τρώγω

From LSJ
Revision as of 18:03, 28 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (T21)

οὐ παντὸς ἀνδρὸς ἐς Κόρινθον ἔσθ' ὁ πλοῦς → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρώγω Medium diacritics: τρώγω Low diacritics: τρώγω Capitals: ΤΡΩΓΩ
Transliteration A: trṓgō Transliteration B: trōgō Transliteration C: trogo Beta Code: trw/gw

English (LSJ)

Od.6.90, etc.: fut.

   A τρώξομαι Ar.Ach.806, X.Smp.4.8: aor. 1 ἔτρωξα (κατ-) Batr.182, Hp.Nat.Mul.8, Timo66.6: aor. 2 ἔτρᾰγον, 3sg. subj. τράγῃ Pherecr.67.5 (elsewh. only in compos. with ἐν- (q. v.), κατα-, παρα-):—Pass., pf. τέτρωγμαι (δια-) Ar.V.371, (παρεν-) Eub.15.8:—gnaw, nibble, munch, esp. of herbivorous animals, as mules, τ. ἄγρωστιν Od.6.90; of swine, ἐρεβίνθους τ. Ar. Ach.801, cf. 806; of cattle, τὸν θαλλόν, κόμαρον τ., Theoc.4.45, 9.11; rarely of dogs, Εὐριπίδην ἔτρωγον Sotad.15.15; of human beings in disease, λίθους τε καὶ γῆν τρώγουσι Hp.Prorrh.2.31.    II of men, eat vegetables or fruit, τοὺς γενομένους [κυάμους] οὔτε τρώγουσι οὔτε ἕψοντες πατέονται Hdt.2.37; τὸ κάτω [τῆς βύβλου] ib.92; τὸν καρπὸν τοῦ λωτοῦ Id.4.177; τ. βότρυς Ar.Eq.1077; βολβοὺς τρώγων, τυροὺς κάπτων Anaxil.18.3 (anap.); of dessert, eat fruits, as figs, almonds, etc., Hdt.1.71, Ar.Pax1324, Pherecr.159 (v. τρωγάλια) ; ἴτρια, μελίπηκτα, Sol.38.1, Antiph.140.4; of small fish as hors-d'oeuvres, κἀν ποίᾳ πόλει τοσοῦτος < ὢν > τὸ μέγεθος ἰχθῦς τρώγεται; Eup.23 D.: abs., πίνειν καὶ τ. drink and eat dessert, D.19.197: Com. metaph., γνώμας τ. Πανδελετείους Ar.Nu.924 (anap.):—Pass., τρώγεται ἁπαλὰ ταῦτα καὶ αὖα Hdt.2.92.    III later, simply eat, serving as pres. to ἔφαγον instead of ἐσθίω, ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα Ev.Jo.6.54 (cf. aor. φάγητε . . πίητε ib.53); τρώγοντες καὶ πίνοντες Ev.Matt.24.38; never in LXX (ὁ ἐσθίων ἄρτους μου LXX Ps.40(41).10 becomes ὁ τρώγων μου τὸν ἄρτον when cited in Ev.Jo.13.18); δύο τρώγομεν ἀδελφοί is dub. l. in Plb.31.23.9; ἔδωκεν εὔζωμον νήστῃ τρώγειν SIG1171.9 (Crete, perh. i B. C.); ἡ νὺξ τὴν ἡμέραν τ. (of a black man eating white bread) Diog.Cyn. ap. Sammelb.5730 (iv/v A. D.); ψυχρὰ τρώγοντα κατακαίεσθαι PMag.Lond.121.177; ἔμοιγε, ὅσσα παρ' ἀνθρώποις, τρώγειν ἔθος Batr.34; this usage is mentioned by AB114, censured by Phot.

Greek (Liddell-Scott)

τρώγω: μέλλ. τρώξομαι Ἀριστοφ. Ἀχ. 806, Ξεν· ἀόρ. α΄ ἔτρωξα (κατ-) Βατραχομυομ. 182, Ἱππ. 565. 46, Τίμων ἐν Ἀποσπ. 7· ἀόρ. β΄ ἔτρᾰγον, γ΄ ἑνικ. ὑποτ. τράγῃ Φερεκράτης ἐν «Κοριαννοῖ» 1. 5 (ἀλλαχοῦ μόνον ἐν συνθέσει μετὰ τῶν προθ. κατα-, παρα-, ἐν-)· - Παθ., πρκμ. τέτρωγμαι (δια-) Ἀριστοφ. Σφ. 371· (παρεντέτρωκται) Εὔβουλος ἐν «Αὔγῃ» 1, 8. Ἐπὶ φυτοφάγων ζῴων, ὡς π.χ. ἡμιόνων, ἡμιόνους... σεῦαν ποταμὸν παρὰ δινήεντα τρώγειν ἄγρωστιν μιλιηδέα Ὀδ. Ζ. 90· ἐπὶ χοίρων, ἐρεβίνθους τρ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 801, πρβλ. 8. 6· ἐπὶ μόσχου, βάλλε κάτωθε τὰ μοσχία· τῆς γὰς ἐλαίας τὸν θαλλὸν τρώγοντι Θεόκριτ. 4. 45· ἐπὶ δαμαλῶν, κόμαρον τρωγοίσας ὁ αὐτ. 9. 11· σπανίως ἐπὶ κυνῶν, Σωτάδ. παρὰ Στοβ. 528. 20. ΙΙ. ἐπὶ ἀνθρώπων, τρώγω ὄσπρια, καρποὺς καὶ τὰ τοιαῦτα ὠμά, τοὺς γενομένους κυάμους οὔτε τρώγουσι οὔτε ἕψοντες πατέονται Ἡρόδ. 2. 37· τὸ κάτω τῆς βύβλου ὁ αὐτ. 2. 92· τὸν καρπὸν τοῦ λωτοῦ ὁ αὐτ. 4. 177· τρ. βότρυς Ἀριστοφ. Ἱππ. 1077· βολβοὺς τρώγων, τυροὺς κάπτων Ἀναξίλας ἐν «Λυροποιῷ» 1, 3· ἐπὶ ἐπιδορπίου, τρώγω καρπούς, οἷον σῦκα, ἀμύγδαλα, κλπ., Ἡρόδ. 1. 71, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1324, Φερεκράτης ἐν Ἀδήλοις 2, πρβλ. Βατραχομυομ. 34 (ἴδε τρωγάλιαἴτρια, μελίπηκτα Σόλων 37, 1· μελίπηκτα... τρώγοιμι Ἀντιφάνης ἐν «Λεπτινίσκῳ» 1· ἀπολ., τρ. καὶ πίνειν, τρώγω τρωγάλια καὶ πίνω οἶνον, Δημ. 402. 21· - κατὰ κωμ. μεταφ., γνώμας τρ. Πανδελετείους Ἀριστοφ. Νεφ. 924· - Παθ., τρώγεται ἁπαλὰ ταῦτα καὶ αὖα Ἡρόδ. 2. 92. - Κατὰ τὸν Ἀντιαττικιστὴν ἐν Α. Β. 114. 15: «τρώγειν οὔ φασι δεῖν λέγειν τὸ ἐσθίειν, ἀλλὰ τὸ τραγήματα ἐσθίειν».

French (Bailly abrégé)

f. τρώξομαι, et, dans les composés, ao. ἔτρωξα, ao.2 ἔτραγον;
Pass. pf. τέτρωγμαι;
1 en parl. d’animaux manger, ronger, brouter;
2 en parl. de pers. manger des aliments crus, particul. croquer des noix, des amandes, etc.
Étymologie: R. Τραγ, manger.

English (Autenrieth)

gnaw, crop, browse upon, Od. 6.90†.

English (Strong)

probably strengthened from a collateral form of the base of τραῦμα and τρίβος through the idea of corrosion or wear; or perhaps rather of a base of τρυγών and τρίζω through the idea of a craunching sound; to gnaw or chew, i.e. (generally) to eat: eat.

English (Thayer)

to gnaw, crunch, chew raw vegetables or fruits (as nuts, almonds, etc.): ἄγρωστιν, of mules, Homer, Odyssey 6,90, and often in other writers of animals feeding; also of men from Herodotus down (as σῦκα, Herodotus 1,71; βότρυς, Aristophanes eqq. 1077; blackberries, the Epistle of Barnabas 7,8 [ET] (where see Harnack, Cunningham, Müller); κρόμυον, μετά δεῖπνον, Xenophon, conv. 4,8); universally, to eat: absolutely, (δύο τρώγομεν ἀδελφοί, we mess together, Polybius 32,9, 9) joined with πίνειν, Demosthenes, p. 402,21; Plutarch, symp. 1,1, 2; Ev. Nicod. c. 15, p. 640, Thilo edition (p. 251 Tdf. edition)); τόν ἄρτον, ἄρτος 2and ἐσθίω b.); figuratively, τήν σάρκα, the 'flesh' of Christ (see σάρξ, 1), John 6:54,56f.