πάντοθεν

From LSJ
Revision as of 00:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάντοθεν Medium diacritics: πάντοθεν Low diacritics: πάντοθεν Capitals: ΠΑΝΤΟΘΕΝ
Transliteration A: pántothen Transliteration B: pantothen Transliteration C: pantothen Beta Code: pa/ntoqen

English (LSJ)

Adv., (πᾶς)

   A from all quarters, from every side, Il.15.623, S.OC1240 (lyr.), etc.; π. πληθύνομαι A.Ag.1370: in Ion. Prose, Hdt.2.138, 7.129: rare in Att. (πανταχόθεν being preferred), Pl. Criti.117e; μὴ π. κέρδαινε Men.625, cf. Mon.63; οὐ μόνον κατ' εὐθυωρίαν, ἀλλὰ π. Arist.PA656b29; π. λαμβάνειν Id.EN1121b32: freq. with Prep., π. ἐκ κευθμῶν Il.13.28; περὶ γὰρ κακὰ π. ἔστη Od. 14.270: c. gen., π. εἰδώλων Arat.455:—the form πάντοθε is only v.l. in Hdt.7.225, Theoc.17.97, AP11.85 (Lucill.).—On the accent, v. A.D.Adv.192.2.

German (Pape)

[Seite 464] von allen Orten, allen Seiten her; πάντοθεν ἐκ κευθμῶν, Il. 13, 28; περὶ γὰρ κακὰ πάντοθεν ἔστη, Od. 14, 270; Pind. u. Tragg., wie Aesch. Ag. 1343 Soph. O. C. 1242; u. in Prosa, Her. 7, 225; Plat. Critia. 117 e; auch c. gen., Arat. 455. – Die Form πάντοθε hat Theocr. 17, 97.

Greek (Liddell-Scott)

πάντοθεν: Ἐπίρρ. (πᾶς) ἐκ παντὸς μέρους, πανταχόθεν, Λατ. undique, Ἰλ. Ο. 623, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1370, Σοφ. Ο.Κ. 1240, κλ.· ὡσαύτως παρὰ τοῖς Ἴωσι πεζογράφοις, Ἡρόδ. 2 138., 7. 129 ἀλλὰ σπάνιον παρ’ Ἀττικ. (προτιμᾶται τὸ πανταχόθεν), Πλάτ. Κριτί. 117Ε· μὴ π. κέρδαινε Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 80, πρβλ. Μονόστ. 63· οὐ μόνον κατ’ εὐθυωρίαν, ἀλλὰ π. Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2.10, 16· π. λαμβάνειν ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Ν. 4. 1, 40· ― συχν. μετὰ προθ., πάντοθεν ἐκ κευθμῶν Ἰλ. Ν. 28·―περὶ γὰρ κακὰ πάντοθεν ἔστη Ὀδ. Ξ. 270· μετὰ γενικ. Ἄρατ. 455 ― Ὁ τύπος πάντοθε (μεθ’ Ὅμ) ἀπαντᾷ παρ’ Ἡροδ. 7. 225 Θεοκρ. 17. 97, Ἀνθ. Π. 11. 85. Περὶ τοῦ τονισμοῦ, ὅρα Α. Β. 605.

French (Bailly abrégé)

adv.
c. πάντοθε.

English (Autenrieth)

from every side.

English (Slater)

πάντοθεν
   1 from all sides, all about γυίοις περάπτων πάντοθεν φάρμακα (P. 3.52) πλατεῖαι πάντοθεν λογίοισιν ἐντὶ πρόσοδοι νᾶσον εὐκλέα τάνδε κοσμεῖν (N. 6.45)

English (Strong)

adverb (of source) from πᾶς; from (i.e. on) all sides: on every side, round about.

English (Thayer)

(πᾶς), adverb, from Homer down, from all sides, from every quarter: L T WH Tr (but the last named hem πάντοθεν; cf. Chandler § 842); bez elz; Hebrews 9:4.

Greek Monolingual

Α και πάντοθε, ΝΜΑ
επίρρ. από όλα τα μέρη, από παντού («ὁ... λιμὴν ἔγεμε πλοίων καὶ ἐμπόρων ἀφικνουμένων πάντοθεν).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πᾶς, παντός + επιρρμ. κατάλ. -θε / -θεν].

Greek Monotonic

πάντοθεν: επίρρ. (πᾶς), από όλα τα μέρη, από κάθε πλευρά, Λατ. undique, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Τραγ.