παράβασις

From LSJ
Revision as of 00:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

μάλα δ' ὦκα θύρηθ' ἔα ἀμφὶς ἐκείνων → very soon I was out, away from them | very soon was out of the water, and away from them

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παράβᾰσις Medium diacritics: παράβασις Low diacritics: παράβασις Capitals: ΠΑΡΑΒΑΣΙΣ
Transliteration A: parábasis Transliteration B: parabasis Transliteration C: paravasis Beta Code: para/basis

English (LSJ)

Ep. παραίβ-, εως, ἡ,

   A going aside, escape, παραίβασις ἔσσετ' ὀλέθρου A.R.4.832; deviation, v.l. in Arist.Pol.1307b33, cf. Plu. 2.649b (pl.); digression, Str.1.2.2, Longin.12.5 (pl.).    2 of the action of walking, π. καὶ παράλλαξις σκελῶν Plu.Phil.6.    3 transition, passage, Demetr.Lac.Herc.1012.31.    II overstepping, ὅρων Plu.2.122e; ἔθους Str.12.8.9; τοῦ πατρίου νόμου J.AJ18.8.2; τῶν δικαίων παραβάσεις Plu.Comp.Ages.Pomp.1: abs., transgression, LXX 4 Ki.2.24, Ep.Gal.3.19, Plu.2.209a, 746c, etc.; error, illusion, Epicur. Nat.11.7; cf. παραβασία.    III parabasis, a part of the Old Comedy, in which the Chorus came forward (cf. παραβαίνω IV) and addressed the audience in the Poet's name, Plu.2.711f, Heph.Poëm.8, Sch.Ar.Pax 733, etc.

German (Pape)

[Seite 471] ἡ, das Uebertreten, die Uebertretung, ὅρων, Plut. de san. tu. A., übertr. τῶν δικαίων, Comp. Agesil. et Pomp. 1; – das Vorschreiten; auch neben κυρτότητες vom Holz, das sich wirft, Symp. 3, 2 M. Philop. 6; – Abschweifung von dem Thema, Strab. I, 15 u. Sp.; – bes. die Parabase, ein Theil der alten Comödie, den der Chorführer im Namen des Dichters zu den Zuschauern sprach, der, ohne nähere Beziehung auf die Handlung des Stücks, gewöhnlich nach dem ersten Chorgesange eingeschaltet ist. vgl. Schol. Ar. Nubb. 518, woraus hervorgeht, daß der Chor auch eine eigene Stellung gegen die Zuschauer annahm, die ursprünglich durch das Wort bezeichnet ist; s. zu Pax 733 u. Poll. 4, 111.

Greek (Liddell-Scott)

παράβᾰσις: Ἐπικ. παραίβ-, ἡ, τὸ βαίνειν κατὰ μέρος, ἐκφυγή, παραίβασις ἔσσετ’ ὀλέθρου Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 832· παρεκτροπή, ἐλαχίστη μεταβολή, Ἀριστ. Πολιτ. 5. 8, 2, Πλούτ. 2. 649Β· παρέκβασις, Στράβ. 15. 2) ἐπὶ τῆς ἐνεργείας τοῦ βαδίζειν ἢ περιπατεῖν, π. καὶ παράλλαξις σκελῶν Πλουτ. Φιλοπ. 6. ΙΙ. ἡ ὑπέρβασις, ὅρων ὁ αὐτ. 2. 122Ε· τῶν δικαίων παραβάσεις ὁ αὐτ. ἐν Ἀγησ. καὶ Πομπ. Συγκρ. 1· ― ἀπολ., παράβασις, ὁ αὐτ. 2. 209Α, 746C, κτλ.· οὕτως Ἐπικ. παραιβασίη, Ἡσ. Θ. 220. ΙΙΙ. ἐν τῇ παλαιᾷ κωμῳδία παράβασις ἦτο, ὅτε ὁ χορὸς προέβαινεν ἐκ τῆς προτέρας αὐτοῦ στάσεως καὶ ὡμίλει πρὸς τοὺς θεατὰς ἐν ὀνόματι τοῦ ποιητοῦ, «ἡ παράβασις δοκεῖ μὲν ἐν τοῦ χοροῦ λέγεσθαι, εἰσάγει δὲ τὸ ἑαυτοῦ πρόσωπον ὁ ποιητὴς» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 733· δὲν ἦτο δὲ ἀπαραίτητον μέρος τῆς κωμῳδίας, διότι ἐν τρισὶν ἐκ τῶν σῳζομένων κωμῳδιῶν τοῦ Ἀριστοφ., δηλ. Ἐκκλ., Λυσιστρ. Πλούτῳ, δὲν ὑπάρχει. Ἡ παράβασις οὐδεμίαν εἶχε σχέσιν πρὸς τὴν κυρίαν πρᾶξιν τὴν ἐν τῷ δράματι καὶ κατὰ τὸν σκοπὸν ὡμοίαζε κατά τι πρὸς τὸν πρόλογον τῆς Ρωμαϊκῆς κωμῳδίας, πλὴν ὅτι ἐτίθετο πάντοτε ἐν τῷ μέσῳ τοῦ δράματος, συνήθως εὐθὺς μετὰ τὸ πρῶτον χορικόν. Καὶ τοῦτο δὲ ἐμιμήθη ὁ Πλαῦτος ἐν ταῖς κωμῳδίαις αὑτοῦ Curculio καὶ Cistellaria. ― «Εἴδη δὲ παραβάσεων ἑπτά, ἁπλᾶ μὲν τρία, κατὰ δὲ σχέσιν τέσσαρα· τὰ μὲν οὖν ἁπλᾶ ἐστι ταῦτα, κομμάτιον. παράβασις ὁμωνύμως, ἣ καὶ ἀνάπαιστος καλεῖται, ... πνῖγος, ὃ καὶ μακρόν· τὰ δὲ κατὰ σχέσιν στροφή, ἀντίστροφος, ἐπίρρημα, ἀντεπίρρημα. Ἡ μὲν οὖν στροφὴ καὶ ἀντίστροφος συνεμπίπτουσι κατὰ τὸ μέτρον καὶ τὰ κῶλα· πάλιν τὸ ἐπίρρημα καὶ τὸ ἀντεπίρρημα. Τινὲς δὲ προστιθέασι καὶ ᾠδὴν καὶ ἀντῳδήν ... ἡ μὲν οὖν παράβασις ἡ ἐκ τούτων συγκειμένη τελεία ἐστίν· εἰσὶ δὲ καὶ ἀτελεῖς παραβάσεις ὧν ἐστι καὶ αὕτη» (δηλ. ἡ τῶν Νεφελῶν) Σχόλ. εἰς Νεφ. 518· τὰ τρία πρῶτα μέρη ὡς καὶ τὸ ἐπίρρημα καὶ ἀντεπίρρημα ἀπηγγέλλοντο ὑπὸ τοῦ κορυφαίου, ἡ δὲ στροφὴ καὶ ἀντίστροφος ὑφ’ ὅλου τοῦ χοροῦ, Ἑρμάνν. El. Metr. 3. 21. Ὑπάρχουσι πλήρεις παραβάσεις ἐν Ἀχαρν., Ἱππ. καὶ Σφ.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 action de franchir, gén. ; transgression, violation de, gén. ; abs. faute, prévarication;
2 action de marcher;
3 action de s’avancer, particul. dans la vieille comédie att. : parabase, jeu de scène du chœur qui s’avançait vers les spectateurs pour leur adresser certains conseils qqf étrangers au sujet ; parabase, la tirade même que débitaient ainsi en partie le chef de chœur, en partie le chœur entier.
Étymologie: παραβαίνω.

English (Strong)

from παραβαίνω; violation: breaking, transgression.

English (Thayer)

παραβάσεως, ἡ (παραβαίνω, which see), properly, a going over; metaphorically, a disregarding, violating; Vulg. praevaricario, and once (transgressio; (A. V. transgression): with a genitive of the object, τῶν ὅρκων, τῶν δικαίων, Plutarch, comparative, Ages. and Pomp. 1; τοῦ νόμου, of the Mosaic law, Josephus, Antiquities 18,8, 2); absolutely, the breach of a definite, promulgated, tariffed law: ἁμαρτία is wrong-doing which even a man ignorant of the law may be guilty of (cf. Trench, N. T. Synonyms, § lxvi.)); τῶν παραβάσεων χάριν, to create transgressions, i. e. that sins might take on the character of transgressions, and thereby the consciousness of sin be intensified and the desire for redemption be aroused, τῶν ἀδίκων, Wisdom of Solomon 14:31.

Greek Monolingual

ή, ΜΑ
βλ. παράβαση.

Greek Monotonic

παράβᾰσις: Επικ. παραί-β-, ἡ,
I. παρεκτροπή, μεταβολή, παρέκκλιση, σε Αριστ.
II. υπέρβαση, τῶν δικαίων, σε Πλούτ.· απόλ., παράβαση, στον ίδ.
III. παράβασις, μέρος της αρχαίας Κωμωδίας, κατά το οποίο ο Χορός έρχονταν μπροστά και απευθυνόταν στο κοινό εν ονόματι του ποιητή.