κονίω

From LSJ
Revision as of 06:41, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

Κενῆς δὲ δόξης οὐδὲν ἀθλιώτερον → Nihil est inani gloria infelicius → Als leerer Ruhm jedoch ist nichts unseliger

Menander, Monostichoi, 289
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κονίω Medium diacritics: κονίω Low diacritics: κονίω Capitals: ΚΟΝΙΩ
Transliteration A: koníō Transliteration B: koniō Transliteration C: konio Beta Code: koni/w

English (LSJ)

[ῑ], fut. κονίσω [ῑ]: aor.

   A ἐκόνῑσα Il. (v. infr.):—Med., Ph.2.173, fut. κονιοῦμαι v.l. in Ph. l. c. (as if from κονίζω, cf. Hsch. s.v. κονίζεσθαι): aor. ἐκονῑσάμην Ar.Ec.1177, Luc.Anach.31, etc.:—Pass., pf. κεκόνῑμαι Il.21.541, Hes.Op.481, Ar.Ec.291: plpf. κεκόνῑτο Il.22.405 (in Mss. sts. incorrectly ἐκόνισσα, κεκόνισμαι, κεκόνιστο, Il.21.407, Theoc.1.30, AP9.128):—make dusty, cover with clouds of dust, εὐρὺ κονίσουσιν πεδίον, of persons in hasty flight, Il.14.145.    2 cover with dust, ἐκόνισε δὲ χαίτας 21.407:—Pass., κεκονιμένοι φεῦγον all dusty fled they, ib.541; κεκόνιτο κάρη 22.405; κεκονιμένος all dusty, i.e. in haste, Ar.Ec.291, cf. 1177, Luc.DDeor.24.1, Tim.45, etc.    3 Pass., to be sprinkled as with dust, κισσὸς ἑλιχρύσῳ κεκονιμένος Theoc. 1.30.    4 Med., roll in the dust, like birds, horses, etc., Arist.HA 633b4, 557a12 (leg. κονίωνται), Polem.Hist.59; but, of wrestlers, sprinkle themselves with dust, Diocl.Fr.141, Gal.6.162, Luc.Anach. l.c.: hence, prepare for combat, Ph.l.c., Eust.1113.63; αὐτὸς ἐφ' ἑαυτοῦ κονισάμενος Max.Tyr.5.8.    II intr., κονίοντες πεδίοιο galloping o'er the dusty plain, in Il. always of horses, 13.820, 23.372, 449; of men racing, Od.8.122; of an advancing army, A.Th.60, cf. Pers.163 (troch.).

German (Pape)

[Seite 1482] κονίσω, aor. ἐκόνισα (die Schreibart κονίσσω u. ἐκόνισσα ist jetzt im Hom. getilgt), κεκόνιμαι, in späterer Prosa κονίζω, att. fut. κονιῶ, perf. pass. κεκόνισμαι, κεκόνιστο, Ep. symm. her. 20 (IX, 128); – mit Staub erfüllen, staubig machen, εὐρὺ κονίσουσιν πεδίον, sie werden die Ebene mit Staub erfüllen, d. i. fliehen, ll. 14, 144; ἐκόνισε δὲ χαίτας 21, 407; κεκόνιτο κάρη ἅπαν 22, 405; μὴ μέγας πλοῦτος κονίσας οὖδας ἀντρέψῃ ποδὶ ὄλβον Aesch. Pers. 159; φεῦγον κεκονιμένοι, sie flohen vom Staub umwirbelt, Il. 21, 541; – dah. κεκονιμένος geradezu = eilig, eilend, ἥκῃ κεκονιμένος Ar. Eccl. 291, πανταχόθεν συνθέουσι κεκονιμένοι καὶ πνευστιῶντες Luc. Tim. 45, u. A. – Dah. auch intr., durch Laufen Staub erregen, laufen, eilen, κονίοντες πεδίοιο, hinstäubend durch das Gefilde. von Pferden, Il. 23, 372. 449; von wettrennenden Menschen, Od. 8, 122; Ἀργείων στρατὸς χωρεῖ, κονίει Aesch. Spt. 60; u. im med., κόνισαι λαβών, nimm schnell, Ar. Eccl. 1176. – Uebh. = bedecken mit Etwas, κισσὸς ἑλιχρύσῳ κεκονιμένος Theocr. 1, 29, Schol. erkl. κεχρισμένος, v. l. κεκονισμένος, bes. = mit Kalk überstreichen, mit Pech überziehen. Hesych. (vgl. aber κονιάω). – Med. κονίζομαι, sich im Staube, Sande wälzen, wie die Pferde u. Vögel, Sp. – Bes. aber von den Ringern, die sich, nachdem sie sich mit Oel gesalbt hatten, den ganzen Leib mit seinem Sande bestreuten, um fester anfassen zu können, u. im Sande kämpften; dah. = γυμνάζεσθαι, Ath. IX, 388 c u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κονίω: ῑ: μέλλ. κονίσω ῑ, ἀόρ. ἐκόνῑσα, ἅπαντα ἐν τῇ Ἰλ. ― Μέσ., μέλλ. κονιοῦμαι Φίλων 2. 173 (ὡς εἰ ἐκ ῥήματος κονίζω, πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λέξ. κονίζεσθαι)· ἀόρ. ἐκονῑσάμην Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1177, Λουκ., κτλ. ― Παθ., πρκμ. κεκόνῑμαι Ἰλ., Ἡσ., Ἐκκλ. 291· ὑπερσ. κεκόνῑτο Ἰλ. Χ. 405· ― (ἐν τοῖς Ἀντιγρ. ἐνίοτε ἐκόνισσα, κεκόνισμαι, κεκόνιστο, ἐξ ἀγνοίας ὅτι τὸ ι εἶναι μακρόν, Βατραχομυομ. 204, Θεόκρ. 1. 30, Ἀνθ. Π. 9. 128). Πληρῶ κόνεως, καλύπτω διὰ κονιορτοῦ, εὐρὺ κονίσουσιν πεδίον, ἐπὶ ἀνθρώπων μετὰ σπουδῆς φευγόντων, Ἰλ. Ξ. 145· ἴδε κατωτ. ΙΙ. 2) καλύπτω διὰ κόνεως, «σκονίζω», ἐκόνισε δὲ χαίτας Φ. 407· οὕτως ἐν τῷ παθ., φεῦγον κεκονιμένοι, ἔφευγον κατεσκονισμένοι, τὸ τοῦ Οὐεργιλίου pulverulenta fuga dant terga αὐτόθι 541· κεκόνιτο κάρη Χ. 405· κεκονῑμένος, πλήρης κονιορτοῦ, δηλ. ἐν σπουδῇ, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 291, πρβλ. 1177, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 24. 1, Τίμ. 45, κτλ. 3) Παθ., ἐπιπάσσομαι ὡς διὰ κόνεως, κισσὸς ἑλιχρύσῳ κεκονιμένος Θεόκρ. 1. 30. 4) Μέσ., κυλίομαι ἐντὸς τῆς κόνεως ὡς τὰ πτηνά, οἱ ἵπποι κτλ., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 49Β, 10 (ὅθεν ἀναγνωστέον κονίωνται ἀντὶ -ιῶνται ἐν 5. 31, 5), Ἀθήν. 388C· πρβλ. κονίστρα· ― ὡσαύτως ἐπὶ παλαιστῶν (πρβλ. κονία ΙΙ), Λουκ. Ἀνάχ. 31· ἐντεῦθεν, παρασκευάζομαι πρὸς μάχην, Φίλων ἔνθ’ ἀνωτ., Εὐστ. ΙΙ. ἀμεταβ., οἱ δὲ πέτοντο κονίοντες πεδίοιο, ἐπέτων τρέχοντες δρομαίως διὰ μέσου τῆς κονιορτώδους πεδιάδος, ἐν τῇ Ἰλ. ἀείποτε ἐπὶ ἵππων, Ν. 820., Ψ. 372, 449· ἐπὶ ἀνδρῶν ἀγωνιζομένων ἀγῶνα δρόμου, Ὀδ. Θ. 122· ἐπὶ στρατοῦ προχωροῦντος, Αἰσχύλ. Θήβ. 60, παρβ. Πέρσ. 163· ἴδε Jelf Gr. Gr. § 522. 2.

French (Bailly abrégé)

f. κονίσω, ao. ἐκόνισα, pf. inus., pf. Pass. κεκόνιμαι;
1 couvrir de poussière, rendre poudreux : χαίτας IL couvrir les cheveux de poussière;
2 remplir de poussière : κ. πεδίον IL couvrir la plaine de poussière ; Pass. φεῦγον κεκονιμένοι IL ils fuyaient enveloppés d’un tourbillon de poussière ; abs. soulever la poussière;
Moy. κονίομαι se frotter de poussière pour la lutte.
Étymologie: κόνις.

English (Autenrieth)

fut. κονίσουσι, aor. ἐκόνῖσα, pass. perf. part. κεκονῖμένος, plup. κεκόνῖτο: make dust or make dusty, cover with dust; pass., Il. 22.405, Il. 21.541; intr., κονίοντες πεδίοιο, ‘scampering’ over the plain in a cloud of dust.

Greek Monolingual

κονίω (Α) κόνις
1. γεμίζω κάτι με σύννεφο σκόνης, καθιστώ κάτι σκονισμένο, καλύπτω με σκόνη, σκονίζω (α. «ἑπτά δ' ἐπέσχε πέλεθρα πεσών, ἐκόνισε δὲ χαίτας», Ομ. Ιλ.
β. «κισσὸς ἑλιχρύσῳ κεκονιμένος», Θεόκρ.)
2. προετοιμάζομαι για μάχη
3. (για ίππους ή για άνδρες που αγωνίζονται σε αγώνα δρόμου ή για στρατό) σηκώνω σκόνη (α. «οἱ δ' ἐπέτοντο κονίοντες πεδίοιο», Ομ. Ιλ.
β. «ἐγγὺς γὰρ ἤδη... Ἀργείων στρατὸς χωρεῑν, κονίει», Αισχύλ.)
4. μέσ. κονίομαι
α) (για πτηνά ή άλλα ζώα) κυλιέμαι στη σκόνη («καὶ οἱ φασιανοί, ἐὰν μὴ κονίωνται, διαφθείρονται ὑπὸ τῶν φθειρῶν», Αριστοτ.)
β) (για παλαιστές) πασπαλίζω το σώμα μου με σκόνη («χρισάμενοι τῷ ἐλαίῳ καὶ κονισάμενοι πρόϊτε καὶ αὐτοὶ πὺξ τὰς χεῑρας». Λουκιαν.)
5. (ἡ μτχ. παθ. παρακμ.) κεκονιμένος, -η, -ον
βιαστικός, επειγόμενος.