κέρχνος

From LSJ
Revision as of 11:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

ἔνδον σκάπτε, ἔνδονπηγή τοῦ ἀγαθοῦ καί ἀεί ἀναβλύειν δυναμένη, ἐάν ἀεί σκάπτῃς → Dig within. Within is the wellspring of Good; and it is always ready to bubble up, if you just dig. | Look within. Within is the fountain of the good, and it will ever bubble up, if thou wilt ever dig.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κέρχνος Medium diacritics: κέρχνος Low diacritics: κέρχνος Capitals: ΚΕΡΧΝΟΣ
Transliteration A: kérchnos Transliteration B: kerchnos Transliteration C: kerchnos Beta Code: ke/rxnos

English (LSJ)

(A), ὁ,

   A = κέγχρος, Hsch.s.v.κατακερχνοῦται, cf. Anaxandr. 41.27, Gal.18(1).574.
κέρχν-ος (B), ὁ,

   A rough excrescence, τραχὺς χελώνης κ. S.Fr.279.    2 of the throat, roughness, hoarseness, Hp. Epid.7.27.    b of sound, harsh croaking, S.Ichn.128.    II silverdust, Poll.7.99.    III = κέρνος, IG12.313.17, 314.23 (Eleusis).
κέρχν-ος (C), ον,

   A rough, hoarse: τὸ κ. Gal.19.111.

German (Pape)

[Seite 1426] ὁ, Trockenheit, Rauhigkeit, χελώνης Soph. frg. 278; bes. Rauhigkeit des Halses, Heiserkeit, Medic. – Durch Metathesis = κέγχρος, VLL., wie Poll. 7, 99, ὁ τῶν ἀργυρίων κονιορτὸς κέρχνος.

Greek (Liddell-Scott)

κέρχνος: ὁ, παχύτης ἐπιφανείας, Σοφ. Ἀποσπ. 278· ἐπὶ τοῦ λάρυγγος, τραχύτης, «βραχνάδα», Ἱππ. 1217F. ΙΙ. κονιορτὸς τῶν ἀργυρίων, Πολυδ. Ζ΄, 99.

French (Bailly abrégé)

1ου (ὁ) :
1 rugosité d’une surface;
2 sécheresse de la voix, raucité, enrouement.
Étymologie: DELG étym. obsc.
2ου (ἡ) :
grain de mil, millet.
Étymologie: ion. c. κέγχρος.

Greek Monolingual

(I)
κέρχνος, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) κένχρος, κεχρί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναδιπλασιασμένο ΙΕ τ. gher-ghro-, με ανομοίωση του δεύτερου -τ- σε -n- ( gher-ghno-), ενώ με ανομοίωση του πρώτου -τ- σε -η- ( ghen-ghro) προέκυψε πιθ. παράλληλα ο τ. κέγχρος. Κατ' άλλη άποψη, ο τ. κέρχνος είναι ο αρχικός (< κέρκσνος), οπότε συνδέεται με το αρχ. άνω γερμ. hirso «κεχρί», ο δε τ. κέγχρος προέκυψε με μετάθεση].———————— (II)
κέρχνος, -ον (Α)
1. τραχύς, βραχνός
2. το αρσ. ως ουσ. κέρχνος
α) τραχύ εξόγκωμα («τραχὺς χελώνης κέρχνος», Σοφ.)
β) (για τον λαιμό) βραχνάδα
γ) διαπεραστική κραυγή, στριγγλιά
δ) ασημόσκονη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για ονοματοποιημένη λ. Συνδέεται πιθ. με το κρεξ, οπότε θα προέκυψε < κερκ-σνος και θα πρέπει να αναχθεί σε ΙΕ ρίζα ker-k- που είναι προϊόν ονοματοποιίας. Έχει επίσης προταθεί σύνδεση με το αρχ. ινδ. ghar-ghara- «τρίξιμο, θόρυβος», επίσης προϊόν ονοματοποιίας, οπότε θα προέκυψε < κέρ-χρ-ος με ανομοιωτική τροπή του δεύτερου -ρ- σε -ν-. Παράλληλα με τον κέρχνος μαρτυρείται και τ. καρχ-αλέος, ο οποίος θα πρέπει να προέκυψε κατά το σχήμα ισχνός: ισχαλέος.
ΠΑΡ. αρχ. κερχνασμός, κερχνηίς, κέρχνω, κερχνώ, κερχνώδης, κερχνωτός.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αιμόκερχνον, άκερχνος].———————— (III)
κέρχνος, ὁ (Α)
πήλινο πινάκιο για λατρευτική χρήση, κέρνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του κέρνος (II)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κέρχ(ν)ος -ον hees; subst. τὸ κέρχνον heesheid. Hp.