δήμιος

From LSJ
Revision as of 15:26, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνονAnaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δήμιος Medium diacritics: δήμιος Low diacritics: δήμιος Capitals: ΔΗΜΙΟΣ
Transliteration A: dḗmios Transliteration B: dēmios Transliteration C: dimios Beta Code: dh/mios

English (LSJ)

Dor. δάμ-, ον (α, ον A.Ch.57 (lyr.), δημίην· πόρνην (Cypr.), Hsch.): (δῆμος):—

   A belonging to the people, οἶκος Od.20.264; αἰσυμνῆται δ. judges elected by the people, 8.259; πρῆξις δ' ἥδ' ἰδίη, οὐ δήμιος not public, 3.82; δήμιον ἦ ἴδιον; 4.314, cf. 2.32: epith. of Hestia at Paros, IG12(5).238 (v B. C.): neut. pl. as Adv., δήμια πίνειν at the public cost, 11.17.250; τὸ δ. the sovereign people, A.Supp.370, 699 (lyr.).    II ὁ δ. (sc. δοῦλος) public executioner, Ar.Ec.81, Pl.R. 439e, Lys.13.56, Aeschin.2.126, etc. (δάμιος μαστίκτωρ in A.Eu. 160 (lyr.)); ὁ κοινὸς δ. Pl.Lg.872b.    2 public physician, πτωχὸς ἦν καζ δ. Phoenicid.4.13.    III δημίαι πύλαι, perh. a mistake for Διομῇσι, Hsch.

German (Pape)

[Seite 562] öffentlich, das Volk, den Staat betreffend, dem Volk angehörend; Gegensatz ἴδιος: Hom. Odyss. 3, 82 πρῆξις δ' ἤδ' ἰδίη, οὐ δήμιος, das masculin. δήμιος Homerisch anstatt des femin.; 4, 314 τίπτε δέ σε χρειὼ δεῦρ' ἤγαγε, –; δήμιον ἦ ἴδιον; »eine össenriiche oder eine Privatangelegenheit?«; 2, 32 ἦέ τι δήμιον ἄλλο πιφαύσκεται ἠδ' ἀγορεύει; vs. 44 οὔτε τι δήμιον ἄλλο πιφαύσκομαι οὐδ' ἀγορεύω, ἀλλ' ἐμὸν αὐτοῦ χρεὶος; 20, 264 ἐπεὶ οὔ τοι δήμιός ἐστιν οἶκος ὅδ', ἀλλ' Ὀδυσῆος, ἐμοὶ δ' ἐκτήσατο κεῖνος; 8, 259 αἰσυμνῆται δὲ κριτοὶ ἐννέα πάντες ἀνέσταν δήμιοι, οἳ κατ' ἀγῶνας ἐὺ πρήσσεσκον ἕκαστα; Iliad. 17, 250 Ἀργείων ἡγήτορες ήδὲ μέδοντες, οἵ τε παρ' Ἀτρείδῃς δήμια πίνουσιν καὶ σημαίνουσιν ἕκαστος λαοἱς, auf öffentliche Kosten trinken. Aeschyl. Sept. 177 ἱερῶν δημίων; Ag. 640 πόλει μὲν ἕλκος ἓν τὸ δήμιον τοχεῖν; Suppl. 370. 699 τὸ δήμιον das Gemeinwesen, der Staat. Die Attische Prosa gebraucht anstatt dieses Homerischen δήμιος lieber das bei Homer noch nicht vorkommende, nicht wie δήμιος von δημος, sondern von δημότης abgeleitete, aus δημο'τσιοσ entstandene δημόσιος. Doch blieb ὁ δήμιος die allgemein übliche Benennung für den vom Staate bestellten Scharfrichter: Ar. Eccl. 91; Lys. 13, 56; Plat. Legg. IX, 872 b; Sp. oft. – Plat. Rep. IV, 439 e νεκροὺς παρὰ τῷ δημίῳ κειμένους scheint der Richtplatz gemeint zu sein, ist aber l. d. Eustath. Iliad. 17, 250 p. 1105, 22 sagt Σημείωσαι δὲ καὶ ὅτι ἔκπαλαι μὲν οὐ ψεκτὸν ἦν, ὥσπερ οὐδὲ ὁ δῆμος, οὕτως οὐδὲ ὁ δήμιος οὐδὲ τὸ δήμιον, ὡς δῆλον ἔκ τε τῶν δημιοπράτων, ὧν μέμνηται καὶ ὁ κωμικός, καὶ ἐκ τῶν Ὁμηρικῶν δημιοεργῶν. ἐπεὶ δὲ ὕστερονδήμιος εἰς ἀεικὲς ἀπεκρίθη πρᾶγμα, κολαστῇ γὰρ ἀνδρὶ ἀποκεκλήρωται τοὔνομα, ἤργησε μὲν ἡ χρῆσις τοῦ παλαιοῦ δημίου, ἐκαινίσθη δὲ ἀντ' αὐτοῦ ὁ δημόσιος. Dabei ist zu erinnern, daß Attisch der Scharfrichter auch δημόσιος hieß, s. s. v. δημόσιος. – Das femin. δημίῆ bezeichnete bei den Kypriern nach Hesych. eine öffentliche Hure.

Greek (Liddell-Scott)

δήμιος: Δωρ. δάμ-, ον, καὶ παρ’ Αἰσχύλ. Χο. 55 α, ον, (δῆμος)· - ἀνήκων εἰς τὸν λαόν, οἶκος Ὀδ. Υ. 264· αἰσυμνῆται δ., δικασταὶ ἐκλεγόμενοι ὑπὸ τοῦ δήμου, Θ. 259· πρῆξις δ΄ ἥδ’ ἰδίῃ, οὐ δήμιος, οὐχὶ δημοσία, Γ. 82· οὕτω, δήμιον ἢ ἴδιον Δ. 314, πρβλ. 2. 32· ὡς ἐπίρρ., δήμια πίνειν, εἰς βάρος τοῦ δημοσίου, μὲ ἔξοδα τοῦ κοινοῦ, Ἰλ. Ρ. 250· τὸ δήμιον, = τὸ κοινόν, τὸ δημόσιον, τὸ κοινόν, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 370, 699· - πρβλ.δημόσιος. ΙΙ. ὁ δήμιος (ἐνν. δοῦλος), ὁ δημόσιος τῶν ποινῶν ἐκτελεστής, ὡς παρ’ ἡμῖν, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 81, Πλάτ. Πολ. 439Ε, Λυσίας 135. 9, Αἰσχίν. 44 ἐν τέλ., κτλ.· (δάμιος μαστίκτωρ ἐν Αἰσχύλ. Εὐμ. 159)· ὡσαύτως, ὁ κοινὸς δήμιος Πλάτ. Νόμ. 872Β. 2) δημόσιος ἰατρός, πτωχὸς ἦν καὶ δ. Φοινικίδ. Ἀδήλ. 1. 13. - Πρβλ. δημόσιος ΙΙ, δημόκοινος.

French (Bailly abrégé)

ος ou α, ον :
1 du peuple, public : δήμιος οἶκος OD maison commune ; δήμια πίνειν IL boire ou festiner aux frais de tous ; τὸ δήμιον ESCHL la chose publique;
2 choisi ou élu parmi le peuple;
3 qui exerce une charge au nom du peuple : ὁ δήμιος (δοῦλος) exécuteur public, bourreau.
Étymologie: δῆμος.

English (Autenrieth)

2 (δῆμος): pertaining to the community, of the people, public; πρῆξις δ' ἥδ ἰδίη, οὐ δήμιος, Od. 3.82; δήμια πίνουσιν, ‘the public wine’ (cf. γερούσιος οἶνος, Il. 4.259), Il. 17.250.