ζωγρέω

From LSJ
Revision as of 07:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζωγρέω Medium diacritics: ζωγρέω Low diacritics: ζωγρέω Capitals: ΖΩΓΡΕΩ
Transliteration A: zōgréō Transliteration B: zōgreō Transliteration C: zogreo Beta Code: zwgre/w

English (LSJ)

(ζωός, ἀγρέω)

   A take, save alive, take captive instead of killing, ζώγρει, Ἀτρέος υἱέ, σὺ δ' ἄξια δέξαι ἄποινα Il.6.46, cf. 10.378, Hdt.1.86, etc.; εἷλε . . καὶ ἐζώγρησε Id.3.52; τοὺς μὲν ἀπέκτειναν, τινὰς δὲ καὶ ἐζώγρησαν Th.2.92; πλὴν ὅσον ἐκ τριῶν νεῶν οὓς ἐζώγρησαν Id.7.23; πλὴν μηδαμῇ μηδαμῶς ζωγροῦντας provided that they do not spare him alive, Pl.Lg.868c; opp. διαφθείρειν, ἀποκτεῖναι, Plb.3.84.10, LXXNu.31.18: metaph., ἀνθρώπους ἔσῃ ζωγρῶν Ev.Luc. 5.10; of ships, ἃς ἐζώγρησεν αὐτάνδρους Charito 7.6:—Pass., Hdt.1.66,5.77.    II restore to life and strength, revive, περὶ δὲ πνοιὴ Βορέαο ζώγρει ἐπιπνείουσα Il.5.698 (quoted by Aret.CA2.3); preserve alive, ζώγρει, δέσποτ' ἄναξ, τὸν σὸν ναετῆρα Epigr.Gr.841.7 (Thrace, ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 1142] (ζωόςἀγρεύω), lebendig gefangen nehmen, den Gefangenen nicht tödten, Pardon geben, ζώγρει Il. 6, 46, ζώγρει, αὐτὰρ ἐγὼν ἐμὲ λύσομαι 10, 378. 11, 131; Her. 1, 86; das Leben schenken, 3, 52; ἄνδρας δὲ τοὺς μὲν ἀπέκτειναν, τινὰς δὲ ἐζώγρησαν Thuc. 2, 92; πλὴν μηδαμῇ μηδαμῶς ζωγροῦντας Plat. Legg. IX, 868 b; Xen. An. 4, 7, 22 u. öfter, wie Folgde; auch von Schiffen, Charit. 7, 6. – Il. 6, 697 περὶ δὲ πνοιὴ βορέαο ζώγρει – κεκαφηότα θυμόν, beleben, Eust. τὴν ζωὴν ἀγείρει.

Greek (Liddell-Scott)

ζωγρέω: μέλλ. -ήσω, (ζωός, ἀγρεύω) συλλαμβάνω ζῶντα, σῴζω τὴν ζωήν τινος, αἰχμαλωτίζω ἀντὶ νὰ φονεύσω, ζώγρει, Ἀτρέος υἱέ, σὺ δ’ ἄξια δέξαι ἄποινα Ἰλ. Ζ. 46, πρβλ. Κ. 378, Λ. 131, Ἡρόδ. 1. 86, 211· (ἀνθ’ οὗ τὸ ζωὸν ἀνάγειν ἀπαντᾷ ἐν Ὀδ. Ξ. 272)· εἷλε... καὶ ἐζώγρησε Ἡρόδ. 3. 52· τοὺς μὲν ἀπέκτειναν, τινὰς δὲ καὶ ἐζώγρησαν Θουκ. 2. 92· πλὴν ὅσον ἐκ τριῶν νεῶν, οὓς ἐζώγρησαν ὁ αὐτ. 7. 23· μηδαμῇ μηδαμῶς ζωγροῦντας Πλάτ. Νόμ. 868Β· ἐπὶ νεῶν, ἃς ἐζώγρησεν αὐτάνδρους Χαρίτ. 7. 6. - Παθ., Ἡρόδ. 1. 66., 5. 77. ΙΙ. (ζωή, ἀγείρω) ἐπαναφέρω εἰς ζωὴν καὶ ἀκμήν, ἀναζωογονῶ, ὡς τὸ ζωπυρέω, περὶ δὲ πνοιὴ Βορεάο ζώγρει ἐπιπνείουσα Ἰλ. Ε. 698.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
impf. 3ᵉ sg. ἐζώγρει;
1 prendre et laisser la vie sauve, càd faire prisonnier;
2 mettre en prison;
3 rendre à la vie, ranimer, acc..
Étymologie: ζωός, ἀγρέω.

English (Autenrieth)

(1) (ζωός, ἀγρέω): take alive, i. e. grant quarter and not slay, Il. 10.378†.
(2) (ζωή, ἐγείρω): revive, reanimate; θῦμόν, Il. 5.698†.

English (Strong)

from the same as ζῶον and ἀγρεύω; to take alive (make a prisoner of war), i.e. (figuratively) to capture or ensnare: take captive, catch.

English (Thayer)

ζώγρω; perfect passive participle ἐζωγρημενος; (ζοως alive, and ἀγρέω (poetic form of ἀγρεύω, which see));
1. to take alive (Homer, Herodotus, Thucydides, Xenophon, others; the Sept.).
2. universally, to take, catch, capture: ἐζωγρημένοι ὑπ' αὐτοῦ (i. e. τοῦ διαβόλου) εἰς τό ἐκείνου θέλημα, if they are held captive to do his will, ἐζωγρημένοι ὑπ' αὐτοῦ parenthetic and refer ἐκείνου to God; see ἐκεῖνος, 1c.; cf. Ellicott, in the place cited); ἀνθρώπους ἔσῃ ζωγρῶν, thou shalt catch men, i. e. by teaching thou shalt win their souls for the kingdom of God, Luke 5:10.

Greek Monotonic

ζωγρέω: (ζωός, ἀγρεύω), μέλ. -ήσω,
I. πιάνω κάποιον ή κάτι ζωντανό, αιχμαλωτίζω κάποιον αντί να τον θανατώσω, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ.· Παθ., στον ίδ.
II. (ζωή, ἀγείρω), επαναφέρω στη ζωή, αναβιώνω, αναζωογονώ, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ζωγρέω: I ζωός + ἀγρέω
1) брать живьем, захватывать в плен (πολλοὺς μὲν ἐφόνευσαν, πολλῷ δ᾽ ἔτι πλεῦνας ἐζώγρησαν Her.; Κλεοπάτρα, ζωγρῇ Plut.): ἀνθρώπους ζωγρῶν перен. NT ловец человеков;
2) давать пощаду, даровать жизнь (μηδαμῇ μηδαμῶς ζ. Plat.): ζωγρεῖτε, αὐτὰρ ἐγὼν ἐμὲ λύσομαι Hom. даруйте мне жизнь, и я дам выкуп.
II ζωός + ἐγείρω возвращать к жизни, оживлять (κακῶς κεκαφηότα θυμόν Hom.).