ναῦς
τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies
English (LSJ)
ἡ, (v. infr.)
A ship, Hom., etc. (but rare in non-literary Hellenistic Greek, once in NT, Act.Ap.27.41, πλοῖον being generally used); ἐν νήεσσι or ἐν νηυσίν at the ships, i.e. in the camp formed by the ships drawn up on shore, Il.2.688, 11.659; νῆες μακραί ships of war, built long and taper for speed, Th.1.41, etc.; opp. νῆες στρογγύλαι round-built merchant-ships, Hdt.1.163, etc.; νέες alone, = τριήρεις, opp. πεντηκόντεροι, Id.8.1; νῆες κεναί, i.e. without fighting men in them, D.3.5; ναῦς μακρά collective for μακραί, A.Pers.380.— Att. decl. ναῦς, νεώς, νηΐ, ναῦν, dual gen. νεοῖν, pl. νῆες, νεῶν (νηῶν is v.l. in Lys.13.15), ναυσί, ναῦς; in later writers, nom. pl. ναῦς, acc. pl. νῆας, D.S.13.13, Plb.5.2.4, etc., cf. Phryn.147:— Ep. νηῦς, νηός, νηΐ, νῆα, pl. νῆες, νηῶν, νηυσί or νήεσσι, νῆας (but also gen. and acc. sg. νεός, νέα [the latter as monosyll. in Od.9.283], pl. νέες, νεῶν, νέεσσι, νέας); Ep. gen. and dat. pl. ναῦφι, -φιν, Il.2.794, 16.281, Od.14.498; in late Ep., nom. νῆυς dub. l. in Mosch.2.104, cf. EM440.17; acc. sg. and pl. νηῦν, νηῦς, A.R.1.1358, Herod.2.3, Dem. Bith.4.6: Hdn.Gr.1.401, 2.675,553 also gives νεῦς, νεΐ (v.l. in Hdt. 7.184), and νευσί (Hp.Ep.27, Sammelb.5829):—Ion. νηῦς, νεός, νηΐ, νέα, pl. νέες, νεῶν, νηυσί (νηυσίν Epigr. in IG12(8).683 (Thasos, vi/v B. C.)), νέας (but νηός Archil.(?) in PLit.Lond.54; νηός is freq. in codd. of Hdt., νηῶν 7.160):—Dor. ναῦς (νᾶς Hdn.Gr.1.400), νᾱός Pi. P.4.185, al., νᾱΐ Id.O.13.54, al. (νᾷ perh. to be read in Alcm.23 iii 27), ναῦν Pi.P.4.245, Fr.234 (νᾶν Hdn.Gr.1.328, νᾶα B.16.89); pl. νᾶες Pi.O.12.4,al., ναῶν Id.P.1.74, ναυσί, ναυσίν, Id.N.7.29, P.3.68 (νάεσσι ib.4.56), νᾶας f.l. in Theoc.22.17:—Aeol. sg. gen. νᾶος, dat. νᾶϊ, pl. dat. νάεσσι, Alc.19,18,79, gen. νᾱων Id.Supp.12.9, Sapph. Supp.5.2:—Trag. commonly use Dor. forms in lyr., Att. in dialogue (but sts. ναός, ναῶν, A.Th.62, Pers.340, etc.); the Ep. forms νηός S. Fr.761, νηῶν E.IT1485, νῆας A.Supp.744 (lyr.), νηυσίν Id.Pers.370 (cod. M) are prob. corrupt. (Cf. Skt. naús, Lat. nāvis, etc.)
German (Pape)
[Seite 232] ἡ, ion. u. ep. νηῦς, dor. νᾶς; gen. νεώς, ion. u. ep. νηός u. νεός, dor. ναός, Aesch. Pers. 305 Ag. 871, der auch νηός hat, Spt. 62; auch im Trimeter ναός, Soph. Ant. 711 Ai. 859; dat. νηΐ, dor. ναΐ; accus. ναῦν, bei Ap. Rh. 1, 1358 auch νηῦν, ion. νῆα u. νέα, Od. 9, 283 als eine lange Splbe zu sprechen, dor. νᾶν; dual. gen. νεοῖν, Thuc. 2, 8; plur. νῆες, ion. νέες, Her., auch Hom., dor. νᾶες, u. in späterer Prosa auch ναῦς, was die Gramm. tadeln, vgl. Lob. zu Phryn. p. 170; gen. νεῶν, ion. νηῶν, bei Xen. ist jetzt diese Form getilgt und mit νεῶν vertauscht, An. 7, 5, 12, vgl. Hell. 1, 1, 36; dor. ναῶν; dat. ναυσί, ion. u. ep. νηυσί, ep. auch νήεσσι, selten νέεσσι, Il. 3, 46. 19, 135, dor. νάεσσι, Pind. P. 4, 56; auch ναῦφιν, ep. für gen. u. dat.; accus. ναῦς, ion. u. ep. νῆας, selten bei Hom. νέας, wie Il. 13, 101 Od. 3, 153, aber bei Her. die gewöhnliche Form, dor. νᾶας, sp. Ep. auch νηῦς; die dorischen Formen kommen auch bei attischen Dichtern vor; eigtl. von νάω, das Schwimmende, Latein. navis, – das Schiff; Hom. u. Folgde überall; Beiwörter des Schiffes bei Hom. sind ἀμφιέλισσα, γλαφυρή, εὔσελμος, θοή, κορωνίς, κυανόπρωρος, μέλαινα, ποντοπόρος u. ä., die man unter den betreffenden Artikeln nachsehe; ἐπὶ νηός, auf dem Schiffe, oft bei Hom.; νῆες ὡς ὠκύπτεροι ἥκουσι, Aesch. Suppl. 751, oft, wie bei Soph., Eur. u. in Prosa; man sagt πλεῖν ἐν τῇ νηΐ, Plat. Rep. I, 341 d, u. ναῦς ἐν θαλάττῃ πλέουσα, Legg. VI, 758 a; Thuc. u. A.
Greek (Liddell-Scott)
ναῦς: ἡ, (ἴδε κατωτ.), πλοῖον, Ὅμηρ., κλ.· ἐν νήεσσι ἢ ἐν νηυσίν, δηλ. ἐν τῷ στρατοπέδῳ ὅπερ ἐσχημάτιζον τὰ πλοῖα ἐξηγμένα εἰς τὴν παραλίαν, Ἰλ. Β. 688, Λ. 659 νῆες μακραί, Λατ. naves longae, πολεμικὰ πλοῖα κατεσκευασμένα μακρὰ καὶ στενὰ κατὰ τὰ ἄκρα χάριν ταχύτητος, ἐν ᾧ τὰ ἐμπορικὰ ἦσαν στρογγύλα (νῆες στρογγύλαι, γαῦλοι, ὁλκάδες), Ἡρόδ., κλ.· ναῦς κενάς, δηλ. ἄνευ πολεμιστῶν ἐν αὐταῖς, Δημ. 30. 4. ― ναῦς μακρά, περιληπτικῶς ἀντὶ νῆες μακραί, ὡς, ἡ ἵππος, Αἰσχύλ. Πέρσ. 380. ― Ἀττ. κλίσ., ναῦς, νεώς, νηί, ναῦν: δυϊκ. γεν. καὶ δοτ. νεοῖν: πληθ. νῆες, νεῶν, ναυσί, ναῦς· παρὰ μεταγεν. ὡσαύτως, οἷον παρὰ Διοδ. καὶ Πλουτ., ὀνομ. καὶ αἰτ. πληθ. ναῦς, νῆας, Λοβεκ. Φρύνιχ. 170: γεν. νηῶν Λυσ. 131. 10, πρβλ. Ξεν. Ἀνάβ. 7. 5, 12. ― Ἐπικ. κλίσις, νηῦς, νηός, νηί, νῆα: πληθ. νῆες, νηῶν, νηυσὶ ἢ νήεσσι, νῆας (ἀλλ’ ὡσαύτως γεν. καὶ αἰτ. τοῦ ἑνικ. νεός, νέα [τὸ τελευταῖον εἶναι μονοσύλλ. ἐν Ὀδ. Ι. 283]: πληθ. νέες, νεῶν, νέεσσι, νέας)· μετὰ ἰδιαιτέρας Ἐπικ. γεν. καὶ δοτ. πληθ. ναῦφι, -φιν Ὀδ. Ξ. 498, καὶ συχνάκις ἐν Ἰλ.· παρὰ μεταγεν. Ἐπικ., ὀνομ. νηῦς Μόσχ. 2. 60, νηῢς αὐτόθι 104, πρβλ. Ἐτυμ. Μέγ. 440. 17· αἰτ. ἑνικ. νηῦν, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1358, καὶ πληθ. νῆας Δημοσθ. ὁ Βιθυνὸς παρὰ Στεφ. τῷ Βυζ. ἐν λ. Ἡραία· ― Ἰων. κλίσ., νηῦς, νεός, νηί, νέα: πληθ. νέες, νεῶν, νηυσί, νέας, Δινδ. Διάλ. Ἡροδ. xl.· ― Δωρ. κλίσ., ναῦς, νᾱός, νᾱί, ναῦν: πληθ. νᾶες, ναῶν, ναυσὶ (νάεσσι Πινδ. Π. 4. 98), νᾶας, Θεόκρ.· ― Τραγ. κλίσ. ναῦς, ναὸς ἢ νεώς, ναΐ, ναῦν, πληθ. νᾶες, ναῶν ἢ νεῶν, ναυσί, ναῦς, ― ἂν καὶ οἱ Ἀντιγραφεῖς εἰσήγαγον νηὸς (Σοφ. Ἀποσπ. 699), νηὶ (Φιλ. 343, 891)· νῆες (Αἰσχύλ. Πέρσ. 417, Ἱκέτ. 734), νηῶν (Εὐρ. Ι. Τ. 1485). Ἐκ √ΝΑΥ ἢ ΝΑϜ, ἴσως συγγενοῦς τῷ νέω (νέϜ-ω), νεύσομαι, κολυμβῶ· ὅθεν καὶ ναύτης, ναυτίλος, ναῦλος, ναῦσθλον, ναυτία· προβλ. Σανσκρ. nâus, nâu-ka· Λατ. nav-is, nav-ita, nau-ta, nav-igo· Ἀρχ. Σκανδ. nau-st (statio navatis)· ὡσαύτως Ἀρχ. Γερμ. nach-o (nach-en), Ἀγγλο-Σαξον. nac-a).
French (Bailly abrégé)
(ἡ), gén. νηός, att. νεώς;
navire, vaisseau.
Étymologie: R. Σνυ > Νυ > Ναυ, ΝαϜ, couler ; cf. νᾶμα, lat. navis.
English (Autenrieth)
see νηῦς.
English (Slater)
ναῡς (νᾶός, νᾶί, ναῦν, νᾶα; νᾶες, νᾶῶν, ναυσί(ν), νεσσι.)
1 ship οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτἐν ναυσὶ κοίλαις (O. 6.10) ἀγαθαὶ δὲ πέλοντ' ἐν χειμερίᾳ νυκτὶ θοᾶς ἐκ ναὸς ἀπεσκίμφθαι δὔ ἄγκυραι (O. 6.101) τῷ μὲν ὁ χρυσοκόμας ναῶν πλόον εἶπε (O. 7.32) θᾶσσον καὶ ναὸς ὑποπτέρου (O. 9.24) τὶν γὰρ ἐν πόντῳ κυβερνῶνται θοαὶ νᾶες (O. 12.4) Μήδειαν ναὶ σώτειραν Ἀργοῖ (O. 13.54) ὠκυπόρων ἀπὸ ναῶν (P. 1.74) καί κεν ἐν ναυσὶν μόλον (P. 3.68) “ἄγκυραν ποτὶ χαλκόγενυν ναὶ κριμνάντων” (P. 4.25) “νάεσσι πολεῖς ἀγαγὲν” (P. 4.56) “καὶ ὡς τάχος ὀτρύνει με τεύχειν ναὶ πομπάν” (P. 4.164) ναὸς Ἀργοῦς (P. 4.185) δεσπόταν λίσσοντο ναῶν Poseidon (P. 4.207) “βασιλεὺς ὅστις ἄρχει ναός” Jason, master of the Argo (P. 4.230) πεντηκόντερον ναῦν (P. 4.245) (ἄνδρες), τοὺς Ἀριστοτέλης ἄγαγε ναυσὶ θοαῖς (P. 5.87) ναυσὶ δ' οὔτε πεζὸς ἰών κεν εὕροις ὁδόν (P. 10.29) τὸ δὲ πὰρ ποδὶ ναὸς ἑλισσόμενον αἰεὶ κυμάτων (N. 6.55) θοαῖς ἂν ναυσὶ (N. 7.29) παρὰ πεζοβόαις ἵπποις τε ναῶν τ' ἐν μάχαις (N. 9.34) καὶ γὰρ ἐριζόμεναι νᾶες ἐν πόντῳ ὠκυδινάτοις ἐν ἁμίλλαισι θαυμασταὶ πέλονται (I. 5.5) ἆγε ἐν ναυσὶν Ἀλκμήνας τέκος (I. 6.30) ]χαν νᾶα κύματος ακ[ fr. 1a. 4. ]ναὶ μολόντας[ fr. 140a. 52 (26). τέρπεται δὲ καί τις ἐπ' οἶδμ ἅλιον ναὶ θοᾷ διαστείβων fr. 221. 5. παρὰ ναῦν δ' ἰθύει τάχιστα δελφίς fr. 234. met., of the ship of song, ἀπότρεπε αὖτις Εὐρώπαν ποτὶ χέρσον ἔντεα ναός (N. 4.70)
English (Strong)
from nao or neo (to float); a boat (of any size): ship.
English (Thayer)
accusative ναῦν, ἡ (from ναῷ or νεώ, to flow, float, swim), a ship, vessel of considerable size: Homer down; the Sept. several times for אנִי and אנִיָה.)