οὐσία

From LSJ
Revision as of 18:09, 28 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (T22)

Ἤθους δικαίου φαῦλος οὐ ψαύει λόγος → Vox prava non pertingit ad mores bonos → Verkommne Rede rührt nicht an gerechte Art

Menander, Monostichoi, 214
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οὐσία Medium diacritics: οὐσία Low diacritics: ουσία Capitals: ΟΥΣΙΑ
Transliteration A: ousía Transliteration B: ousia Transliteration C: ousia Beta Code: ou)si/a

English (LSJ)

Ion.

   A -ιη Hdt.1.92, 6.86.ά, SIG167.26 (Mylasa, iv B. C.); Dor. ἐσσία, ὠσία (qq. v.): ἡ: (ὀντ-, part. of εἰμί sum):—that which is one's own, one's substance, property, Hdt. ll.cc., S.Tr.911 (s. v. l.), E. HF337, Hel.1253 (pl., Fr.354 (s. v. l.)), Ar.Ec.729, Lys.18.17, Pl.R. 551b, SIGl.c., etc.; opp. τὰ σώματα (civil status), And.1.74; καλῶς . . ἐπεμελήθη τῶν οὐσιῶν ὑπὲρ τοῦ δημάρχου BSA24.154 (Attica, iv B.C.); εἰ ἐκεκτήμην οὐ. if I had been a man of substance, Lys.24.11; ὑπὲρ τὴν οὐ. δαπανᾶν Diph.32.7; πατρῴαν οὐ. κατεσθίειν Anaxipp.1.32, cf. Critias 45 D.; φανερὰ οὐσία real property, immovables, And.1.118; opp. ἀφανής, Lys.32.4; freq. of estates in Egypt, PTeb.6.23 (ii B. C., pl.), BGU650.3 (i A. D.), OGI665.30 (i A. D.), etc.    II in Philos., like Ion. φύσις (with which it is interchanged in various uses, e. g. Philol. 11, Pl.R.359a, 359b, Arist.PA646a25, Thphr.HP6.1.1), stable being, immutable reality, opp. γένεσις, ὅτιπερ πρὸς γένεσιν οὐσία, τοῦτο πρὸς πίστιν ἀλήθεια Pl.Ti.29c, cf. Sph.232c; ὧν κίνησις γένεσιν παραλαβοῦσα ἀέναον οὐ. ἐπόρισεν Id.Lg.966e; γένεσις μὲν τὸ σπέρμα, οὐ. δὲ τὸ τέλος Arist.PA641b32, cf. 640a18, etc.; ὁδὸς εἰς οὐσίαν Id.Metaph.1003b7: hence, being in the abstract, opp. non-being (τὸ μὴ εἶναι), Pl.Tht.185c.    2 substance, essence, opp. πάθη ('modes'), Id.Euthphr.11a; πάθη οὐσίας Arist.Metaph.1003b7; opp. συμβεβηκότα ('accidents'), Id.APo.83a24, PA643a27; ἡ φύσις [τῆς ψυχῆς] καὶ ἡ οὐ., εἶθ' ὅσα συμβέβηκε περὶ αὐτήν Id.de An.402a8.    3 true nature of that which is a member of a kind, defined as ὃ τυγχάνει ἕκαστον ὄν Pl.Phd.65d; as τὸ ὅ ἐστι ib.92d; as τὸ τί ἐστι Arist.APo. 90b30; τὸ εἶναί τε καὶ τὴν οὐ. Pl.R.509b; expressed in a formula or definition, ψυχῆς οὐ. τε καὶ λόγον Id.Phdr.245e; τὸ τί ἦν εἶναι οὗ ὁ λόγος ὁρισμός, καὶ τοῦτο οὐ. λέγεται Arist.Metaph.1017b22; μόνης τῆς οὐ. ἐστὶν ὁ ὁρισμός ib. 1031a1.    4 the possession of such a nature, substantiality, ἔτι ἐπέκεινα τῆς οὐ. πρεσβείᾳ . . ὑπερέχοντος Pl.R. 509b.    5 in the concrete, the primary real, the substratum underlying all change and process in nature, applied by Arist. to the atoms of Democritus, Fr.208; to τὰ ἁπλᾶ σώματα Id.Cael.298a29, cf. Metaph. 1017b10; πᾶσαι αἱ φυσικαὶ οὐ. ἢ σώματα ἢ μετὰ σωμάτων γίγνονται Id.Cael.298b3, al.; ταὐτὸν σῶμα καὶ οὐσίαν ὁριζόμενοι Pl. Sph.246a; but also, νοητὰ ἄττα καὶ ἀσώματα εἴδη . . τὴν ἀληθινὴν οὐ. ib.b.    6 in Logic, substance as the leading category, Arist. Cat.1b26, Metaph.1045b29; αἱ πρῶται οὐ. (individuals), αἱ δεύτεραι οὐ. (species and genera), Id.Cat.2b5, 2a15 (but ὁ ἄνθρωπος καὶ ὁ ἵππος . . οὐκ ἔστιν οὐ. ἀλλὰ σύνολόν τι Id.Metaph.1035b29, cf. σύνθετος or συνθέτη οὐ. ib. 1043a30, de An.412a16); ἡ μὲν ψυχὴ οὐ. ἡ πρώτη, τὸ δὲ σῶμα ὕλη Id.Metaph.1037a5; ἡ ψυχὴ οὐ. ὡς εἶδος Id.de An.412a19; ἡ οὐ. ἐντελέχεια ib.21; [ψυχὴ] οὐ. τοῦ ἐμψύχου Id.Metaph.1035b15; of the abstract objects of mathematics, μονὰς οὐ. ἄθετος, στιγμὴ δὲ οὐ. θετός Id.APo.87a36.    7 after Pl. and Arist. in various uses, as ἡ ἄποιος οὐ., = ἡ ὕλη, Zeno Stoic.1.24; κατὰ οὐσίαν, opp. κατὰ δύναμιν ἢ ἐνέργειαν, Polystr.p.12 W.; πᾶς νοῦς ἀμέριστός ἐστιν οὐ. Procl.Inst.171, cf. Plot.2.4.5, 2.6.1, 4.7.8, 6.1.2, al.    8 Pythag. name for I, Theol.Ar.6.    III name of a plaster, Aët.15.15,45.    IV αἱ οὐ. fireresisting substances, Zos.Alch.p.168 B.; of the four σώματα (copper, tin, lead, iron), Ps.-Democr. ap. eund.p.167 B.    V in Magic, a material thing by which a connexion is established between the person to be acted upon and the supernatural agent, e.g. a hair, λαβὼν βελόνην διείρων τὴν οὐ. εἰς αὐτήν PMag.Par.1.2949, cf. PMag.Osl. 1.73; mould from a tomb, PMag.Par.1.435; κυνοκεφάλου οὐ., . . κυνὸς οὐ., = κόπρος (cf. 2460), ib.2687, etc.

German (Pape)

[Seite 420] ἡ (οὖσα, εἶμί), das Seiende; – 1) das Vermögen, Eigenthum; Her. 1, 92; ἡ οὐσία δημεύεται, Lys. 18, 17 u. öfter bei Rednern; οὐσίας δι' ἀμελείας ἀπολλυμένης, Plat. Phaedr. 252 a; οὐσίᾳ καὶ γένει οὐδενὸς ὕστερος ὢν τῶν ἐκεῖ, Tim. 20 a; οὐσίαν μάλα πολλὴν κατέλιπεν, Theaet. 144 c, u. öfter, wie Folgde; τὰς ἄπαιδας ἐς τὸ λοιπὸν οὐσίας, Soph. Tr. 907, das Hauswesen ohne Kinder. – 2) das Wesen, das wahrhafte Sein, auch die Wirklichkeit, nach Arist. de anim. 2, 1 πᾶν σῶμα φυσικὸν μετέχον ζωῆς; so oft Plat., ἑκάστῳ τῶν ὀνομάτων τούτων ὑπόκειταί τις ἴδιος οὐσία Prot. 349 b, ἡ οὐσία ἔχουσα τὴν ἐπωνυμίαν τὴν τοῦ ὃ ἔστιν Phaed. 92 d, ψυχῆς οὐσίαν τε καὶ λόγον, Wesen u. Begriff, Phaedr. 245 e; dem μὴ εἶναι entgegengesetzt, Theaet. 185 c; mit ἀλήθεια vrbdn, Rep. VII, 525 c; Arist. u. Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

οὐσία: Ἰωνικ. -ίη, ἡ· (οὖσα, μετοχ. θηλ. τοῦ εἰμί)· ὅ,τι ἀνήκει ἀποκλειστικῶς εἴς τινα, ἰδιοκτησία, περιουσία, Ἡρόδ. 1. 92., 6. 86, 1, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 337, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 729, Λυσίας 150. 41, Πλάτ., κτλ.· εἰ ἐκεκτήμην οὐσίαν, ἐὰν εἶχον περιουσίαν, ἐὰν ἤμην πλούσιος, Λυσ. 169. 14· ὑπὲρ τὴν οὐσίαν δαπανᾶν Δίφιλ. ἐν «Ἐμπόρῳ» 1. 7· πατρῴαν οὐσίαν κατεσθίειν Ἀνάξιππος ἐν «Ἐγκαλυπτομένῳ» 1. 32· πρβλ. σφαῖρα Ι· - φανερὰ οὐσία, πραγματικὴ περιουσία, Ἀνδοκ. 15. 38· ἀντίθετ. τῷ ἀφανής, Λυσ. 894. 11, πρβλ. Böckh P. E. 2. 252· περὶ τῆς διαφορᾶς αὐτῆς ἀπὸ τοῦ τιμήματος, αὐτόθι. ΙΙ. = τὸ εἶναι, ἡ ὕπαρξις, ἀντίθ. τῷ γένεσις, Πλάτ. Σοφιστ. 232C, Πολ. 359Α, 509Β, Θεαίτ. 185C, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 1. 1, 15· - ἐν Σοφ. Τρ. 911, εἰ ὁ στίχος γνήσιος, τὰς ἄπαιδας εἰς τὸ λοιπὸν οὐσίας, πρέπει νὰ σημαίνῃ τὴν ἄπαιδα αὐτῆς εἰς τὸ ἑξῆς κατάστασιν (ἐπειδὴἩρακλῆς ἀπέθνησκεν). Ἀλλ’ ἴδε σημ. Jebb., ὅστις θεωρεῖ τὸ χωρίον παρεφθαρμένον, ἴδε καὶ παράρτημα (Αppendix) τοῦ αὐτοῦ ἐν σ. 197. ΙΙΙ. ἐν τῇ φιλοσοφ. τοῦ Πλάτ., καὶ ἔτι μᾶλλον ἐν τῇ τοῦ Ἀριστ., ἡ θεωρία περὶ τῆς οὐσίας ἀποτελεῖ μέρος λίαν σπουδαῖον· βραχεῖα σημείωσις τῶν κυριωτέρων αὐτῆς χρήσεων πρέπει νὰ θεωρηθῇ ἐπαρκὴς ἐνταῦθα: 1) ἡ οὐσία, ἡ ἀληθὴς φύσις πράγματός τινος, ἥτις ὁρίζεται: ὃ τυγχάνει ἕκαστον ὂν Πλάτ. Φαίδων 65D, πρβλ. 78C, 92D· τὸ πρώτως ὂν καὶ οὐ τί ὂν ἀλλ’ ὂν ἁπλῶς Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 6. 1, 5· ἡ ἐπιστήμη ἡ γνωρίζουσα τὰς οὐσίας, ἡ ὀντολογία, ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 2, 2, 12· - ἐντεῦθεν, 2) ἐν τῇ λογικῇ τοῦ Ἀριστ. = τὸ τί ἦν εἶναι, ἡ φύσις, τὸ εἶδος, ὁ ἀληθὴς ὁρισμὸς πράγματός τινος, αὐτόθι 4. 8, 4., 6. 4, 1, κ. ἀλλ.· πρβλ. Πλάτ. Φαῖδρ. 245Ε, ψυχῆς οὐσίαν τε καὶ λόγον, τὴν φύσιν αὐτῆς καὶ τὸν ὁρισμόν. 3) πραγματικότης, τὸ ὄντως εἶναι, ἀντίθ. τῷ τὸ μὴ εἶναι, ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 185C. 4) ἡ ἀρχικὴ οὐσία, στοιχεῖον, μικραὶ οὐσίαι, τὰ ἄτομα τοῦ Δημοκρίτου, Ἀριστ. Ἀποσπ. 20, πρβλ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 8, 1., 6, 2, 1· ἅπερ καλοῦνται αἱ φυσικαὶ οὐσίαι, π. Οὐρ. 3. 1, 2, κ. ἀλλ.· ὡσαύτως πᾶσα ὀργανικὴ οὐσία, πᾶν σῶμα φυσικὸν μετέχον ζωῆς ὁ αὐτ. π. Ψυχῆς 2. 1, 3· ἐντεῦθεν αἱ πρῶται οὐσίαι εἶναι τὰ ἄτομα, αἱ δεύτεραι, τὰ εἴδη καὶ γένη, ὁ αὐτ. ἐν Κατηγ. 5, 1-13· καὶ ἡ πρώτη οὐσία χαρακτηρίζεται ὡς ἑξῆς: ἡ μὴ καθ’ ὑποκειμένου τινὸς λέγεται μήτ’ ἐν ὑποκειμένῳ τινί ἐστι αὐτόθι 5. 1, πρβλ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 8, 1, κ. ἀλλ. 5) ἡ ὑλικὴ αἰτία, σχεδὸν ὡς τὸ ὕλη, ἡ οὐσία αἰτία τοῦ εἶναι ἕκαστον αὐτόθι 7. 2, 5, πρβλ. 4. 8, 2., 6. 17, 1.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 essence, substance, être;
2 biens, fortune, richesse.
Étymologie: ὤν.

Spanish

entidad mágica

English (Strong)

from the feminine of ὤν; substance, i.e. property (possessions): goods, substance.

English (Thayer)

οὐσίας, ἡ (from ὤν, οὖσα, ὄν, the participle of εἰμί), what one has, i. e. property, possessions, estate (A. V. substance): Herodotus 1,92; Xenophon, Plato, Attic orators, others.)