θάλαμος

From LSJ
Revision as of 14:00, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

τὸ μὴ γὰρ εἶναι κρεῖσσον ἢ τὸ ζῆν κακῶς → for it is better not to exist than to live in misery

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θάλᾰμος Medium diacritics: θάλαμος Low diacritics: θάλαμος Capitals: ΘΑΛΑΜΟΣ
Transliteration A: thálamos Transliteration B: thalamos Transliteration C: thalamos Beta Code: qa/lamos

English (LSJ)

[θᾰ], ὁ,

   A an inner room or chamber, surrounded by other buildings: freq. in Hom.,    1 generally, women's apartment, inner part of the house, like μυχός, Il.3.142,174, Od.4.121, etc.: in pl., Il.18.492; ἐκ τῶν ἀνδρεώνων . . ἐς τοὺς θ. Hdt.1.34.    2 a special chamber in this part of the house,    a bedroom, esp. of the lady of the house, Il.3.423, al., Hdt.1.12, 3.78, Plu.Alc.23; esp. bride-chamber, Il.11.227, Pi.P.2.33 (pl.), S.Tr.913, E.Hipp.540 (lyr., pl.); also, bedroom of an unmarried son, Od.1.425, 19.48.    b store-room, esp. for valuables, Il.24.191, Od.21.8, X.Oec.9.3, etc.; ὄλβου διοίγων θάλαμον E.Fr.285.8.    c generally, chamber, room, Od.23.192, POxy. 1144.2 (i/ii A.D.).    3 house, mansion (not in Hom.), Pi.O.5.13 (pl.), 6.1; βασιλικοὶ θ. E.Ion 486 (lyr.).    II metaph., ὁ παγκοίτας θ., of the grave, S.Ant.804 (anap.); τυμβήρης θ., of the prison of Danae, ib.947 (lyr.); θάλαμοι ὑπὸ γῆς the realms below, A.Pers.624; γᾶς θάλαμοι E.HF807 (lyr.); θ. Περσεφονείας Id.Supp.1022 (lyr.); θ. Ἀμφιτρίτας, of the sea, S.OT195 (lyr.); πολυδένδρεσσιν Ὀλύμπου θαλάμοις E.Ba.561 (lyr., θαλάμαις cj. Barnes); ἀρνῶν θ. folds or pens, Id.Cyc. 57 (lyr.).    III the lowest, darkest part of the ship, the hold, Timae. 114, Poll.1.87; cf. θαλάμη 11.    IV used of certain mystic shrines or chapels, sacred to Apis, Ael.NA11.10, cf. Plin.HN8.185; the innermost shrine, Luc.Syr.D.31.

German (Pape)

[Seite 1182] ὁ (nach Passow mit θάλπω zusammenhangend, eigtl. ein Ort, wo es warm ist?), bei Hom. Bezeichnung für jedes Zimmer, welches außer dem Saale oder den Säälen im Hause ist, Schlafzimmer, Wohnzimmer der Frau, der Tochter, des unverheiratheten Sohnes, Schlafzimmer des Ehepaares, Brautgemach; auch ein Schlafzimmer in einem besonderen Gebäude auf dem Hofe, Odvss. 1, 425; Vorrathskammer, Iliad. 6, 288 Odyss. 2, 337; vgl. Xen. ὁ μὲν γὰρ θάλαμος ἐν ὀχυρῷ ὢν τὰ πλείστου ἄξια καὶ στρώματα καὶ σκεύη παρεκάλει, Oec. 9, 3. – Nach Homer gew. Braut-, Schlafgemach, μεγαλοκευθέεσσιν ἔν ποτε θαλάμοις Διὸς ἄκοιτιν ἐπειρᾶτο Pind. P. 2, 33; τὸν Ἡράκλειον θάλαμον Soph. Tr. 909; Eur. ἔχουσα πόσιν ἐν θαλάμοισιν, Troad. 854; auch in Prosa, Her. 1, 34, den ἀνδρεῶνες entgeggstzt; ἐξέδραμε τοῦ θαλάμου παρὰ τῆς γυναικός Plut. Alcib. 23; τοῦ βασιλικοῦ θαλάμου φύλακες Hdn. 3, 12, 2. – Allgem., Aufenthaltsort, Behausung, σύ τε πέμπε χοὰς θαλάμους ὕπο γῆς Aesch. Pers. 616; Eum. 958; κρυπτομένα δ' ἐν τυμβήρει θαλάμῳ, von der Danae, Soph. Ant. 938; von der Unterwelt, τὸν παγκοίταν ὅθ' ὁρῶ θάλαμον τήνδ' Ἀντιγόνην ἀνύτουσαν, die zugleich ihr Brautgemach werden soll, 798 (Eur. nennt den Hades Περσεφονείας θάλαμοι, Suppl. 1022); das Meer heißt μέγας θάλαμος Ἀμφιτρίτης, O. R. 195; βασιλικοί, der Palast, Eur. Ion 486; auch ἀρνῶν, von den Ställen, Cycl. 57. Von Bienenzellen, Antiphil. 29 (IX, 404). – Im Schiffe hieß so der unterste Schiffsraum, Ath. II, 37 b, wo die Ruderbänke der θαλαμῖται angebracht waren. – In Aegypten = kleine Kapelle, Ael. H. A. 11, 10; – Luc. de dea Syr. 31 = das Allerheiligste im Tempel.

Greek (Liddell-Scott)

θάλᾰμος: ὁ, ἐσώτερον δωμάτιον, κοιτών, περὶ ὃν ἄλλα δωμάτια ὑπῆρχον· συχν. παρ’ Ὁμ. 1) καθόλου, ὁ γυναικών, τὸ ἐσώτατον μέρος τῆς οἰκίας, ὡς τὸ μυχός, Ἰλ. Γ. 142, 174, Ὀδ. Δ. 121, κτλ.· ὄπισθεν τοῦ προδόμου, Ἰλ. Ι. 469· οὕτως ἐν τῷ πληθ., ἐκ τῶν ἀνδρεώνων... ἐς τοὺς θ. Ἡρόδ. 1. 34. 1) ἰδιαίτερος κοιτὼν ἐν τῷ διαμερίσματι τούτῳ τῆς οἰκίας, α) κοιτών, ἰδίως τῆς οἰκοδεσποίνης (πρβλ. παστὰς ΙΙΙ, παστός), Ἰλ. Γ. 423, Ζ. 16, Λ. 227, Ὀδ. Κ. 340, πρβλ. Ἡρόδ. 1. 12., 3. 78· ἰδίως ὁ νυμφικὸς κοιτών, Ἰλ. Σ. 492 (ἥτις σημασία βραδύτερον κατέστη γενικωτάτη, Πίνδ. Π. 2. 60, Σοφ. Τρ. 913, Εὐρ. Ἱππ. 540, κτλ., πρβλ. Becker Χαρικλ. 267)· ἀλλ’ ὡσαύτως, ὁ κοιτών τῶν ἀγάμων υἱῶν, Ὀδ. Α. 425, Τ. 48. β) ἀποθήκη, «κελλᾶρι», δωμάτιον, ἐν ᾧ ἐνδύματα, ὅπλα, κειμήλια πολύτιμα, ὡς καὶ οἶνος καὶ τροφαὶ ἐφυλάττοντο ὑπὸ τὴν φροντίδα τῆς ταμίης, Ἰλ. Ξ. 191, πρβλ. Ξεν. Οἰκ. 9, 3 (ἔνθα ὅμως χρησιμεύει μόνον ὡς ἀποθήκη στρωμάτων, σκεπασμάτων κ.τ.τ.)· ἐν τῷ ἐσχάτῳ ἄκρῳ τῆς οἰκίας, Ὀδ. Φ. 8· συχνάκις καλούμενος ὑψόροφος Β. 337, Θ. 439, Ἰλ. Γ. 423, κτλ.· ὄλβου διοίγων θάλαμον Εὐρ. Ἀποσπ. 287. 8. γ) καθόλου, κοιτών, δωμάτιον, Ὀδ. Ψ. 192. δ) γενικ., οἰκία, κατοικία, Ἰλ. Ζ. 248, Ι. 582, πρβλ. Πίνδ. Ο. 5. 30., 6. 2· βασιλικοὶ θ. Εὐρ. Ἴωνι 486. ΙΙ. μεταφ., ὁ παγκοίτας θ., περὶ τοῦ ᾍδου, Σοφ. Ἀντ. 804· τυμβήρης θ., ἐπὶ τῆς κιβωτοῦ τῆς Δανάης, αὐτόθι 947· θάλαμοι ὑπὸ γῆς, τὰ βασίλεια τοῦ Ἅδου, Αἰσχύλ. Πέρσ. 624· γᾶς θάλαμοι Εὐρ. Ἡρ. Μαίν. 807· θ. Περσεφονείας ὁ αὐτ. Ἱκέτ. 1022· θ. Ἀμφιτρίτης, ἐπὶ τῆς θαλάσσης, Σοφ. Ο. Τ. 195· πολυδένδρεσσιν Ὀλύμπου θαλάμοις Εὐρ. Βάκχ. 560· ἀρνῶν θ., αἱ μάνδραι αὐτῶν, ὁ αὐτ. ἐν Κύκλ. 57· ἐπὶ κυψελῶν μελισσῶν, Ἀνθ. Π. 9. 404. ΙΙΙ. τὸ κατώτατον καὶ σκοτεινότατον μέρος τοῦ πλοίου, ἔνθα οἱ θαλαμῖται ἐκάθηντο, Ἀθήν. 37D, Πολυδ. Α΄, 87· πρβλ. θαλάμη ΙΙ. IV. ἐν χρήσει ἐπί τινων μυστικῶν ἱερῶν ἢ ναΐσκων ἀφιερωμένων εἰς τὸν Ἆπιν, Αἰλ. π. Ζ. 11. 10, πρβλ. Πλίν. 8. 71· τὸ ἐσώτατον τοῦ ἱεροῦ, τὸ ἄδυτον, ἐς μὲν οὖν τὸν μέγαν νηὸν πάντες εἰσέρχονται, ἐς δὲ τὸν θάλαμον οἱ ἱερεῖς μοῦνον Λουκ. Συρ. Θ. 31· ναός, Ἀνθ. Π. 1. 32· πρβλ. Λοβ. Ἀγλαοφ. 1. σ. 26 κἑξ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
I. chambre :
1 chambre nuptiale;
2 chambre à coucher;
3 appartement des femmes;
4 chambre de réserve (garde-meubles, garde-robes, office);
5 chambre en gén.
II. p. ext.
1 maison;
2 habitation, séjour en gén. : θάλαμος ὑπὸ γῆς ESCHL le séjour souterrain, càd les enfers ; θάλαμος Ἀμφιτρίτας SOPH le séjour d’Amphitrite, càd la mer;
3 en Égypte chapelle où résidait le bœuf Apis ; sanctuaire en gén.
Étymologie: DELG cf. θόλος.

English (Autenrieth)

the rear portion of the house, hence any room, chamber therein; e. g. women's chamber, Od. 4.121; room for weapons, Od. 19.17; store-room, Od. 2.337; bedchamber, Il. 3.423 .—θάλαμόνδε, to the chamber. (See table III., at end of volume.)

English (Slater)

θᾰλᾰμος (-ου, -ῳ, -ον; -ων, -οις, -ους.)
   a
   I chamber, hall, pl. mansion κολλᾷ τε σταδίων θαλάμων ταχέως ὑψίγυιον ἄλσος (O. 5.13) τοὺς δ' ἐν πολυχρύσοις θαλάμοις βιοτά (sc. εὐφραίνει) fr. 221. 3. “πρὸς Αἰήτα θαλάμους” (P. 4.160)
   II esp., bedchamber Λικύμνιον ἐλθόντ' ἐκ θαλάμων Μιδέας (pl. pro sing.) (O. 7.29) πρὶν τελέσσαι ματροπόλῳ σὺν Ἐλειθυίᾳ, δαμεῖσα ἐν θαλάμῳ (P. 3.11) θαλάμῳ δὲ μίγεν ἐν πολυχρύσῳ Λιβύας (P. 9.68) ἐς θαλάμου μυχὸν εὐρὺν ἔβαν (N. 1.42) μεγαλοκευθέεσσιν ἔν ποτε θαλάμοις Διὸς ἄκοιτιν ἐπειρᾶτο (pl. pro sing.) (P. 2.33)
   b inner part of a temple, sanctuary Ἑστία, εὖ μὲν Ἀρισταγόραν δέξαι τεὸν ἐς θάλαμον (εἰς τὸ πρυτανεῖον. Σ.) (N. 11.3) χρυσέας ὑποστάσαντες εὐτειχεῖ προθύρῳ θαλάμου κίονας (τὸ προοίμιον. Σ.) (O. 6.1) φοινικοεάνων οἰχθέντος ὡρᾶν θαλάμου fr. 75. 14.