Ἀλφειοῖο», Ομ. Ιλ.)
2. μτφ. φορά, κατεύθυνση, πορεία (α. «ο ρους της ιστορίας» β. «παιδείαν... φερομένην κατὰ ῥοῦν, ᾗ ἄν οὗτος φέρῃ», Πλάτ.)
μσν.-αρχ.
φρ. «κατὰ ῥόον» ή «κατὰ ῥοῦν»
i) κατά την κατεύθυνση του ρεύματος, όπως πάει το ρεύμαεἰκῇ κατὰ ῥοῦν πλέοντας», Φιλόδ.
ii) γρήγορα, απότομα («τὰ πράγματα κατὰ ῥόον ἐφέρετο ὥσπερ ἐν κατακλυσμῷ», Κωνστάντιος)
iii) σύμφωνα με... («ἔστ' ἄν ἴοι κατὰ ῥοῦν τὰ πνευματικὰ καὶ τῆς ἀληθείας οἱ χαρα κτῆρες... ἐκφαίνοιντο», Κύριλλ.)
αρχ.
1. θαλάσσιο ρεύμα («ἐξενεχθέντων ὑπό τε τοῦ ῥοῦ καὶ τοῦ ἀνέμου», Θουκ.)
2. ρεύμα ανέμου
3. ρύση, έκκριση νοσηρών υγρών από το σώμα («νενοσηκὸς δὲ τοῦτο τὸ αἷμα καλεῖται ῥοῦς», Θεόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα ῥοF- του ῥέω + κατάλ. -ος].

Greek Monotonic

ῥόος: -ου, ὁ, Αττ. συνηρ. ῥοῦς (ῥέω), ρεύμα, ροή, ρους, σε Όμηρ. κ.λπ.· ποταμοὺς νέεσθαι κὰρ ῥόον, (τους έτρεψε) να ρέουν στη δική τους κοίτη, σε Ομήρ. Ιλ.· κατὰ ῥόον, κατά το ρεύμα, κατά τη ροή των κυμάτων, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.· πρὸςῥόον, ενάντια, αντίθετα, κόντρα στο ρεύμα, σε Ομήρ. Ιλ.· ρεύμα θαλάσσης, ὑπό τε ῥοῦ καὶ ἀνέμου, σε Θουκ.

Middle Liddell

ῥόος, ου, [ῥέω]
a stream, flow, current, Hom., etc.; ποταμοὺς ἔτρεψε νέεσθαι κὰρ ῥόον to flow in their own bed, Il.; κατὰ ῥόον down stream, Od., Hdt., etc.; πρὸς ῥόον against stream, Il.:— a current at sea, Thuc.

Léxico de magia

ὁ contr. ῥοῦς corriente de agua ὅπου ῥοῦς ἐστιν ἢ παραρέον βαλανείου ... βάλε (τὴν πλάκαν) φέρεσθαι εἰς τὸν ῥοῦν ἢ εἰς θάλασσαν donde haya una corriente o un desagüe de un baño público echa la lámina a la corriente o al mar para que se la lleve P VII 436 P VII 451