ἔμφυτος

From LSJ
Revision as of 11:20, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔμφῠτος Medium diacritics: ἔμφυτος Low diacritics: έμφυτος Capitals: ΕΜΦΥΤΟΣ
Transliteration A: émphytos Transliteration B: emphytos Transliteration C: emfytos Beta Code: e)/mfutos

English (LSJ)

ον,

   A inborn, natural, ἔ. μαντικὴν εἶχε Hdt.9.94; πατρὸς αἶμα S.OC1671 (lyr.); τοῖς πλουτοῦσι τοῦτο δ' ἔ. E.Fr.776.1, cf. Men. 15.1 D.; ἔρως ἔ. τοῖς ἀνθρώποις Pl.Smp.191d; ἡ μὲν [ἰδέα] ἔ. οὖσα, ἐπιθυμία ἡδονῶν Id.Phdr.237d, cf.D.60.1; αἰσχροκέρδεια, πονηρία, Din. 1.108; κακία LXX Wi.12.10; ἔ. ἡ ἀρετή, opp. διδακτός, Pl.Erx.398c, cf. Lys.33.7; τὸ ἔ. θερμόν Hp.Aph.1.14; ἔ. θερμότης Arist.Mete.355b9; οὐκ ἦν ταῦτα τοῖς Ἀθηναίοις πάτρια . . οὐδ' ἔ. D.18.203; τὰν ἔ. αὐτοῖς ἀθεσίαν IPE1.185 (Chersonesus). Adv. -τως Ph.Fr.70H.    II planted, Χωρίον PHamb.23.16 (vi A. D.); ἐλαῖαι BGU241.28 (ii A. D.).    2 implanted, λόγος Ep.Jac.1.21.

German (Pape)

[Seite 821] eingepflanzt, angeboren; πατρὸς ἄλαστον αἷμα, die angeborne Blutschuld, -schande, Soph. O. C. 1667; μαντική Her. 9, 94; ἀνάγκη, κακόν, ἔρως Plat. Rep. V, 458 d X, 610 a Legg. VI, 782 d. Ggstz διδακτόν, von der ἀρετή, Eryz. 398 d; αἰδῶ καὶ φόβον ἔμφυτα τοῖς ἀνθρώποις Xen. Mem. 3, 7, 5; neben πάτριος Dem. 18, 203; αἰσχροκέρδεια, πονηρία, Din. 1, 108. 3, 18; Sp.; auch adv.

Greek (Liddell-Scott)

ἔμφυτος: -ον, ὁ ἐντὸς φυτευθείς, ὁ ἐντὸς γεννηθείς, φυσικός, ἔμφ. μαντικὴν εἶχε Ἡρόδ. 9. 94· πατρὸς αἷμα Σοφ. Ο. Κ. 1671· τοῖς πλουτοῦσι τοῦτο δ’ ἔμφ. Εὐρ. Ἀποσπ. 773. 12· ἔρως ἔμφ. τοῖς ἀνθρώποις Πλάτ. Συμπ. 191C· ἡ μὲν ἔμφ. οὖσα ἐπιθυμία ἡδονῶν ὁ αὐτ. Φαῖδρ. 237D, πρβλ. Δημ. 1389· 4· ἐμφ. ἡ ἀρετή, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ διδακτός, Πλάτ. Ἐρυξ. 398C, πρβλ. Λυσίαν 914. 15· τὸ ἔμφ. θερμὸν Ἱππ. Ἀφορ. 1243· ἔμφ. καὶ πάτριον Δημ. 295. 25, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
implanté ; inné, naturel.
Étymologie: ἐμφύω.

Spanish (DGE)

(ἔμφῠτος) -ον
I 1plantado ἐλαῖαι BGU 241.28 (II d.C.) en BL 1.31, χαρακών SB 10891.41 (III/IV d.C.), ἀμπελικὸν χωρίον PHamb.23.16 (VI d.C.)
subst. τὸ ἔ. planta, IThess.1.73.8 (Fársalo IV a.C.), TAM 5.1547.9 (Filadelfia I d.C.?)
fig. implantado λόγος Ep.Iac.1.21.
2 de abstr. innato, natural πατρὸς ἔ. ἄλαστον αἷμα sangre maldita recibida de nuestro padre S.OC 1671, μαντική Hdt.9.94, ἐπιθυμία ἡδονῶν Pl.Phdr.237d, cf. D.60.1, κακόν Pl.R.610a, cf. LXX Sap.12.10, PSI 1337.10 (III d.C.), αἰσχροκέρδεια καὶ πονηρία Din.1.108, op. διδακτός ‘que puede enseñarse’ ἡ ἀρετή Pl.Erx.398c
en fórmulas de trat. o cortesía ἡ ἔ. σου εὐμένεια Mitteis Chr.89.10 (II d.C.), ἡ ἔ. σου εὐεργεσία PMich.174.3 (II d.C.), cf. BGU 2065.20 (I d.C.), κατὰ τὴν ἔμφυτον αὐτοῦ πρὸς το[ὺς ὑπ] ηκόους φιλανθρωπίαν CPHerm.52.17 (III d.C.), cf. POxy.2131.7 (III d.C.), τὴν πρός σέ μου ἔ[μ] φυτον στοργὴν καὶ ἀγάπην τὴν ἀεὶ νέαν POxy.2603.18 (IV d.C.), ἡ ἔ. ὑμῶν ἀγάπη Melit.Fr.Pap.77.31
c. dat. o constr. prep. connatural a, innato a, inherente a c. dat. ἔ. μὲν πᾶσιν ἀνθρώποις κάκη E.Fr.297.1, τοῖς πλουτοῦσι τοῦτο δ' ἔ. E.Fr.776.1, cf. Men.Fr.452.1, ὁ ἔρως ἔ. ... τοῖς ἀνθρώποις Pl.Smp.191d, cf. X.Mem.3.7.5, ἡ ἔ. αὐτοῖς ἀθεσία su innata perfidia de los escitas IPE 12.352.16 (II a.C.), οὐκ ἦν ταῦθ' ... τοῖς Ἀθηναίοις ... ἔμφυτα D.18.203, ἔ. ἦεν ἐν αὐτῷ ζωὴ πασιμέλουσα Nonn.Par.Eu.Io.1.4, cf. Eus.E.Th.2.16 (p.120).
3 de la temperatura corporal interno, natural, intrínseco τὸ ἔ. θερμόν Hp.Aph.1.14, cf. Arist.Mete.355b9, Aret.SD 1.7.8, Aët.3.8.
4 habitual, acostumbrado ἡ ἐν Θήνει ἔ. ἀγορὰ ζώων la feria de ganado habitual en Tenis, PMasp.2.2.3 (VI d.C.).
II adv. -ως naturalmente Ph.Fr.p.70H., ἐ. καὶ ἀδιδάκτως Clem.Al.Strom.5.14.133.

English (Strong)

from ἐν and a derivative of φύω; implanted (figuratively): engrafted.

English (Thayer)

(see ἐν, III:3), ἔμφυτον (ἐμφύω to implant), in secular authors (from Herodotus down) inborn, implanted by nature; cf. Grimm, Exeget. Hdb. on Sap. (xii. 10), p. 224; implanted by others' instruction: thus τόν ἔμφυτον λόγον, the doctrine implanted by your teachers (others by God; cf. Brückner in DeWette, or Huther at the passage), δέξασθε ἐν πραΰτητι, receive like mellow soil, as it were.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἐμφυτος, -ον)
εγγενής, σύμφυτος, φυσικός («ἔμφυτον μαντικήν εἶχε», Ηροδ.)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο έμφυτος
γένος υμενόπτερων εντόμων της οικογένειας τών τευθρηνιδών
αρχ.
1. αυτός που υπάρχει από τον θεό
2. κατάφυτος.
επίρρ...
εμφύτως
με τρόπο έμφυτο, από τη φύση, φυσικά.

Greek Monotonic

ἔμφῠτος: -ον, εμφυτευμένος, σύμφυτος, φυσικός, σε Ηρόδ., Αττ.

Russian (Dvoretsky)

ἔμφῠτος:
1) природный, естественный (θερμότης Arst.);
2) прирожденный, врожденный (ἀρετή Plat.; ὄρεξις Arst.; πικρία καὶ δυσμένεια Plut.): πατρὸς ἔμφυτον ἄλαστον αἷμα Soph. написанное на роду проклятье отцеубийства; ἔ. μαντική Her. дар прорицания.

Middle Liddell

ἔμ-φῠτος, ον adj
implanted, innate, natural, Hdt., attic