ἐμφορέω

From LSJ
Revision as of 12:05, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")

Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher

Menander, Monostichoi, 486
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμφορέω Medium diacritics: ἐμφορέω Low diacritics: εμφορέω Capitals: ΕΜΦΟΡΕΩ
Transliteration A: emphoréō Transliteration B: emphoreō Transliteration C: emforeo Beta Code: e)mfore/w

English (LSJ)

   A = ἐμφέρω:—Pass., to be borne about in or on, c. dat., κύμασιν ἐμφορέοντο Od.12.419; ὕδασι A.R.4.626.    II pour in, ἄκρατον D.S.16.93; fill, πολέμων καὶ ταραχῶν ἅπαντα Agath.1.1:— Med. and Pass., fill oneself with a thing, take one's fill or make much use of it, ἐνεφορέετο τοῦ μαντηΐου Hdt.1.55; to be filled full of, Duris 27 J.; οἴνου, ἀκράτου, Hdn.4.11.3, Plu.2.1067e; κακίας, ἀμαθίας, Ph. 1.204,97; ἀγαθῶν PLips.119 ii 6 (iii A. D.); ἐξουσίας, ὕβρεως, Plu.Cic. 19, Sert.5, etc.; τοῦ τέλους Dam.Pr.288: c. acc. rei, ἄκρατον D.S. 4.4, Ph.2.403, cf. Alciphr.1.35, Thrasym.4, Porph.Abst.1.23, Gal. 6.243: abs., Alciphr.1.1:—Act. in this sense is dub. in Democr. 1a.    III metaph., put upon, inflict on, πληγάς τινι D.S.19.70, Plu. Pomp.3; ἐ. ὕβρεις εἴς τινα Alciphr.1.9:—Med., App.BC3.28.    2 cast in one's teeth, φόνους ἐ. τινί S.OC989.

German (Pape)

[Seite 820] (vgl. ἐμφέρω), 1) in, auf Etwas tragen; Hom. κύμασιν ἐμφορέοντο, Od. 12, 419. 14, 309, sie wurden auf den Wellen einhergetragen, was Ap. Rh. 4, 626 u. Lycophr. 1015 nachahmen. – 2) hineintragen; ἄκρατον, einfüllen, D. Sic. 16, 73; πληγάς τινι, Einem Schläge versetzen, 19, 70; Plut. Ant. 84 u. a. Sp.; auch. ὕβρεις εἴς τινα, Alciphr. 1, 9. – 3) Med. mit aor. pass. (auch ἐνεφορησάμην, D. Sic. 4, 4) im Uebermaaße zu sich nehmen; πέρα τοῦ καλῶς ἔχοντος ἐμφ. τοῦ ἀκράτου Luc. D. D. 18, 2, vgl. Nigr. 25; oft Plut.; mit dem acc., D. Sic. 4, 4; πολλά, Ath. X, 416 a. Uebertr., τοῦ μαντηΐου, sich des Orakels zur Genüge bedienen, Her. 1, 55; τῆς ἐξουσίας, einen unmäßigen Gebrauch davon machen, Plut. Cic. 19; öfter Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμφορέω: ἐμφέρω: - Παθ., περὶ νῆα μέλαιναν κύμασιν ἐμφορέοντο Ὀδ. Μ. 419· ὕδασι Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 626. ΙΙ. κάμνω τινὰ νὰ πίῃ, ποτίζω, καὶ πολὺν ἐμφορήσας ἄκρατον Διόδ. 16. 73: - Μέσ. καὶ παθ., πληρῶ ἐμαυτόν τινος πράγματος, κάμνω πολλὴν χρῆσίν τινος, ὑπερμέτρως μεταχειρίζομαί τι, ἐνεφορέετο τοῦ μαντηΐου Ἡρόδ. 1. 55· πληροῦμαι, ἀνοίας ἐμφορηθῆναι Ἰσοκρ. Ἐπιστ. 10, Βεκκ.· οἴνου ἀκράτου Ἡρωδιαν. 4. 11, Πλούτ. 2. 1067Ε· ἐξουσίας, ὕβρεως, τιμωρίας Πλουτ. Κικ. 19, Σερτ. 5, κτλ.· ὡσαύτως μετ’ αἰτ. πράγμ., ἄκρατον Διόδ. 4. 4, Ἀλκίφρ. 1. 35, Ἀθήν. 416Α· ἀπολ. Ἀλκίφρων 1. 1. ΙΙΙ. μεταφ., ἐμβάλλω, προστρίβομαι, δίδωμι, Λατ. incutere, ἐμφορεῖν πληγάς τινι Διόδ. 19. 70, Πλουτ. Πομπ. 3· ἐμφ. ὕβρεις εἴς τινα Ἀλκίφρων 1. 9· οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Ἀππ. Ἐμφυλ. 3. 28. 2) ἐπισωρεύω ἐπάνω εἴς τινα, ἐπιρρίπτω κατὰ πρόσωπόν τινος, οὓς αἰὲν ἐμφορεῖς (ἐμφέρεις Elms, Herm., κλ.) σύ μοι φόνους πατρὸς Σοφ. Ο. Κ. 989.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 porter dans ou sur ; Pass. être porté dans ou sur : κύμασιν OD sur les flots;
2 porter contre : πληγάς τινι PLUT porter des coups à qqn;
Moy. ἐμφορέομαι-οῦμαι (ao. ἐνεφορήθην, rar. ἐνεφορησάμην) porter en soi sans mesure, càd :
1 se remplir de : ἀκράτου PLUT se gorger de vin pur ; fig. avec le gén. : τιμωρίας PLUT se rassasier de vengeance ; ὕβρεώς τε καὶ πικρίας PLUT se porter à des excès d’insolence et de dureté;
2 abuser de : τοῦ μαντηΐου HDT de l’oracle, càd le consulter sans cause ; ἐξουσίας PLUT abuser d’une liberté.
Étymologie: ἐν, φορέω.

English (Autenrieth)

only mid. ipf., ἐμφορέοντο, were borne about in the waves, Od. 12.419 and Od. 14.309.

Spanish (DGE)

I 1llevar adentro en v. pas. κύμασιν ἐμφορέοντο los compañeros de Odiseo Od.12.419, 14.309, ἵν' ἐμφορέοιντο θαλάσσῃ Phanocl.1.13, cf. A.R.4.626, εἴ τ' Ἀίδῃ ... ἐμφορέοντο A.R.4.1699, πνοαὶ ... ἐμφορούμεναι λίνοις vientos ... llevados en las velas Lyc.1015, τὸ πλῆθος τῶν ἐμφορηθέντων ὑγρῶν la enormidad de líquidos ingeridos D.S.15.74
c. ac. y c. compl. de direcc. llevar a, meter en πολὺν χοῦν εἰς τὸ μεταξὺ τῶν τε ἀναλημμάτων καὶ τῆς κορυφῆς ἐμφορήσας D.H.3.69, ἐς αὐτὸ οἶνον Philostr.Her.10.10, fig. τὰς περὶ τῶν τοιούτων μνήμας ... εἰς νοῦν Cyr.Al.M.75.177C
fig., c. ac. de resultado llevar, inspirar, inducir a τὰ τοσαῦτα ... πειθὼ καὶ πίστιν ... ἐμφορῆσαι δύναται tales cosas pueden inspirar convicción y fe Iust.Phil.1Apol.53.12.
2 llenar de c. ac. πολὺν ἐμφορήσας ἄκρατον llenándole de vino sin mezclar D.S.16.93, c. gen. ἰατρικὴ ... ἰχθύων παρανομωτάτης βρώσεως ἐμφοροῦσα medicina ... que atiborra de una ingesta de pescados de lo más perjudicial Philostr.Gym.44
fig. llenar τούτους ὁ λόγος σου ... ἐμφορεῖ Ath.Al.M.27.501B, en v. pas. πνεύματι ἁγίῳ ἐμπεφορημένος henchido del Espíritu Santo Epiph.Const.Haer.51.6.11, cf. Anc.25.2.
3 c. ac. ref. discurso transmitir, referir δίσσ' ἐ. los que van a morir sin testar, Democr.B 1a.
4 c. ac. de abstr., en sent. neg. infligir πληγάς D.S.34/35.2.38, cf. Gal.5.17, Hippol.Haer.9.12.7, Hld.3.10.2, εἰς τοὺς ἀπράγμονας ... ὕβρεις Alciphr.1.9.3, cf. Herod.3.78, τραύματα τῷ πλησίον Pall.Gent.Ind.2.48, fig. πληγὰς ... ψυχῇ Ph.1.549.
II en v. med.-pas.
1 llenarse de, saciarse de
a) ref. alimentos μὴ ἐμφορεῖσθαι κατὰ δίψος Str.15.2.6, ἀμέτρως ἐμφορούμενα Ph.1.305, cf. D.C.65.2.2, ἀπειροκαλώτερον Luc.Nigr.25, σφοδρῶς Gal.5.31, c. ac. πολλὰ ἐμφορεῖσθαι Thrasym.B 4, ἐδεσμάτων ... πλῆθος Gal.6.243, cf. Porph.Abst.1.23, c. ac. y pred. ἄκρατον ἐμφορηθεὶς πολύν D.L.4.44, cf. D.S.5.26, c. gen. τοῦ πόματος Duris 27, τῆς νομῆς Agatharch.55, πάντων Ph.1.38, τοῖς ἐμφορουμένοις ἀπλήστως πρὸς μέθην οἴνου Ph.1.376, cf. D.C.51.24.2, Hdn.4.11.3, αἵματος Arr.Cyn.25.9, σιτίων Gal.5.31, cf. Luc.Symp.11, Polyaen.5.10.1, Paus.10.21.6, Basil.Hex.9.3, τοῦ γάλακτος Synes.Regn.24, cf. Gr.Nyss.Hom.in Cant.62.2, Gr.Naz.M.35.616B, Pall.Gent.Ind.2.45, Aët.1.359;
b) fig., c. compl. de abstr., c. gen. ὕβρεως Plu.Sert.5, cf. App.BC 3.28, τιμωρίας Plu.2.460c, ἀκαθάρτου πνεύματος Iust.Phil.Dial.93.1, φόνων Clem.Al.Prot.3.42, κακῶν Origenes Princ.3.1.17 (p.226), τῆς βασιλικῆς δωρεᾶς D.Chr.77/78.32
saciarse, gozar c. ac. ἄκρατον ... τὸν εὐσεβείας πόθον Ph.2.199, cf. Gal.7.158, Gr.Nyss.Hom.in Cant.291.6, Cyr.Al.Ep.Fest.2.7.67, c. gen. ἐλευθερίας I.AI 8.38, ἀγαθῶν PLips.119ue.2.6 (III d.C.), πολλῆς ἠρεμίας Iust.Phil.Dial.3.1, μέλους Dion.Byz.42, τῶν ὀνειράτων Hdn.4.8.3, ἀρχαιολογίας Philostr.VA 4.11, cf. 3.17, μαντικῆς σοφίας Philostr.Her.7.8, θέας Hld.7.8.6, cf. Them.Or.2.40b, κάλλους Bas.Anc.Virg.M.30.705A, cf. Synes.Prouid.1.9, ἡμερότητος Gr.Naz.Ep.146.1, θείων ... λόγων Cyr.Al.M.69.457D, παιδείας Eun.VS 456, ἡδονῆς Chrys.M.49.44, τοῦ Χριστοῦ Epiph.Const.Haer.77.34.3, τέλους Dam.in Prm.288, en sent. erót. τῆς δέρης Philostr.Her.12.27, τῶν παιδικῶν Lib.Or.59.133
c. rég. prep. ἀπὸ πνευμάτος ἁγίου Epiph.Const.Haer.26.3.8.
2 sent. neg. hartarse de, utilizar constantemente c. gen. ἐνεφορέετο αὐτοῦ (sc. μαντηίου) acudía constantemente al oráculo Hdt.1.55, ἐξουσίας Plu.Cic.19, cf. I.AI 6.61, Ach.Tat.6.19.5.
3 entre los gnósticos estar pleno, adquirir la plenitud perfecta Epiph.Const.Haer.26.10.7.

Greek Monotonic

ἐμφορέω: = ἐμφέρω·
I. Παθ., κουβαλώ, μεταφέρω μέσα ή πάνω, με δοτ., σε Ομήρ. Οδ.
II. χύνω μέσα, ἄκρατον, σε Διόδ.· Μέσ. και Παθ., γεμίζω, είμαι πλήρης ή κάνω υπερβολική χρήση ενός πράγματος, παίρνω περισσότερο από το κανονικό, με γεν., σε Ηρόδ., Πλούτ.
III. μεταφ., επιβάλλω, επιφέρω, ἐμφορεῖν πληγάς τινι, στον ίδ.
2. εναντιώνομαι, επικρίνω, ρίχνω, πετώ κατά πρόσωπο, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἐμφορέω:
1) (в или на чем-л.) носить, pass. носиться (κύμασι περὶ νῆα Hom.);
2) наносить (πληγάς τινι Diod., Plut.);
3) вменять: ἐ. τινι φόνους Soph. обвинять кого-л. в убийстве;
4) вливать, наливать (ἄκρατον Diod.); med. наполняться (чем-л.), т. е. насыщаться, напиваться (ἀκράτου Plut., Luc. и ἄκρατον Diod.); перен. преисполняться (ὕβρεώς τε καὶ πικρίας Plut.): ἐμφορεῖσθαι τιμωρίας Plut., упиваться местью;
5) med. неумеренно пользоваться, злоупотреблять (ἐξουσίας Plut.): ἐ. τοῦ μαντηΐου Her. не переставать вопрошать оракул.

Middle Liddell

= ἐμφέρω
I. Pass. to be borne about in or on, c. dat., Od.
II. to pour in, ἄκρατον Diod.:— Mid. and Pass. to take one's fill or make much use of a thing, c. gen., Hdt., Plut.
III. metaph. to put upon, inflict on, ἐμφορεῖν πληγάς τινι Plut.
2. to object to, throw in one's teeth, Soph.