ῥιζόω

From LSJ
Revision as of 21:45, 2 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (c2)

Κέρδος πονηρὸν μηδέποτε βούλου λαβεῖν → Ex non honesto lucra sectari cave → Hab nie den Wunsch, unredlichen Gewinn zu ziehn

Menander, Monostichoi, 288
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥιζόω Medium diacritics: ῥιζόω Low diacritics: ριζόω Capitals: ΡΙΖΟΩ
Transliteration A: rhizóō Transliteration B: rhizoō Transliteration C: rizoo Beta Code: r(izo/w

English (LSJ)

   A cause to strike root: metaph., plant, fix firmly, ὅς μιν [τὴν ναῦν] λᾶαν θῆκε καὶ ἐρρίζωσεν ἔνερθεν Od.13.163; [νήσους] κατὰ βυσσὸν πρυμνόθεν (s. v.l.) Call.Del.35:—Pass., of trees and plants, take root, strike root, X.Oec.19.9, Thphr.CP1.2.1:—Med., ἄριστον ῥιζώσασθαι, of the fig, Id.HP2.5.6; so αἱ πίνναι ἐρρίζωνται, opp. ἀρρίζωτοι, Arist. HA548a5; ῥ. ἐπί τινος AP6.66 (Paul.Sil.); ὀδὸς βάθροισι γῆθεν ἐρριζωμένος made fast or solid, S.OC1591; of a bridge, αἰώνιος ἐρρίζωται Epigr.Gr.1078.7 (Adana).    2 metaph., ἐρρίζωσε τὴν τυραννίδα Hdt.1.64:—Pass., τυραννὶς ἐρριζωμένη ib.60, cf. Pl.Lg.839a; ἐξ ἀμαθίας πάντα κακὰ ἐρρ. have their root in... Id.Ep.336b, cf. S E. Med.1.271; ἐν ἀγάπῃ ἐρρ. Ep.Eph.3.18.    II Pass. also of land, to be planted with trees, ἀλωὴ ἐρρίζωται Od.7.122.

German (Pape)

[Seite 843] 1) einwurzeln, Wurzel schlagen lassen, einpflanzen; ἀλωὴ ἐῤῥίζωται, Od. 7, 122; auch ὅς μιν (νῆα) λᾶαν ἔθηκε καὶ ἐῤῥίζωσεν ἔνερθεν, 13, 163. – 2) übertr., begründen, befestigen; ὀδὸν χαλκοῖς βάθροισι γῆθεν ἐῤῥιζωμένον, Soph. O. C. 1591; τὴν τυραννίδα, Her. 1, 64; τυραννὶς ἐῤῥιζωμένη, eingewurzelte Tyrannei, 1, 60; πάντα κακὰ ἐῤῥίζωται, Plat. ep. VII, 336 c; ῥιζωθέν, Legg. VIII, 839 a; Folgde; σῆμα δ' ἐφημερίοισιν ἀριφραδὲς ἐῤῥίζωται, Opp. Cyn. 3, 381. – Bei Theophr. auch intr., Wurzel fassen, wurzeln; und so auch im med., vgl. Jae. Ach. Tat. p. 531.

Greek (Liddell-Scott)

ῥιζόω: (ῥίζα) ῥιζώνω, κάμνω νὰ ῥιζοβολήσῃ· μεταφορ., στερεώνω, ὅς μιν [τὴν ναῦν] λᾶαν ἔθηκε καὶ ἐρρίζωσεν ἔνερθεν, «ἀκίνητον ἐποίησεν» (Σχόλ.), Ὀδ. Ν. 163· νήσους κατὰ βένθος πρέμνοθεν ἐρρίζωσε Καλλ. εἰς Δῆλ. 35. - Παθ., ἐπὶ δένδρων καὶ φυτῶν, ῥιζοβολῶ, «πιάνω ῤίζαν», Ξεν. Οἰκ. 19, 9, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 2, 1· οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ἀρίστη ῥιζώσασθαι ἡ συκῆ ὁ αὐτ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 5, 6· καὶ ἐν τῷ ἐνεργ. ἔτι, Schneid. ἐν τῷ π. Φυτ. Αἰτ. 2. 4, 1· οὕτως, αἱ πῖνναι ἐρρίζωνται, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀρρίζωτοι, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 15, 20· ῥ. ἐπί τινι Ἀνθ. Π. 66· ὁδὸς βάθροισι γῆθεν ἐρριζωμένος, ἐστερεωμένος, στερεός, Σοφ. Ο. Κ. 1591· ἐπὶ γεφύρας, αἰώνιος ἐρρίζωται Συλλ. Ἐπιγρ. 4440. 2) μεταφορ., ἐρρίζωσε τὴν τυραννίδα Ἡρόδ. 1. 64, ἴδε κατωτ. - Παθ., τυραννὶς ἐρριζωμένη αὐτόθι 66, πρβλ. Πλάτ. Ἐπιστ. 336Β· ἐν ἀγάπῃ ἐρριζωμένοι καὶ τεθεμελιωμένοι Ἐπιστ. πρὸς Ἐφεσ. γ΄, 18. ΙΙ. Παθ., ὡσαύτως ἐπὶ ἐδάφους, εἶμαι πεφυτευμένος μὲ δένδρα, φυτά, ἀλωὴ ἐρρίζωται, «πεφύτευται» (Σχόλ.), Ὀδ. Π. 122.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
ao. ἐρρίζωσα ; pf. Pass. ἐρρίζωμαι;
1 faire prendre racine, enraciner ; Pass. prendre racine, s’enraciner ; fig. faire prendre racine, enraciner (la tyrannie, etc.) acc. ; Pass. s’enraciner ; fixer solidement ; acc.;
2 couvrir de plantations, être planté d’arbres.
Étymologie: ῥίζα.

English (Autenrieth)

aor. ἐρρίζωσε, pass. perf. ἐρρίζωται: cause to take root, plant, plant out, pass., Od. 7.122; fig., ‘fix firmly,’ Od. 13.163. (Od.)

English (Strong)

from ῥίζα; to root (figuratively, become stable): root.

Greek Monotonic

ῥιζόω: μέλ. -ώσω, αόρ. αʹ ἐρρίζωσα — Παθ., παρακ. ἐρρίζωμαι (ῥίζα
I. κάνω κάτι να ριζώσει· μεταφ., ριζώνω, ιδρύω, εγκαθιστώ, στερεώνω, σε Ομήρ. Οδ.· ἐρρίζωσε τὴν τυραννίδα, σε Ηρόδ. — Παθ., πιάνω ρίζα, ριζώνω, λέγεται για δέντρα και φυτά, σε Ξεν.· μεταφ., αποκτώ ρίζες, στερεώνομαι, σε Σοφ., Κ.Δ.
II. Παθ., επίσης, λέγεται για το έδαφος, είμαι φυτεμένος με δέντρα, με φυτά, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ῥιζόω:
1) насаждать (ἔνθα ἀλωὴ ἐρρίζωται Hom.);
2) прикреплять (νῆα ἔνερθεν Hom.);
3) укреплять (τὴν τυραννίδα Her.; ἐν ἀγάπῃ ἐρριζωμένος NT): ἐρριζωμένος Her. и ῥιζοθείς Plat. пустивший корни, укоренившийся; γῆθεν ἐρριζωμένος Soph. укрепленный в земле.

Middle Liddell

ῥιζόω, ῥίζα
I. to make to strike root: metaph. to root in the ground, plant, Od.; ἐρρίζωσε τὴν τυραννίδα Hdt.: —Pass. to take root, strike root, Xen.: metaph. to be rooted, firmly fixed, Soph., NTest.
II. Pass. also of land, to be planted with trees, Od.

Chinese

原文音譯:?izÒw 里索哦

詞類次數:動詞(2)

原文字根:根

字義溯源:生根,根深蒂固,基礎鞏固;源自(ῥίζα)*=根)

出現次數:總共(2);弗(1);西(1)

譯字彙編

1) 叫你們⋯生根(1) 弗3:17;

2) 生根(1) 西2:7