πρώ

From LSJ
Revision as of 05:57, 4 October 2024 by Spiros (talk | contribs) (1 revision imported)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων → More than all pleasures that were ever made parents and fatherland our life still bless. Though we rich home in a strange land possess, still the old memories about us cling.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρώ Medium diacritics: πρώ Low diacritics: πρω Capitals: ΠΡΩ
Transliteration A: prṓ Transliteration B: prō Transliteration C: pro Beta Code: prw/

English (LSJ)

or πρῴ, πρῳαίτερον, πρῳαίτατα, v. πρωΐ. πρωγγυεύω, πρύτανος, v. προεγγυεύω, -ος. *πρώειρα, v. πρῷρα. πρῳζός, v. πρωϊζός. πρωή, ἡ,= Lat. mane, Glossaria.

German (Pape)

[Seite 802] od. πρῴ, adv., att. = πρωΐ; Soph. Tr. 628; Ar. Vesp. 104 Av. 129 u. oft; Andoc. 1, 38; Plat. Prot. 311 a; πρῲ ἔτι ἐστίν, Crit. 43 a, u. sonst. – S. πρωΐ.

Greek Monolingual

και πρω Α
επίρρ. (αττ. τ.) βλ. πρωί.

Greek Monotonic

πρώ: ή πρῴ, πρῳαίτερον, πρῳαίτατα, βλ. πρωΐ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρώ en πρῴ zie πρωΐ.

Greek Monolingual

πρωΐ ΝΜΑ, και αττ. τ. πρῴ ή πρώ και σε κώδικες πρῶϊ και πρῷ Α
επίρρ. χρον.
1. κατά το χρονικό διάστημα πριν από την ανατολή του ηλίου ή αμέσως μετά από αυτήν
2. κατά το διάστημα της ημέρας που μεσολαβεί από την αυγή ώς το μεσημέρι
3. (με άρθρο ως ουσ.) το πρωί ή τo πρωΐ
ο χρόνος γύρω από την ανατολή του ηλίου, η πρωία (α. «έφυγε το πρωί» β. «ὤρθρισε δὲ... τῷ πρωί εἰς τὸν τόπον», ΠΔ)
νεοελλ.
1. φρ. α) «πρωί πρωί» — κατά τα χαράματα, πολύ πρωί, πολύ νωρίς
β) «από το πρωί ώς το βράδυ» — σε όλη τη διάρκεια της ημέρας
γ) «από το βράδυ ώς το πρωί» — σε όλη τη διάρκεια της νύχτας, όλη τη νύχτα
2. παροιμ. α) «ο που δεν είδε το πρωί, ούτ' όλη την ημέρα» — δηλώνει ότι αυτός που δεν ευτύχησε κατά τη νεότητά του δεν πρόκειται να ευτυχήσει ποτέ
β) «η καλή μέρα φαίνεται από το πρωί» — η καλή αρχή προοιωνίζεται και καλό τέλος
αρχ.
1. νωρίς, έγκαιρα ή γρήγοραπρωί μάλα σπεύδων», Ησίοδ.)
2. πάρα πολύ νωρίς («πρῴ γε στενάζεις», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. πρωί έχει σχηματιστεί από ένα αμάρτυρο επίρρ. πρώ, που ανάγεται στην πρόθεση πρό με την κατάλ. της τοπικής πτώσης αναλογικά προς τα ἦρι, πέρυσι (βλ. και λ. πρώην)].