καταβάλλω

From LSJ
Revision as of 17:51, 25 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (strοng)

Λῦπαι γὰρ ἀνθρώποισι τίκτουσιν νόσους → Tristitia morbos parturit mortalibus → Krankheit gebären Menschen Kümmernis und Leid

Menander, Monostichoi, 316
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταβάλλω Medium diacritics: καταβάλλω Low diacritics: καταβάλλω Capitals: ΚΑΤΑΒΑΛΛΩ
Transliteration A: katabállō Transliteration B: kataballō Transliteration C: katavallo Beta Code: kataba/llw

English (LSJ)

fut. -βᾰλῶ: aor. κατέβᾰλον; Ep. 3sg.

   A κάββαλε Od. 6.172, Hes.Th.189, etc.; imper. καββαλόντων Foed.Delph.Pell.1B 14:—throw down, overthrow, κατὰ πρηνὲς βαλέειν Πριάμοιο μέλαθρον Il.2.414; ἐς μέσσον κ. τι 15.357; ἐνὶ πόντῳ Hes.Th.189; ἐπ' ἀκτῆς Il.23.125(tm.); ἐπὶ Χθονί Hes.Sc.462, etc.; κ. [τινὰ] ἐνθάδε Od.6.172; κ. τὰ οἰκήματα, τὰ ἀγάλματα, Hdt.1.17, 8.109; τεῖχος Th.7.24; κ. τινὰ ἀπὸ τοῦ ἵππου X.HG5.2.41; ἀπ' ἐλπίδος Pl.Euthphr.15e; κ. ἐς τὸ μηδέν to bring down to nothing, opp. ἐξᾶραι ὑψοῦ, Hdt.9.79; κάββαλλε τὸν Χείμωνα confound, defy the storm, Alc.34.3.    2 κ. ἑαυτόν throw oneself down to sleep, Plu.Caes.38.    3 strike down with a weapon, slay, Il.2.692(tm.), Hdt.4.64, etc.; by a blow, κ. πατάξας Lys.13.71; esp. of slaying victims, E.Or.1603, Isoc.2.20; κ. θῦμα δαίμοσιν E.Ba.1246.    b Pass., to be stricken, νόσῳ POxy.1121.9(iii A.D.).    4 throw into prison, κ. τινὰ ἐς ἐρκτήν Hdt.4.146: generally, throw, bring into a certain state, κ. [τινὰ] ἐς ξυμφοράς E.IT606, Antipho Soph.58; εἰς ἀπορίαν, εἰς ἀπιστίαν, Pl.Phlb.15e, Phd.88c, etc.    5 overthrow, refute, οἱ -βάλλοντες (sc. λόγοι), title of work by Protagoras: κ. τινά Democr.125; δόξαν Gal.UP6.20.    6 abuse, bully, Phld.Rh.2.164S.    7 cast down or away, cast off, reject, Isoc.12.24: metaph., forget, Ael.Fr.111; κ. εἴς τι throw away upon a thing, Pl. Lg.960e:—Pass., οἱ καταβεβλημένοι despicable fellows, Isoc.12.8; cf. καταβεβλημένως.    II let fall, drop, ἀπὸ ἕο κάββαλεν υἱόν Il.5.343; κάββαλε νεβρόν, of an eagle, 8.249; of a fawning dog, οὔατα κάββαλεν ἄμφω Od.17.302; ἴουλον ἀπὸ κροτάφων κ. Theoc.15.85; of sails, καθ' ἱστία λευκὰ βαλόντες Thgn.671; τἀκάτια Epicr.10; κατ' ὀφθαλμοὺς βαλεῖ A.Ch.574; τὰς ὀφρῦς κ. E.Cyc.167; κ. τὰ κέρατα droop their feelers, Arist.HA590b26: in Politics, abandon a measure, καταβάλλοντ' ἐᾶν ἐν ὑπωμοσίᾳ D.18.103.    2 lay down, set down, κρεῖον μέγα κάββαλεν ἐν πυρὸς αὐγῇ Il.9.206, cf. Ar.Ach.165, V.727, etc.    3 lay down, lay in stores, κ. σιτία Hdt.7.25:—Pass., κὰτ ἄσπιδες βεβλήμεναι stored up, Alc.15.5.    4 pay down, yield, bring in, ἡ λίμνη καταβάλλει ἐπ' ἡμέρην ἑκάστην τάλαντον ἐκ τῶν ἰχθύων Hdt.2.149; τὰς ἐπικαρπίας τῇ πόλει And.1.92, cf. Lexib.93.    b pay, τἀργύριον Th. 1.27; τριώβολον Amips.13; ἀρραβῶνα Men.743, cf. PRev.Laws48.10(iii B.C.), etc.; τιμήν τινι ὑπέρ τινος Pl.Lg.932d, Luc.Vit.Auct. 25; τέλη GDI5018a17 (Gortyn), PHib.29.6 (iii B.C.); λύτρα GDI 5151.8 (Cret., found at Delphi); καταβαλών σοι δραχμὴν τῶν βοτρύων for them, Philostr.Her.Praef.1; κ. ζημίαν pay up, discharge a fine, D. 24.83, cf. 59.27:—later in Med., μισθὸν καταβαλέσθαι Alciphr.1.12.    5 put in, deposit, in Pass., εἰ ἡ μαρτυρία κατεβάλλετο ἐνταῦθα D.34.46:—but usu. in Med., deposit, γράμματα εἰς κιβωτόν BCH25.100 (Tlos), cf. IG12(1).3.15 (Rhodes); ψευδεῖς γραφὰς εἰς τὰ δημόσια γράμματα Docum. ap. D.18.55; λόγους IG7.2850 (Haliartus); δόγμα GDI5182.10 (Cret., found at Teos).    6 throw down seed, sow, Men. Georg.37, cf. καταβλητέον; κ. τὸ σπέρμα, of the male, Epicur.Nat.908.1:—Pass., Placit.5.7.4, Sor.1.33, Ocell.4.14: metaph., σπέρμα κ. τοιούτων πραγμάτων D.24.154; κ. φάτιν ὡς .. spread abroad a rumour, Hdt.1.122, cf.E.HF758(lyr.).    7 lay down as a foundation, mostly in Med., τὴν τῆς ναυπηγίας ἀρχὴν καταβαλλόμενος Pl.Lg.803a: esp. metaph., -βαλλομένα μέγαν οἶκτον beginning a lament (cf. infr. 8), E. Hel.164(lyr.); Ἀρίστιππος τὴν Κυρηναϊκὴν φιλοσοφίαν κατεβάλετο Str. 17.3.22; καταβαλέσθαι τοὐπτάνιον Sosip.1.39; ἐξ ἀρχῆς καινὴν νομοθεσίαν D.S.12.20; τὴν Στωϊκῶν αἵρεσιν Plu.2.329a: hence generally, to be the author of, commit to writing, ἱστορικὰς καταβαλόμενοι πραγματείας D.H.1.1; λόγον Darius ap.D.L.9.13; φλυαρίας Gal.7.476:— Pass., ὅταν δὲ κρηπὶς μὴ καταβληθῇ . . ὀρθῶς E.HF1261: freq. metaph., δεδημοσιωμένα που καταβέβληται Pl.Sph.232d; πολλοὶ λόγοι πρὸς αὐτὰ -βέβληνται Arist.EN1096a10; καταβεβλημέναι μαθήσεις fundamental, established, Arist.Pol.1337b21; τὰ κ. παιδεύματα ib.1338a36, cf. Phld.Rh.1.27S.    8 c. inf., γάμον καταβάλλομ' ἀείδειν I begin my song of, Call.Fr.196.    III Pass., lie down, εἰς εὐνάν Theoc.18.11.    2 like καταβαίνω 11.1, arrive at in a course of lectures, εἰς Γοργίαν Dam.Isid.54.    B intr., fall, εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν Pl.Ep.344c.

German (Pape)

[Seite 1338] (s. βάλλω), 1) herabwerfen, herunterwerfen, zu Bodenstürzen; in tmesi, πρίν με κατὰ πρηνὲς βαλέειν Πριάμοιο μέλαθρον Il. 2, 414; ἡ δὲ μέγα ἰάχουσα ἀπὸ ἕο κάββαλεν υἱόν 5, 343, sie ließ den Sohn zur Erde fallen; vom Adler, πὰρ δὲ Διὸς βωμῷ κάββαλε νεβρόν 8, 249; κάββαλ' ἐπ' ἠπείροιο Hes. Th. 189; κατ' ἀγρίῳ ἐν πυρὶ βάλλω Theocr. 2, 54; von den schmeichelnden Hunden, οὔατα κάββαλεν, er ließ die Ohren hangen, senkte sie, Od. 17, 302; vgl. Eur. καταβαλὼν τὰς ὀφρῦς Cycl. 167; vom Hirsch, καταβάλλειν τὰ κέρατα, das Geweih abwerfen, Arist. H. A. 6, 18 u. öfter; p. πρᾶτον ἴουλον ἀπὸ κροτάφων, den ersten Bart herabwallen lassen, Theocr. 15, 85; Ggstz ἀναστῆσαι, Plat. Charm. 155 b; αἴσχιον ἐν πάλῃ τὸ πίπτειν ἢ τὸ καταβάλλειν Hipp. min. 374 a; vgl. Plut. Pericl. 8; καταβάλλειν ἀπὸ τοῦ ἵππου, vom Pferde herunterwerfen, Xen. Hell. 5, 2, 41; übertr., ἀπ' ἐλπίδος Plat. Euthyphr. 15 e; zerstören, τὰ οἰκήματα οὐ κατέβαλλε Her. 1, 17; τὰ θεῶν ἀγάλματα, umstürzen, 8, 109; πολλοὺς Λακεδαιμονίων, niederstrecken, 9, 63, wie Lys. πατάξας τινά 13, 87; ἔνθεν καὶ ἔνθεν ἠκόντιζον καὶ πολλοὺς αὐτῶν κατέβαλλον Xen. Hell. 3, 2, 3, vgl. Cyr. 1, 3, 14; πατάξαι καὶ καταβαλεῖν τὴν παρθένον Plut. Cim. 6; Pol. 5, 17, 4 u. a. Sp. – So ist auch vielleicht ἱερεῖα καταβάλλειν Isocr. 2, 20 zu nehmen, wenn es nicht wie unten 3) »die gesetzmäßigen Opfer abtragen, erlegen« ist; vgl. Eur. καλὸν τὸ θῦμα καταβαλοῦσα δαίμοσιν Bacch. 1244 u. σφάγια Or. 1603. – 2) in einen Zustand hineinversetzen, mit Heftigkeit oder plötzlich, εἰς συμφοράς Eur. I. T. 606, εἰς ἀπορίαν Plat. Phil. 15 e Hipp. mai. 286 c; εἰς ἀπιστίαν Phaed. 88 c; εἰς φόβον Epist. VII, 333 c; εἰς φθόνον ib. 344 c; εἶς δόξαν Rep. VII, 538 d. Auch med., sich stürzen, εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν Plat. ep. VII, 344 c; vgl. ἐξάρας με ὑψσῦ ἐς τὸ μηδὲν κατέβαλες, du stießest mich von der Höhe in das Nichts hinab, Her. 9, 79. – Aehnlich im eigtl. Sinne εἰς γῆν φυτὸν καὶ σπέρμα Plat. Theaet. 149 e, aussäen; übertr., οὐδὲ σπέρμα δεῖ καταβάλλειν ἐν τῇ πόλει οὐδένα τοιούτων πραγμάτων Dem. 24, 154. – Ueberhaupt verbreiten, καταβάλλειν φάτιν, das Gerücht verbreiten, Her. 1, 122; δεδημοσιωμένα που καταβέβληται γεγραμμένα Plat. Soph. 232 b; πολλοὶ λόγοι πρὸς αὐτὰ καταβέβληνται Arist. Eth. 1, 3 (s. unten 4). – 3) niederlegen, hinlegen, Ar. Ach. 165 Ran. 1124. – Besonders Geld erlegen, zu dessen Bezahlung man verpflichtet ist, u. überhaupt Geld einbringen, abwerfen, ἡ λίμνη ἐς τὸ βασιλεῖον καταβάλλει ἐπ' ἡμέρην ἑκάστην τάλαντον ἐκ τῶν ἰχθύων Her. 2, 149; τὰ νόμιμα Plat. Legg. V, 742 b XI, 932 d; χρήματα Andoc. 1, 73; entrichten, Thuc. 1, 27; τέλη ὠνούμενος μὴ καταβάλλειν Dem. 24, 144; ζημίας ib. 83; τὰς καταβολάς 59, 27; Sp., wie Plut. Them. 24; bezahlen, Strab. V, 224; λύτρα πολεμίοις D. Hal. 2, 10; ὑπέρ τινος, Luc. vit. auct. 25. – Ein Zeugniß ablegen, ἡ μαρτυρία κατεβάλλετο ἐνταῦθα Dem. 34, 46. – 4) verwerfen, Sp., bes. pass., αἱ καταβεβλημέναι ὑποθέσεις Arist. Pol. 8, 2, wenn dies nicht zu 2) gehört, die allgemein verbreiteten, gewöhnlichen, u. deshalb nicht bewnders zu achtenden; Isocr. aber vrbdt τοῦ μὴ τῶν καταβεβλημένων εἷς εἶναι μηδὲ τῶν κατημελημένων, 12, 8, wobei an den zu Boden gestreckten Ringer zu denken ist. – Med. für sich niederlegen, bes. den Grund zu Etwas, οἷον δή τις ναυπηγὸς τὴν τῆς ναυπηγίας ἀρχὴν καταβαλλόμενος Plat. Legg. VII, 803 a; übh. begründen, anfangen, ὦ μεγάλων ἀχέων καταβαλλομένα μέγαν οἶτον Eur. Hel. 164, vgl. pass. ὅταν δὲ κρηπὶς μὴ καταβληθῇ γένους ὀρθῶς, ἀνάγκη δυστυχεῖν τοὺς ἐκγόνους Herc. Fur. 1261; τοὐπτάνιον, einrichten, Sosip. Ath. IX, 318 d; Sp. häufiger, Ἀρίστιππος τὴν Κυρηναϊκὴν φιλοσοφίαν κατεβάλετο Strab. XVII, 837, er gründete die kyrenäische Schule, wie ὁ Στωικῶν αἵρεσιν καταβαλόμενος Plut. de Alex. fort. 1, 6; ἐξ ἀρχῆς καινὴν νομοθεσίαν καταβαλόμενος D. Sic. 12, 20; ἱστορικὰς πραγματείας D. Hal. 1, 1. Von der Weltschöpfung, K. S. Vgl. καταβολή.

Greek (Liddell-Scott)

καταβάλλω: μέλλ. -βᾰλῶ: ἀόρ. κατέβᾰλον, Ἐπικ. γ΄ ἑνικ. κάββαλε. Ρίπτω καταρρίπτω, ἀνατρέπω, κατὰ πρηνὲς βαλέειν Πριάμοιο μέλαθρον Ἰλ. Β. 414· ἐς μέσσον κ. τι Ο. 357· ἐνὶ πόντῳ Ἡσ. Θ. 189· ἐπ’ ἀκτῆς Ἰλ. Ψ. 125· ἐπὶ χθονὶ Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 462, κτλ.· κ. τινὰ ἐνθάδε Ὀδ. Ζ. 172· κ. τὰ οἰκήματα, τὰ ἀγάλματα Ἡρόδ. 1. 17., 8. 109· κ. τινὰ ἀπὸ τοῦ ἵππου Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 41· ἀπ’ ἐλπίδος Πλάτ. Εὐθύφρων 15Ε· κ. ἐς τὸ μηδέν, καταβιβάζειν εἰς τὸ μηδέν, ἀντίθετον τῷ ἐξᾶραι ὑψοῦ, Ἡρόδ. 9. 79, πρβλ. Εὐρ. Βάκχ. 202. 2) καταβάλλω δι’ ὅπλου, φονεύω, Ἰλ. Β. 692, Ἡρόδ. 4. 64, κτλ.· ἢ διὰ κτυπήματος, κ. πατάξας Λυσ. 136. 22· ἰδίως ἐπὶ σφαγῆς θυμάτων, θύω, καὶ σφάγια πρὸ δορὸς καταβάλοις Εὐρ. Ὀρ. 1603, Ἰσοκρ. 19Α· κ. θῦμα δαίμοσιν Εὐρ. Βάκχ. 1246. 3) ῥίπτω, φέρω εἴς τινα κατάστασιν, κ. τινὰ ἐς ξυμφορὰς ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 606· εἰς ἀπορίαν, εἰς ἀπιστίαν Πλάτ. Φίληβ. 15Ε, Φαίδ. 88C, κτλ. 4) ῥίπτω μακράν, ἀπορρίπτω, Ἰσοκρ. 238Α, Ξεν. Κύρ. 2. 2, 4· μεταφ., λησμονῶ, Αἰλ. παρὰ Σουΐδ.·― καταβ. εἴς τι, ῥίπτω ἐπάνω εἴς τι, Πλάτ. Νόμ. 960Ε, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 5, ἐν τέλ.: ― κ. ἑαυτόν, Λατ. se abjicere, Πλουτ. Καῖσ. 38· ἐντεῦθεν, καταβεβλημένοι, ἐγκαταλελειμμένοι ἄνθρωποι, Λατ. homines projectae audaciae, Ἰσοκρ. 234Β. ― Ἐπίρρ. καταβεβλημένως, μετὰ περιφρονήσεως, ὁ αὐτ. περὶ Ἀντιδ. § 326. ΙΙ. ἐπὶ ἠπιωτέρας σημασίας, ἀφίνω νὰ πέσῃ, ἀπὸ ἓο κάββαλεν υἱὸν Ἰλ. Ε. 343· κάββαλε νεβρόν, ἐπὶ ἀετοῦ, Θ. 249· καταβιβάζω, ἐπὶ κυνός, οὔατα κάββαλεν ἄμφω Ὀδ. Ρ. 302· ὡς ναυτικὸς ὅρος, κ. ἱστία Θέογν. 671· τἀκάτια Ἐπικρ. ἐν Ἀδήλ. 2· ὡσαύτως, κατ’ ὀφθαλμοὺς βαλεῖ Αἰσχύλ. Χο. 575· τὰς ὀφρῦς κ. Εὐρ. Κύκλ. 167 (πρβλ. ὀφρύς)·― ἐγκαταλείπω χρηματικὴν ἀπαίτησιν, ἐᾶν καταβαλόντα ἐν ὑπωμοσίᾳ Δημ. 260, ἐν τέλ.· ― περὶ τοῦ ἴουλον... καταβάλλων ἐν Θεοκρ. 15. 85, ἴδε ἐν λ. ἴουλος. 2) τοποθετῶ, Λατ. deponere, κρεῖον μέγα κάββαλεν ἐν πυρὸς αὐγῆ, μέγα κρεοδόχον ἀγγεῖον ἔβαλεν ἐπάνω εἰς τὴν φλόγα τοῦ πυρός, Ἰλ. Ι. 206, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 165, Σφ. 727, κτλ. 3) καταβιβάζω, ἰδίως εἰς τὴν παραλίαν, κ. σιτία Ἡρόδ. 7. 25,― ἔνθα ἕτεροι ἐκλαμβάνουσιν αὐτὸ ὡς σημαῖνον, ἀποθηκεύω, ἐπισωρεύω, 4) φέρω, δίδω εἰσόδημα, καταβάλλει ἡ λίμνη ἐπ’ ἡμέραν ἑκάστην τάλαντον ἀργυρίου ἐκ τῶν ἰχθύων Ἡρόδ. 2. 149· τὰς ἐπικαρπίας τῇ πόλει Ἀνδοκ. 12. 29. β) ὡς καὶ νῦν, ἀποτίνω, πληρώνω, τἀργύριον Θουκ. 1. 27· καββαλὼν τριώβολον Ἀμειψίας ἐν «Μοιχοῖς» 1· ἀρραβῶνα Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 223· τιμήν τινι ὑπέρ τινος Πλάτ. Νόμ. 932D, Λουκ. Βίων Πρᾶσις 25· καταβαλών σοι δραχμὴν τῶν βοτρύων, διὰ τὰ σταφύλια, Φιλόστρ. 661· κ. ζημίαν, ἀποτίνειν πρόστιμον, Δημ. 724. 4 (πρβλ. καταβολὴ ΙΙ. 2). - Παθ., τὰ προσκαταβλήματα… διὰ τὸν τοῦ νόμου φόβον καταβάλλεται Δημ. 731. 7. 5) ῥίπτω τινὰ εἴς τινα τόπον καὶ κατακλείω αὐτὸν ἐκεῖ, συλλαβόντες δὲ σφεας κατέβαλον ἐς ἑρκτὴν Ἡρόδ. 4. 146. 6) παρέχω, δίδω μαρτυρίαν Δημ. 921. 4· καταθέτω ἔγγραφον, Πλάτ. Σοφιστ. 232D· καὶ ἐν τῷ μέσ., τῶν νόμων οὐκ ἐώντων… ψευδεῖς γραφὰς εἰς τὰ δημόσια γράμματα καταβάλλεσθαι, «γραφὴ» παρὰ Δημ. 243. 25. 7) ῥίπτω σπόρον, σπείρω, εἰς ποίαν γῆν ποῖον σπέρμα καταβλητέον Πλάτ. Θεαίτ. 149Ε· καὶ ἐν τῷ Παθ., Πλούτ. 2. 905E· - μεταφ., σπέρμα κ. τοιούτων πραγμάτων Δημ. 748. 13· κατέβαλον φάτιν, διέδοσαν φήμην, Λατ. spargere voces, Ἡρόδ. 1. 122, πρβλ. Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 758. 8) βάλλω ὡς θεμέλιον, κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, τὴν τῆς ναυπηγίας ἀρχὴν καταβαλλόμενος Πλάτ. Νόμ. 803A· καταβαλλομένα μέγαν οἶτον Εὐρ. Ἑλ. 164· Ἀρίστιππος τὴν Κυρηναϊκὴν φιλοσοφίαν κατεβάλλετο Στράβ. 837· τοὐπτάνιον ὀρθῶς καταβαλέσθαι Σωσίπατρ. ἐν «Καταψευδομένῳ» 1. 39· καινὴν νομοθεσίαν Διόδ. 12. 20· αἵρεσιν Πλούτ. 2. 329A· φλυαρίας Γαλην. -Παθ., ὅταν δὲ κρηπὶς μὴ καταβληθῇ… ὀρθῶς Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1261· ὡσαύτως, καταβεβλημέναι μαθήσεις, θεμελιώδεις, βάσιμοι, τακτικαί, Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 2, 6· τὰ κ. παιδεύματα αὐτόθι 8. 3, 11. 9) μετ’ ἀπαρ., γάμον καταβάλλομ’ ἀείδειν, ἄρχομαι ψάλλων περὶ…, Καλλ. Ἀποσπ. 169. ΙΙΙ. Παθ., «πλαγιάζω», κατακλίνομαι, εἰς εὐνὰν Θεόκρ. 18. 11.

French (Bailly abrégé)

f. καταβαλῶ, ao.2 κατέβαλον;
1 abattre, renverser, jeter à bas, acc. : τινα ἀπὸ τοῦ ἵππου XÉN renverser qqn de cheval;
2 baisser, abaisser : οὔατα OD baisser les oreilles ; ἀπὸ ἕο κάββαλεν υἱόν IL elle laissa retomber son fils ; fig. κ. ἑαυτόν PLUT s’abandonner, se dégrader ; οἱ καταβεβλημένοι ISOCR les gens de rien;
3 enfoncer, jeter dans ; fig. τινα εἰς ἀπιστίαν PLAT jeter qqn dans la défiance ; répandre : φάτιν HDT un bruit;
4 déposer : κρεῖον IL dresser une table à découper ; particul. déposer une somme d’argent, payer, acc. ; rapporter, produire : ἡ λίμνη καταβάλλει ἐς τὸ βασιλήϊον ἐπ’ ἡμέρην ἑκάστην τάλαντον ἐκ τῶν ἰχθύων HDT le lac rapporte chaque jour au palais un revenu d’un talent de la vente des poissons;
5 rejeter, mettre de côté;
Moy. καταβάλλομαι;
1 déposer pour soi : εἰς τὰ δημόσια γράμματα DÉM déposer dans les registres publics;
2 déposer une semence, un germe;
3 poser les fondements de, fonder, établir : αἵρεσιν PLUT une école de philosophie.
Étymologie: κατά, βάλλω.

English (Autenrieth)

ipf. κατέβαλλε, aor. sync. κάββαλε (κάμβαλε): cast or throw down, Il. 15.357, Od. 6.172; then merelyput down,’ ‘let fall,’ Il. 9.206, Il. 5.343, Il. 8.249; (κυών) οὔατα κάββαλεν, ‘dropped’ his ears, Od. 17.302†.

English (Strong)

from κατά and βάλλω; to throw down: cast down, lay.