αἴρω

From LSJ
Revision as of 19:40, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

ὅνος λύρας ἀκούει κινῶν τά ὦτα → a donkey hears the lyre and wiggles its ears, caviar to the general

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἴρω Medium diacritics: αἴρω Low diacritics: αίρω Capitals: ΑΙΡΩ
Transliteration A: aírō Transliteration B: airō Transliteration C: airo Beta Code: ai)/rw

English (LSJ)

   A v. ἀείρω.

Greek (Liddell-Scott)

αἴρω: (ἐπιτεταμ. Ἐπ. καὶ ποιητ. ἀείρω, ὃ ἴδε): μέλλ. ἀρῶ [ᾰ] (τὸ ὁποῖον σπανίως συμβαίνει ἐν τῷ ἐνεργ. τύπῳ, ἴδε κατωτέρ.)· πρέπει ἀπὸ τούτου νὰ διακρίνωμεν τὸ ἀρῶ [ᾱ] συνῃρ. ἐκ τοῦ ἀερῶ, μέλλ. τοῦ ἀείρω: ― ἀόρ. ἦρα, Ἡρόδ. 9. 59, Αἰσχύλ. Ἀγ. 47, Θουκ., μὲ ᾱ εἰς ὅλας τὰς ἐγκλίσεις· ― προστακτ. ἆρον· ― ὑποτακτ. ἄρῃς· ― εὐκτ. ἄρειας· ― μετοχ. ἄρας [ᾱ], Αἰσχύλ., Σοφ.· ― ἀπαρ. ἆραι, Καλλ. Δήμ. 35: ― πρκμ. ἦρκα, Δημ. 786. 4, (ἀπ-), Θουκ. 8. 100: ― ὑπερσυντ. ἤρκεσαν (ἀπ-), Δημ. 387. 28. ― Μέσ., Εὐρ. Ἠλ. 360, Θουκ. 4. 60: ― παρατ. ᾐρόμην, Σοφ. Ἀντ. 907· μέλλ. ἀροῦμαι [ᾰ], ὁ αὐτ. Ο. Κ. 460, Αἴ. 75· (ἔνθα ἀρεῖ φαίνεται οὖσα ἡ ὀρθὴ γραφή), Πλάτ. Νόμ. 969Α· ἀρέομαι, Πινδ. Π. 1. 146. (περὶ τοῦ ἀροῦμαι [ᾱ] ἴδε ἀείρω): ― ἀόρ. αϳ ἠράμην, Ἰλ. Ξ. 510. Εὐρ., Πλάτ., ― μὲ ᾱ καθ’ ὅλας τὰς ἐγκλίσεις: ― ὑποτακ. ἄρῃ· ― εὐκτ. ἀραίμην· ― ἀπαρ. ἄρασθαι· ― μετοχ. ἀράμενος, Σοφ., Εὐρ., καὶ παρὰ πεζοῖς: ― παρ’ Ἐπ. ποιηταῖς καὶ ἀόρ. βϳ ἀρόμην [ᾰ] Ἰλ. Λ. 625, Ψ. 592· ― Ἐπ. ὑποτακ. ἄρηαι, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 632· ― ἄρηται, Ἰλ. Μ. 435· εὐκτ. ἀροίμην, Ἰλ., Τραγ. ― ἀπαρέμ. ἀρέσθαι, Ὅμ., Σοφ., Αἴ. 245· ― μετοχ. ἀρόμενος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 168· ― πρκμ. (μ. μέσ. σημασ.) ἦρμαι, Σοφ. Ἠλ. 54. ― Παθ. μέλλ. ἀρθήσομαι, Ἀριστοφ. Ἀχ. 565: ― ἀόρ. ἤρθην, Αἰσχύλ., Θουκ., κτλ. καὶ ἐπαρθείς, κτλ. ἔτι καὶ παρ’ Ἡροδ. 1. 90, κτλ.: ― πρκμ. ἦρμαι, Εὐρ. Ἀποσπ. 1029, Θουκ., ἀλλὰ μ. μέσ. σημασ. Σοφ. Ἠλ. 54. ― Πρβλ. ἀν-, ἀντ-, ἀπ-, δι-, εἰσ-, ἐξ-, ἐπ-, κατ-, μετ-, προσ-, συν-, ὑπεραίρω. (Περὶ τῆς ρίζης ἴδε ἀείρω. Ὁ Κούρτιος νομίζει ὅτι οἱ χρόνοι οἱ ἔχοντες τὸ ᾰ, ἤτοι μέλλ. ἀρεῖσθαι, ἀόρ. βϳ ἀρέσθαι, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀνήκωσιν εἰς τὴν αὐτὴν ῥίζαν, εἰς ἣν καὶ οἱ ἔχοντες ᾱ, μέλλ. ἀρῶ (ἴδε ἐν λ. ἀείρω), ἀόρ. αϳ ἆραι, ἄρασθαι: ἀναμφιβόλως ὁ μνημονευθεὶς μέλλων ἀνήκει εἰς τὸ ἀείρω, ἀλλ’ οἱ τύποι τοῦ ἀορίστου δυνατὸν νὰ προέκυψαν ἐκ τοῦ αἴρω, ἀνεξαρτήτως τοῦ ἀείρω, ὅπως τὸ φαίνω, μέλλ. φανῶ, ἔχει ὡς ἀόρ. αϳ ἔφηνα). Α. Ἐνεργ. σηκώνω, ὑψώνω, ἀνατείνω, ἐγείρω, νέκυν, Ἰλ. Ρ. 724 (τὸ μόνον παράδειγμα παρ’ Ὁμήρ. ἔνθα τὸ αἴρω κεῖται ἀντὶ τοῦ ἀείρωοὕτως: ἔμπνους ἀρθείς, Ἀντιφῶν 116. 7: ἐγείρω, ὑποβαστάζω τινά, Σοφ. Φ. 879· ἀπὸ γῆς αἴρ., Πλάτ. Τίμ. 90Α· συχν. κατὰ μετοχ., ἄρας ἔπαισε, ὑψώσας (τὰς περόνας) ἐκτύπησε, Σοφ. Ο. Τ. 1270· ― σηκώνω ἐπάνω μου, φέρω, μεταφέρω, τινί τι, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1339. ― Φράσεις: αἴρειν βῆμα, = βαδίζειν, περιπατεῖν, Εὐρ. Τρῳ. 342· αἴρ. σκέλη, περὶ ἵππου, Ξεν. Ἱπ. 10. 15· πρβλ. Ἀριστ. περὶ Ζῴων πορείας 11. 3: ― ὀρθὸν αἴρειν τὸ κάρα, Αἰσχύλ. Χο. 496· ὀφθαλμὸν ἄρας, Σοφ. Τρ. 795· ἄρασα μύξας (τους μυκτῆρας), ἐπὶ ἐλάφου, ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 110· ― αἴρ. τεῖχος ἱκανόν, Θουκ. 1. 90. πρβλ. 2. 75· αἴρ. σημεῖον, κάμνω σημεῖον, Ξεν. Κύρ. 7. 1, 23· αἴρ. μηχανήν, παρουσιάζω ἀπροσδόκητον σκηνὴν ἐν τῷ θεάτρῳ, Ἀντιφ. ἐν «Ποιήσει» 1. 15· αἴρ. θεούς, ἀναβιβάζειν (ἐπὶ τραγῳδοποιῶν), Πλάτ. Κρατ. 425D. ― Παθ., ἀναβαίνω ὑψηλά, Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 5· ἄνω ἀρθῆναι, ἀναβῆναι ὑψηλὰ ἐν τῷ οὐρανῷ· ἐπὶ τοῦ ἡλίου, Ἱππ. Ἀέρ. 283. (οὕτως ἀμετάβ. ἐν τῇ ἐνεργ. φωνῇ) ὡς ἄν... ἥλιος αἴρῃ, Σοφ. Φ. 1331· συλλαμβάνομαι, «πιάνομαι», Sublimis rapi, Ἀριστοφ. Ἀχ. 565· πρβλ. 571. 2) συχνάκις ἐπὶ στρατιῶν, καὶ πλοίων, αἴρ. τὰς ναῦς, ἀπομακρύνω τὰ πλοῖα ἀπὸ τῆς ξηρᾶς, Θουκ. 1. 52· ὡσαύτως ἀμετάβ. εἶμαι ἕτοιμος δι’ ἀναχώρησιν, ἀναχωρῶ, ἐκκινῶ, ἆραι τῷ στρατῷ, ὁ αὐτ. 2. 12· οὕτως ἀπολ. αὐτόθ. 23: ὁ Ἡρόδ. μεταχειρίζεται τὸ παθ. ἀερθῆναι ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας, πρβλ. ἀείρω, ὡσαύτως κατὰ μέσ. τύπον, Σοφ. Τρ. 1235. ΙΙ. φέρω, ὑποφέρω, μόρον, Αἰσχύλ. Πέρσ. 547· ἆθλον, Σοφ. Τρ. 80. ΙΙΙ. ἐγείρω, ἀνυψῶ, μεγαλύνω, ἀπὸ σμικροῦ δ’ ἂν ἄρειας μέγαν, Αἰσχύλ. Χο. 262· πρβλ. 791· ὄλβον ὃν Δαρεῖος ἦρεν, ὁ αὐτ. Πέρσ. 164: ― ἰδίως ἐπὶ ὑπερηφανείας καὶ ὀργῆς, ἐξερεθίζω, αὐξάνω, ὑψοῦ αἴρειν θυμόν, ἐπὶ μᾶλλον καὶ μᾶλλον ἐξάπτομαι, Σοφ. Ο. Τ. 914· αἴρειν θάρσος, λαμβάνειν, ἀντλεῖν θάρρος, Εὐρ. κτλ. πρβλ. κατωτέρ. Β: ― Παθ. ἐγείρομαι, ὑψοῦμαι, αὐξάνομαι· ἡ δύναμις ᾔρετο, Θουκ. 1. 118· ᾔρετο τὸ ὕψος τοῦ τείχους μέγα, ὁ αὐτ. 2. 75· ἤρθη μέγας, ἐγένετο μέγας, Δημ. 20. 9· ― οὐκ ἤρθη νοῦν ἐς ἀτασθαλίην, Σιμων. 111· ἀρθῆναι φόβῳ, δείμασι, Αἰσχύλ. Θήβ. 196, Εὐρ. Ἑκ. 68· ― ἀπολ. ἐξερεθίζομαι, ἐξεγείρομαι, Σοφ. Ἀντ. 111. 2) ἐξυψῶ διὰ λόγων, ἑπομ. ὑμνῶ, ἐπαινῶ, μεγαλύνω, Εὐρ. Ἡρακλ. 322, κτλ. ― αἴρειν λόγῳ, ἐξογκώνω διὰ λόγων, Δημ. 537, 13. IV. ἀφαιρῶ, μετακινῶ· ἀπό με τιμῶν ἦραν, Αἰσχύλ. Εὐμ. 880· τινὰ ἐκ πόλεως, Πλάτ. Πολ. 578Ε. - καθόλου, ἀφαιρῶ ἐκ μέσου, θέτω τέρμα εἴς τι, τὰ κακά, Εὐρ. Ἠλ. 942· αἴρ. τραπέζας, δίδω τέλος εἰς τὸ δεῖπνον, «σηκώνω τὸ τραπέζι», Μένανδ. ἐν «Κεκρυφάλῳ», 2· ἀρθέντος τοῦ αἰτίου, Ἀριστ. Πρβλ. 19. 36. 2) ἀφαιρῶ τι ἔκ τινος πράγματος, μ. γεν. Αἰσχύλ. Εὐμ. 846. 3) μεταγ. ἐκβάλλω ἐκ τοῦ μέσου, φονεύω, Εὐαγγ. κ. Ματθ. κδ΄, 39., κ. Λουκ. κγ΄, 18, κτλ. Β. Μέσ., μετὰ παθ. πρκμ. ἦρμαι, (ἴδε ἀνωτ.), λαμβάνωκομίζω τι δι’ ἐμαυτὸν ἢ ὅ, τι εἶναι ἴδιον ἐμαυτοῦ, κτῶμαι, κερδαίνω, κλέος ἐσθλὸν ἄροιτο, Ἰλ. Ε. 3. πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 969Α· ἀέθλια ποσσὶν ἄροντο (ἐπὶ ἵππων), Ἰλ. Ι. 124· κῦδος ἀρέσθαι, Ι. 303, Ὀδ. Χ. 253: - Ἐντεῦθεν, ἁπλῶς δέχομαι, λαμβάνω· ἕλκος ἀρέσθαι, Ἰλ. Ξ. 130· τόλμαν, Πινδ. Ν. 7. 87: οὕτω καὶ παρ’ Ἀττ., δειλίαν ἀρεῖ (οὕτως ὁ Schneidew. ἀντὶ ἀρεῖς), θὰ ἐπισύρῃς..., Σοφ. Αἴ. 75· ὄγκον ἀρ., ὑπερηφανεύομαι, φουσκώνω, αὐτόθι 129, πρβλ. Πλάτ. Πολιτ. 277Β. ΙΙ. λαμβάνω ἐπάνω μου, ὑφίσταμαι, ὑπέχω, σηκώνω· οὐδ’ ἂν νηῦς... ἄχθος ἄροιτο, Ἰλ. Υ. 247· ἄγος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 167· πόνον, Σοφ. Ἀντ. 907· βάρος, Εὐρ. Κύκλ. 473. 2) ἐπιχειρῶ, ἀρχίζω, πόλεμον, Αἰσχύλ. Ἱκ. 341. Θουκ. 4. 60. Δημ. 58. 7· κίνδυνον, Ἀντιφῶν 136.44· νεῖκος, ἔχθραν, κτλ., Εὐρ. Ἡρακλ. 986, 991: - ὡσαύτως φυγὴν ἀρέσθαι, fugam capere, Αἰσχύλ. Πέρσ. 481. Εὐρ. Ρῆσ. 54· οὕτω: ποδοῖν κλοπάν, Σοφ. Αἴ. 247. ΙΙΙ. ἐγείρω, ἀνεγείρω, σωτῆρά τινα, Σοφ. Ο. Κ. 460· ἐπὶ ἤχων, αἴρεσθαι φωνήν, ὑψώνω τὴν φωνήν μου, Ἀριστοφ. Ἱππ. 546· πένθος, Σοφ. Ο. Τ. 1225. IV. ὡς τὸ ἐνεργ. λαμβάνω ἐκ τοῦ μέσου, ἀφαιρῶ, Εὐρ. Ι. Τ. 1201.

French (Bailly abrégé)

impf. ἦρον, f. ἀρῶ, ao. ἦρα, pf. ἦρκα;
Pass. f. ἀρθήσομαι, ao. ἤρθηνsbj. ἄρθω, opt. ἀρθείην, inf. ἀρθῆναι, part. ἀρθείς, pf. ἦρμαι;
I. lever : αἴρ. τὴν χεῖρα XÉN lever la main (pour voter) ; Pass. être enlevé, s’enlever : ἐς αἰθέρα OD dans l’éther ; être suspendu : πὰρ ξίφεος κουλεὸν ἄωρτο (μάχαιρα) IL près de la gaine de l’épée pendait (un couteau) ; particul.
1 t. milit. et de mar. τὰς ναῦς ἄραντες THC ayant mis à la voile ; αἴρειν τῷ στρατῷ THC lever le camp ; abs. αἴρειν lever l’ancre et mettre à la voile, lever le camp;
2 lever pour apporter, emporter : μή μοι οἶνον ἄειρε IL ne m’offre pas de vin ; ἀρθείσης τῆς τραπέζης PLUT la table enlevée ; μῆλα ἐξ Ἰθάκης ἄειραν νηυσί OD ils emmenèrent les troupeaux d’Ithaque sur leurs navires;
II. faire une levée : στόλον ESCHL lever l’équipage d’une flotte;
III. fig. élever, exalter, grandir : τινα qqn ; αἴρειν τὸ πρᾶγμα λόγῳ DÉM exagérer l’affaire en la rapportant ; ἤρθη μέγας DÉM on l’a grandi, exalté;
IV. mettre hors de soi ; Pass. être transporté, être excité;
Moy. αἴρομαι (f. ἀροῦμαι, ao. ἠράμην, pf. ἦρμαι);
1 lever sur sa tête, sur ses épaules, acc.;
2 lever pour soi : ἱστούς XÉN, ἱστία HDT lever, hisser, larguer les voiles;
3 fig. soulever, exciter (une querelle, une guerre, etc.) acc.;
4 enlever, remporter (une victoire, de la gloire, etc.) acc..
Étymologie: contr. p. ἀείρω, de ἀ- prosth. et R. Ἐρ, p. Ϝερ, ΣϜερ, enlever ; cf. εἴρω.