δύσεργος

From LSJ
Revision as of 15:30, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ὅτι μέντοι καὶ ἡ χρῆσις τῶν τρόπων, ὥσπερ τἆλλα πάντα καλὰ ἐν λόγοις, προαγωγὸν ἀεὶ πρὸς τὸ ἄμετρον, δῆλον ἤδη, κἂν ἐγὼ μὴ λέγωhowever, it is also obvious, even without my saying so, that the use of figures of speech, like other literary adornments, is something that has always tempted toward excess

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσεργος Medium diacritics: δύσεργος Low diacritics: δύσεργος Capitals: ΔΥΣΕΡΓΟΣ
Transliteration A: dýsergos Transliteration B: dysergos Transliteration C: dysergos Beta Code: du/sergos

English (LSJ)

ον,

   A hard to work, ὕλη Thphr.HP 5.1.1; λίθοι Paus.3.21.4; unfit to be worked, σίδηρος Plu.Lyc.9; hard to manage, ὁπλισμός Id.Flam.8; δ. χρῆσθαι Id.Tim.28; πόλις - οτέρα harder to besiege, Id.Nic.17.    2 hard to effect, difficult, Plb.28.8.3, Ph.1.272 (Sup.); πόλεμος App.Hisp.63 (Sup.); τὸ παραφυλάττειν τὰς ἐξόδους - ότερον J.BJ5.12.1. Adv. -γως, κινηθῆναι Plu.Demetr. 43.    II Act., incapable of work, useless, πρός τι App.Syr.16; χεῖμα δ., hiems ignava, Bion Fr.15.5; idle, νωθρὸς καὶ δ. Plu.Alex.33.

German (Pape)

[Seite 679] 1) schwer zu bearbeiten, ὕλη Theophr.; schwer auszuführen, schwierig, εἰσβολή Pol. 28, 8; Plut. Symp. 4, 1, 3 neben παγχάλεπος. – 2) träg, unthätig; καὶ νωθρός Plut. Alex. 33; χεῖμα Bion. 6, 5; δυσέργως κινεῖσθαι Plut. Demetr. 43.

Greek (Liddell-Scott)

δύσεργος: -ον, δυσκατέργαστος, ὕλη Θεόφρ. Ι. Φ. 5. 1, 1· λίθοι Παυσ. 3. 21, 4. 2) ὁ δυσκόλως ἐπιτυγχανόμενος, λίαν δύσκολος, Πολύβ. 28. 8, 3. ΙΙ. ἐνεργ., δυσκόλως ἐργαζόμενος, ὀκνηρός, πρός τι Ἀππ. Συρ. 16· χεῖμα δ., hiems ignava, Βίων 6. 5· ― ἀκατάλληλος πρὸς ἐργασίαν, Πλούτ. Λυκούργ. 8.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
I. difficile à travailler ; qui donne de la peine, difficile;
II. impropre au travail, càd :
1 inhabile au travail, qui travaille avec peine;
2 qui rend le travail difficile.
Étymologie: δυσ-, ἔργον.

Spanish (DGE)

-ον
I 1de cosa difícil de trabajar ὕλη op. εὔεργος Thphr.HP 5.1.1, cf. 5.5.1, 5.2.3, 3.9.3, σίδηρος Plu.Lyc.9, de colmillos de elefante, Philostr.VA 2.13
fig. difícil de sitiar πόλις δυσεργοτέρα χωρίων Plu.Nic.17.
2 de abstr. difícil, muy trabajoso εἰσβολή Plb.28.8.3, ἀμαθία ... θεραπείαν οὐ δύσεργον ἔχει διδασκαλίαν Ph.1.170, cf. 2.257, πόλεμος App.Hisp.63, τὸ παραφυλάττειν τὰς ἐξόδους δυσεργότερον I.BI 5.496, ἔργον ... παγχάλεπον ... καὶ δύσεργον Plu.2.663e.
II en sent. act.
1 de pers. vago, desidioso νωθρὸς καὶ δ. Plu.Alex.33
inactivo δύναμις del alma, Plu.2.431f, στρατὸς ... δ. πρὸς ἅπαντα App.Syr.16.
2 de concr. no válido, inútil ὁπλισμός para el cuerpo a cuerpo, Plu.Flam.8, cf. Tim.28, χεῖμα para el trabajo agrícola, Bio Fr.2.5.
III adv. -ως difícil, penosamente κινηθῆναι Plu.Demetr.43, cf. Anthem.54.13.

Greek Monolingual

δύσεργος, -ον (Α)
1. δυσκολοκατέργαστος
2. ακατάλληλος για κατεργασία
3. δύσχρηστοςδύσεργος οπλισμός»)
4. (για πόλη) αυτή που δύσκολα πολιορκείται
5. δύσκολος
6. αυτός που δύσκολα εργάζεται, τεμπέλης.

Greek Monotonic

δύσεργος: -ον (*ἔργω), αυτός που επεξεργάζεται δύσκολα, δυσκίνητος στην εργασία, νωθρός, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

δύσεργος:
1) трудно исполнимый, затруднительный, трудный (εἰσβολή Polyb.; βοήθεια Plut.);
2) с трудом поддающийся обработке (σίδηρος Plut.);
3) с трудом (плохо) работающий, вялый (τὸ σῶμα - acc. Plut.).

Middle Liddell

δύσ-εργος, ον ἔργω
unfit for work, Plut.