ξεβαίνω
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
Greek Monolingual
(Μ ξεβαίνω και ἐξεβαίνω και ἐξηβαίνω)
βγαίνω από κλειστό σε ανοιχτό χώρο
μσν.
1. βγαίνω από τη φυλακή, αποφυλακίζομαι
2. απελευθερώνομαι
3. αποβιβάζομαι
4. φεύγω από κάποιον χώρο, αναχωρώ, απομακρύνομαι
5. αποχωρώ από εκδήλωση ή δραστηριότητα
6. αποπλέω
7. ανοίγομαι στο πέλαγος
8. μεταβαίνω κάπου
9. πηγαίνω να προϋπαντήσω, να συναντήσω κάποιον
10. (για πλήθος) συγκεντρώνομαι για να παρακολουθήσω
11. κάνω επιδρομή, εκστρατεύω
12. επιτίθεμαι
13. απομακρύνομαι προσωρινά από το πεδίο της μάχης
14. εκθρονίζομαι
15. ξεπροβάλλω
16. ξεχωρίζω από κάποια ομάδα
17. αποσκιρτώ, αποστατώ
18. παραβαίνω
19. κατεβαίνω
20. καταλήγω σε ορισμένη κατάσταση
21. αποδεικνύομαι
22. αναδεικνύομαι σε κάποιο αξίωμα
23. (για ουράνια σώματα) ανατέλλω
24. (για φήμη) διαδίδομαι, διασπείρομαι
25. προέρχομαι, πηγάζω
26. (για μαντεία) έρχομαι στο μυαλό κάποιου
27. παρεκκλίνω από τη σειρά της αφήγησης
28. (για μέλος του σώματος) ξεσκεπάζομαι, γυμνώνομαι
29. (για υγρό'ή ιδρώτα) εκκρίνομαι
30. φυτρώνω
31. (για ήχο) παράγομαι, εκπέμπομαι
32. (για ανθρώπινη φωνή) βγαίνω
33. (για ασθένεια) εξαλείφομαι
34. ξεφεύγω, διαφεύγω
35. (για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα) τελειώνω
36. εγκαταλείπω την εργασία μου
37. διέρχομαι ποτάμι, στενό, πόρτα ή δύσβατο δρόμο
38. φρ. α) «ξεβαίνω ἀπὸ τὸν νοῡν» — παραλογίζομαι, τρελαίνομαι
β) «ξεβαίνει κάτι ἀπό τὸν νοῡν μου» και «ξεβαίνει κάτι ἐκ τὸν νοῡν μου» — ξεχνώ κάτι
γ) «ξεβαίνω εἰς τὸ φῶς τοῡ κόσμου» — γεννιέμαι
δ) «ξεβαίνει λόγος» — γίνεται γνωστό
ε) «ξεβαίνει ἡ ψυχή» ή «ξεβαίνει ἡ ψυχίτσα μου» — πεθαίνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐξ-έβαινον (βλ. και λ. ξε-), πρτ. του ἐκβαίνω, με σίγηση του αρκτ. φωνήεντος].