Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἅλις

From LSJ
Revision as of 14:28, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (SL_1)

Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαRoot of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)

The Bible, 1 Timothy, 6:10
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἅλῐς Medium diacritics: ἅλις Low diacritics: άλις Capitals: ΑΛΙΣ
Transliteration A: hális Transliteration B: halis Transliteration C: alis Beta Code: a(/lis

English (LSJ)

[ᾰ], Adv.

   A in crowds, in plenty, hence, in a modified sense, sufficiently, enough:    1 Hom. mostly with Verbs, ἅ. πεποτήαται [μέλισσαι] Il.2.90; περὶ δὲ Τρῳαὶ ἅ. ἦσαν 3.384; κόπρος ἅ. κέχυτο Od. 17.298; ἅ. δέ οἱ ἦσαν ἄρουραι Il.14.122:—sts. just enough, in moderation, εἰ δ' ἅ. ἔλθοι Κύπρις E.Med.630; ἔφερε κακὸν ἅ. Id.Alc.907.    2 in Ep. freq. closely attached to Noun, χαλκόν τε χρυσόν τε ἅ. bronze and gold in abundance, Od.16.231, cf. Il.22.340; νῆα ἅ. χρυσοῦ καὶ χαλκοῦ νηησάσθω 9.137; ἅ. χέραδος 21.319; ἅ. δ' εὐῶδες ἔλαιον Od. 2.339:—rare in Trag. and Com., ἅ. βίοτον εὗρον E.Med.1107; λύπας ἅ. ἔχων (Elmsl. λύπης) Id.Hel.589; ἅ. ἐλᾳδίῳ διείς prob. in Sotad.Com.1.27; freq. in Alex. poetry, ἔχω οὐδ' ἅ. ὄξος Theoc.10. 13; ἅ. ὄλβος Call.Jov.84; ἄρτους ἅ. κατέθηκεν Id.Hec.35; ἱδρῶ ἅ. A.R.2.87:—rare with Adj., ἅ. ἦσθ' ἀνάρσιος A.Ag.511.    3 ἅλις (sc. ἐστί) 'tis enough, ἢ οὐχ ἅ. ὅττι . . ; is't not enough that . . ? Il. 5.349; ἢ οὐχ ἅ. ὡς . . ; 17.450, Od.2.312; ἅ. ἵν' ἐξήκεις δακρύων S.OT 1515: abs., ἅλις enough! Id.Aj.1402:—in Trag. c. acc. et inf., Ἀργείοισι Καδμείους ἅ. ἐς χεῖρας ἐλθεῖν A.Th.679: c. dat., ἅ. δὲ κλάειν τοὐμὸν ἦν ἐμοὶ κακόν E.Alc.1041.    4 like an Adj., as predicate, ἅ. γὰρ ἡ παροῦσα συμφορά ib.673, cf. IT1008, S.Tr.332.    5 ἅλις (sc. εἰμί) c. part., ἅ. νοσοῦσ' ἐγώ enough that I suffer, Id.OT 1061; ἅ. ἐγὼ δυστυχῶν Trag.Adesp.76.    6 c. gen. rei, enough of a thing, ἅ. ἔχειν τῆς βορῆς Hdt.1.119, cf. 9.27; πημονῆς ἅ. γ' ὑπάρχει A.Ag.1656, cf. 1659; ἅ. [ἐστὶ] λελεγμένων Id.Eu.675; ἅ. λόγων S.OC1016; ἅ. ἀφύης μοι Ar.Fr.506; to conclude an argument, καὶ τούτων μὲν ἅ. Pl.Plt.287a; καὶ περὶ μὲν τούτων ἅ. Arist.EN 1096a3, etc.—Cf. ἅλιας. (ϝαλ-, cf. γάλι· ἱκανόν, Hsch.; cf. ἁλής.)

Greek (Liddell-Scott)

ἅλις: [ᾰλῑς], ἐπίρρ.: (ἴδε ἐν λ. ἁλής). Σωρηδόν, εἰς πλῆθος ἀφθόνως, Λατ. affatim καὶ κατὰ τροποποίησιν τῆς ἐννοίας, = ἱκανῶς, ἀρκετά, Λατ. satis: 1) παρ’ Ὁμ. κατὰ τὸ πλεῖστον συνάπτεται μετὰ ῥημάτων, ἅλις πεποτήαται [μέλισσαι], Ἰλ. Β. 90· περὶ δὲ Τρωαὶ ἅλις ἦσαν, Γ. 384· κόπρος ἅλις κέχυτο, Ρ. 298· ἅλις δὲ οἱ ἦσαν ἄρουραι, Ἰλ. Ξ. 122: -ἐκ τῶν συμφραζομένων δὲ ἐνίοτε λαμβάνει τὴν σημασίαν: σχεδὸν ἐπαρκῶς, ὡς τὸ μετρίως, εἰ δ’ ἅλις ἔλθοι Κύπρις, Εὐρ. Μήδ. 629· ἔφερε κακὸν ἅλις, ὁ αὐτ. Ἄλκ. 907. 2) παρ’ Ὁμ. ὡσαύτως εὕρηται συχνάκις στενῶς συνδεδεμένον μετά τινος ὀνόματος: χαλκόν τε χρυσόν τε ἅλις χαλκὸν καὶ χρυσὸν ἐν ἀφθονίᾳ ἢ ἀρκετόν, Ὀδ. Π. 231, πρβλ. Ἰλ. Χ. 340· νῆα ἅλις χρυσοῦ καὶ χαλκοῦ νηησάσθω. Ἰλ. Ι. 137· ἅλις χεράδος (ἴδε ἐν λ. χέραδος), Φ. 319· ἅλις δ’ εὐῶδες ἔλαιον Ὀδ. Β. 339. - Ἡ Ὁμηρικὴ αὕτη χρῆσις εἶναι σπανία παρ’ Ἀττ.· ἅλις βίοτον εὗρον, Εὐρ. Μήδ. 1107· λύπας ἅλις ἔχων (Ἑλμσλ. λύπης), ὁ αὐτ. Ἑλ. 589: - σπανίως μετ’ ἐπιθέτου, ἅλις… ἦσθ’ ἀνάρσιος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 511. 3) ἅλις (ἐνν. ἐστί), = ἀρκεῖ· ἢ οὐχ ἅλις ὅττι...; = δὲν ἀρκεῖ ὅτι...; Ἰλ. Ε. 349· ἢ οὐχ ἅλις, ὡς...; Ρ. 450, Ὀδ. Β. 312· οὕτως, ἅλις, ἵν’ ἐξήκεις δακρύων, Σοφ. Ο. Τ. 1515· καὶ ἀπολύτως ἅλις, ἀρκεῖ, ὁ αὐτ. Αἴ. 1402: - Παρ’ Ἀττ. μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., Ἀργείοισι Καδμείους ἅλις ἐς χεῖρας ἐλθεῖν, Αἰσχύλ. Θήβ. 679· μ. δοτ. καὶ ἀπαρ., δὲ κλαίειν τοὐμὸν ἦν ἐμοὶ κακόν, Εὐρ. Ἄλκ. 1041, πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 685. 4) = ἐπιθέτῳ ὡς κατηγορούμενον, ἅλις γὰρ ἡ παροῦσα συμφορά, Εὐρ. Ἄλκ. 673· πρβλ. Ι. Τ. 983, Σοφ. Τρ. 332. 5) ἅλις (ἐνν. εἰμί), προστιθεμένης μετοχῆς, ἅλις νοσοῦσ’ ἐγώ, = ἀρκεῖ ὅτι ὑποφέρω, ὁ αὐτ. Ο. Τ. 1061· ἅλις ἐγὼ δυστυχῶν, Τραγ. παρ’ Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9, 11. 5. 6) παρ’ Ἀττ. = τῷ Λατ. satis, μετὰ γεν. πράγ., = ἀρκετὸν μέρος ἔκ τινος πράγμ., ἅλις ἔχειν τῆς βορῆς, Ἡρόδ. 1.119, πρβλ. 9. 27· πημονῆς ἅλις γ΄ ὑπάρχει, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1656, πρβλ. 1659· ἅλις [ἐστὶ] λελεγμένον, ὁ αὐτ. Εὐμ. 675· ἅλις λόγων, Σοφ. Ο. Κ. 1016· ἅλις ἀφίης μοι, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 421· ὅταν τίθεται πέρας εἰς λόγον ἢ ζήτημα· καὶ τούτων μὲν ἅλις, Πλάτ. Πολιτ. 287Α· καὶ περὶ μὲν τούτων ἅλις Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 5, 6, κτλ. II. τύπος τις ἅλιας ἢ ἁλίας παρ’ Ἱππών. 101· πρβλ. Ἐτυμ. Μ. 63. 18, Ἰωάνν. Ἀλ. Τον. παραγγ. σ. 38.12· οὕτω δὲ ἀναγινώσκει ὁ Δινδόρφ. ἐν Εὐρ. Ἴωνι 723 (λυρ.), ἁλίας, ἁλίας ὁ πάρος ἀρχαγός, ἔνθα τὰ χειρόγραφα ἔχουσιν ἁλίσας.

French (Bailly abrégé)

adv.
I. en masse compacte, en foule;
II. en abondance : χαλκόν τε χρυσόν τε ἅλις OD cuivre et or en abondance;
III. assez, càd :
1 en quantité suffisante : ἅλις ἔχειν τῆς βορῆς HDT avoir assez de nourriture ; ἅλις λόγων SOPH assez de discours ; οὐχ ἅλις (ἐστὶν) ὅτι ou ὡς IL, OD n’est-ce pas assez que… ? ἅλις δὲ κλάειν τοὐμὸν ἦν ἐμοὶ κακόν EUR j’avais bien assez de pleurer mon malheur ; ἅλις νοσοῦσ’ ἐγώ SOPH c’est assez que je souffre;
2 juste assez, dans une juste mesure.
Étymologie: cf. ἁλής.

English (Autenrieth)

(ϝάλις, cf. ἐϝάλην, εἴλω): crowded together; of persons, ‘in throngs’; bees, ‘in swarms’; corpses, ‘in heaps.’ Then in plenty, abundantly, enough; ἅλις δέ οἱ, he has carried it ‘far enoughalready, Il. 9.376 ; ἦ οὐχ ἅλις ὅτι (ὡς), is it not enough (and more than enough), etc.?

English (Slater)

ᾰλις
   1 in abundance γινώσκομαι δὲ καὶ μοῖσαν παρέχων ἅλις (Pae. 4.24)